Τράπεζες και τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο

Ιστορική αναδρομή στις τραπεζικές εργασίες

Image

Στη μακραίωνη ιστορία της Κύπρου -μια ιστορία 9.000 χρόνων- η ύπαρξη και λειτουργία οικονομικών οργανισμών, των οποίων οι δραστηριότητες συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τραπεζικές εργασίες, χάνεται στο μακρινό παρελθόν. Δυστυχώς δεν διασώζονται γραπτές μαρτυρίες που να βοηθούν στον καθορισμό του χρόνου εμφάνισης των πρώτων «τραπεζιτών» στον τόπο μας.    Όμως, κρίνοντας γενικότερα από την όλη οικονομική κατάσταση και ειδικότερα την ανάπτυξη του εμπορίου, συμπεραίνουμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες για την εμφάνιση των πρώτων μορφών «τραπεζικών εργασιών» -με την έννοια που θα μπορούσε να προσδοθεί σ' αυτές την εποχή εκείνη- θα πρέπει να είχαν δημιουργηθεί γύρω στον 14ο αιώνα π.Χ.

 

Η εμφάνιση των πρώτων «τραπεζικών εργασιών» ασφαλώς συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη του εμπορίου. Παρόλο ότι κάποιες επαφές μεταξύ Ετεοκυπρίων και Αιγυπτίων, που βασικά είχαν τη μορφή εμπορικών συναλλαγών, υφίσταντο ήδη από την 3η χιλιετηρίδα π.Χ., οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δυο αυτών χωρών φαίνεται ότι κατέστησαν ουσιαστικές μετά τον 16ο και ιδιαίτερα κατά τον 14ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με ενδείξεις αρχαιολογικών ευρημάτων στην Κύπρο, για πρώτη φορά τον 16ο αι. π.Χ. άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως «χρήμα» αντικείμενα από μέταλλο, όπως δακτύλιοι ή τεμάχια χρυσού ή ασημιού ή χαλκού σε ράβδους διαφόρων σχημάτων που μπορούσαν να κοπούν και σε μικρότερα τεμάχια. Αυτού του είδους το «χρήμα» εχρησιμοποιείτο όχι μόνο σε τοπικές συναλλαγές, αλλά και για συναλλαγές ανάμεσα σε γειτονικές χώρες της Μεσογείου.

 

Σχέσεις Κύπρου - Αιγύπτου: Από τις πινακίδες της Tell el Amarna που περιλαμβάνουν αλληλογραφία μεταξύ του βασιλιά της Αλάσιας-Κύπρου και του Φαραώ Ακενατόν Δ' (1364-1362 π.Χ.) προκύπτει ότι μεταξύ των δυο βασιλιάδων υπήρχε σχέση ίσου προς ίσον, σχέση μεταξύ συμμάχων και φίλων που αντάλλασσαν αμοιβαία δώρα και ότι δεν ευσταθεί η άποψη πως η Κύπρος την εποχή αυτή πλήρωνε φόρο υποτελείας στους φαραώ της Αιγύπτου. Το κυριότερο θέμα στις επιστολές που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι δυο βασιλιάδες ήταν το εμπόριο. Σε μια άλλη από τις επιστολές ο φαραώ Αμενχοτέπ Γ' (1402-1364 π.Χ.), παρακλήθηκε από τον βασιλιά της Αλάσιας να επιστρέψει την περιουσία κάποιου Κυπρίου εμπόρου που είχε πεθάνει στην Αίγυπτο.

Το εμπόριο της Κύπρου σημείωσε ακόμη μεγαλύτερη ανάπτυξη μετά την άφιξη Μυκηναίων εμπόρων στην Κύπρο μεταξύ του 1400 και του 1300 π.Χ., την εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο αμέσως αργότερα και τη νίκη του Αιγυπτίου φαραώ Ραμσή Γ' επί των επιδρομικών Λαών της Θάλασσας με την οποία απάλλαξε την ανατολική Μεσόγειο και φυσικά την Κύπρο από την καταστροφική τους δράση.

 

Οι Φοίνικες επεκτείνουν το εμπόριο: Γύρω στα μέσα του 9ου αι. π.Χ. άρχισαν να εγκαθίστανται στην Κύπρο και κυρίως στο Κίτιον οι Φοίνικες, προερχόμενοι από τ' ανατολικά. Χάρη σε μια σειρά γεγονότων που είχαν το επίκεντρό τους έξω από την Κύπρο, αυτοί μονιμοποίησαν και επεξέτειναν την επίδρασή τους στο νησί. Συνεργαζόμενοι με τους εκάστοτε κατακτητές και έχοντας στα χέρια τους το εμπόριο του χαλκού και διαφόρων προϊόντων της ανατολικής τέχνης, οι Φοίνικες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού. Μέσα στις συνθήκες αυτές -που ευνοούσαν σημαντικά την ανάπτυξη του εμπορίου- ήταν φυσικό να εμφανιστούν και οι πρώτες (υποτυπώδεις έστω) μορφές «τραπεζικών εργασιών». Πλην όμως δεν διασώζονται οποιεσδήποτε μαρτυρίες που να επιβεβαιώνουν μια τέτοια εξέλιξη.

 

Κοπή των πρώτων νομισμάτων: Μετά τον 7ο αι. π.Χ. δημιουργήθηκαν νέες συνθήκες που ευνόησαν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη «τραπεζικών εργασιών» στην Κύπρο. Την εποχή αυτή οι Λυδοί και οι Ίωνες έμποροι και «τραπεζίτες» έκοψαν τα πρώτα νομίσματα του δυτικού κόσμου. Επίσης από τον 7ο μέχρι τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. η Κύπρος βρέθηκε διαδοχικά υποτελής των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων και των Περσών. Τα κυπριακά βασίλεια που αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την περσική κυριαρχία και να βοηθήσουν τον Πέρση βασιλιά Κύρο να καταλάβει τη Βαβυλώνα, χρησιμοποιούσαν κατ' ανάγκην τα περσικά νομίσματα. Την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα το 538 π.Χ., κόπηκε και το πρώτο κυπριακό νόμισμα από τον βασιλιά της Σαλαμίνος Ευέλθοντα. Προνόμιο να κόβουν νομίσματα είχαν και άλλοι Κύπριοι βασιλιάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε διάφορους θησαυρούς που έχουν βρεθεί στο εξωτερικό περιέχονται και κυπριακά νομίσματα. Αυτά προέρχονται κυρίως από τη Σαλαμίνα και το Κίτιον και κατά δεύτερο λόγο από την Αμαθούντα, τους Σόλους, το Μάριον κ.α. Η ύπαρξη νομισμάτων των διαφόρων κυπριακών βασιλείων και η κυκλοφορία και χρήση τους στις συναλλαγές τόσο εντός όσο και εκτός της Κύπρου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την εποχή αυτή (6ος αι. π.Χ.) στην Κύπρο πρέπει να διεξάγονταν κάποιων μορφών τραπεζικές εργασίες και ότι στην Κύπρο υπήρχαν τραπεζίτες (αργυραμοιβοί) που ασχολούνταν με την ανταλλαγή νομισμάτων.

 

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία που αναφέρεται στην ύπαρξη τραπεζιτών στην Κύπρο περιέχεται σε επιγραφή που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο του Κουρίου χαραγμένη σε μολυβένια πινακίδα μαγικού καταδέσμου του 3ου αι. μ.Χ. Σε αρκετά σημεία του κειμένου της επιγραφής αυτής αναφέρεται το όνομα του τραπεζίτη Μητρόδωρου που είχε το παρατσούκλι Ασβόλις (... Μητρόδωρον  Ἀσβόλιν τόν τραπεζίτην... και... Μητροδώρου ἐπικαλουμένου Ἀσβολίου τραπεζίτου....). Ο Μητρόδωρος ο τραπεζίτης κάποιο κακό θα έκαμε και επισύρει τις βαριές κατάρες άλλου ανθρώπου σ' αυτόν τον κατάδεσμο.

 

Αναμφίβολα η πληροφορία αυτή έχει τεράστια σημασία επειδή επιβεβαιώνει τις υποθέσεις που αναφέραμε και πιο μπροστά, ότι τραπεζικές εργασίες από αρχαιοτάτων χρόνων θα πρέπει να γίνονταν και στην Κύπρο. Η θέση αυτή ενισχύεται τόσο από τη ζωηρή εμπορική δραστηριότητα που παρατηρείτο στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή όσο και από τον σημαντικό ρόλο που η ίδια διαδραμάτιζε στο διαμετακομιστικό εμπόριο της περιοχής.

 

Η Κύπρος στο επίκεντρο του εμπορίου κατά τη βυζαντινή περίοδο και τη Φραγκοκρατία: Η Κύπρος για οκτώ σχεδόν αιώνες (330-1191 μ.Χ.) αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και καθ’ όλη αυτή την περίοδο, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του βυζαντινού εμπορίου στην περιοχή της Ανατολής.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1191-1489) η σπουδαιότητα της Κύπρου κατέστη ακόμη μεγαλύτερη όταν διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάδειξή της σε αξιόλογο εμπορικό και τραπεζικό κέντρο στη Μέση Ανατολή. Τον 13ο και ιδιαίτερα τον 14ο αιώνα στην Κύπρο είχαν εγκατασταθεί διάφοροι ξένοι έμποροι, τραπεζίτες, μεσίτες και άλλοι από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και άλλα μέρη της Ευρώπης και της Μεσογείου. Αυτοί ίδρυσαν τις δικές τους εμπορικές κοινότητες κυρίως στη Λευκωσία και στα σημαντικότερα λιμάνια της Κύπρου (Αμμόχωστο και Λάρνακα) και διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του νησιού. Οι μεσαιωνικές πηγές, όπως το Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά, αναφέρονται και σε πλουσιότατους τραπεζίτες και εμπόρους που εργάζονταν στην Κύπρο.

 

Χάρη στην πλεονεκτική γεωγραφική θέση της και τη μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων που διακομίζονταν μέσω της, η Κύπρος κατέστη ένα σημαντικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο στη Μέση Ανατολή. Οι Ιταλοί έμποροι και τραπεζίτες -κυρίως αργυραμοιβοί και δανειστές- μετέφεραν στην Κύπρο την πείρα που είχαν ήδη αποκτήσει στις τραπεζικές εργασίες, που από πολύ νωρίτερα διεξάγονταν σε διάφορα μέρη της Ιταλίας, ιδιαίτερα στη Λομβαρδία, τη Γένουα και τη Βενετία.

Πληροφορίες που αναφέρονται στα μέσα του 15ου αιώνα φανερώνουν ότι με την παραχώρηση δανείων ασχολούνταν οι πλούσιοι έμποροι και μεγάλοι γαιοκτήμονες της εποχής. Ένας από τους σημαντικότερους δανειστές της περιόδου αυτής, που αναφέρεται και ως ο μεγαλύτερος δανειστής του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β', ήταν ο Ανδρέας Κορνάρο, θείος της μετέπειτα βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο.

 

Το εμπόριο στα χέρια των Βενετών: Καθ' όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας (1489-1571) το εμπόριο του νησιού και οι σχετιζόμενες μ' αυτό τραπεζικές εργασίες βρίσκονταν στα χέρια των Βενετών. Οι Κύπριοι, έγραφε ο Jaques le Saige το 1581, δεν εμπορεύονταν με καμιά χώρα εκτός από τη Βενετία. Οι Βενετοί έμποροι είχαν όλη την ελευθερία να αγοράζουν και να πουλούν. Οι παραγωγοί βρίσκονταν στο έλεος των Βενετών και ήταν υποχρεωμένοι να υπόκεινται σε συστηματική «κλοπή μέσω των πληρωμών».

 

Από μια αναφορά του Elia Pezzaro, που ζούσε και εργαζόταν στην Αμμόχωστο το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα (1563) πληροφορούμαστε ότι τα δάνεια που παραχωρούνταν στην Κύπρο την εποχή εκείνη ήταν προσωπικά και εμπορικά και ότι το δανειστικό επιτόκιο κυμαινόταν μεταξύ 20-25%. Η αναφορά αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά κατατοπιστική για τον τρόπο, τους όρους και το επιτόκιο με το οποίο διεξάγονταν ορισμένες βασικές τραπεζικές εργασίες, γι' αυτό και την παραθέτουμε αυτούσια:

 

 ...Εκεί [στην Αμμόχωστο] είδα μια μεγάλη και ωραία συναγωγή, που συντηρείτο από μια κοινότητα Εβραίων που την αποτελούσαν γύρω στις 20-25 οικογένειες Λεβαντίνων, Σικελιανών και Πορτογάλων. Μεταξύ τους βασίλευαν τα μίση, οι διαφωνίες και οι αντιζηλίες. Αναμεταξύ τους δεν υπήρχαν φτωχοί που θα έπρεπε να βοηθηθούν και εάν ερχόταν από το εξωτερικό κανένας που χρειαζόταν βοήθεια, αυτοί δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον. Ο μόνος φόρος που πλήρωναν ήταν ένα ποσό 26 δουκάτων που στέλνονταν κάθε χρόνο στον δικαστή της πόλης για ολόκληρη την κοινότητα. Δεν είχαν εμπορικά καταστήματα, αλλά ζούσαν άνετα χωρίς κόπο από τους τόκους που έπαιρναν από τα κεφάλαιά τους. Απ' αυτούς μόνο 2-3, λιγότερο πλούσιοι, δεν είχαν αρκετό ρευστό χρήμα για δανεισμό. Όμως ακόμη και αυτοί εξασφάλιζαν ικανοποιητική διαβίωση ως χρηματομεσίτες.

 

Στα υπόλοιπα μέρη του νησιού δεν υπήρχαν Εβραίοι.   Όσοι χρειάζονταν να δανειστούν χρήματα έρχονταν στην Αμμόχωστο. Η επιχείρηση δανεισμού χρημάτων ήταν σημαντική, αλλά κανείς δεν δάνειζε χρήματα αν δεν εξασφάλιζε ισχυρή ασφάλεια. Αν το ενέχυρο που πρόσφερε ο δανειζόμενος αποτελείτο από χρυσό ή ασήμι, το επιτόκιο ήταν 20% τον χρόνο, ενώ εάν αποτελείτο από μαλλί, νήματα ή μετάξι ήταν 25% τον χρόνο. Το ενέχυρο κρατείτο από τον δανειστή για ένα χρόνο, μετά την πάροδο του οποίου στελνόταν ειδοποίηση στον χρεώστη ότι έπρεπε να εξοφλήσει το δάνειο το αργότερο σ' ένα μήνα. Εάν αυτός δεν ανταπεκρίνετο μέσα σ' αυτό το διάστημα, τότε το ενέχυρο πωλείτο στο δικαστήριο της πόλης με πλειστηριασμό. Σε περίπτωση που το προϊόν του πλειστηριασμού δεν αρκούσε για την εξόφληση του δανείου, του τόκου και των εξόδων της πώλησης το δικαστήριο έδινε στον δανειστή το δικαίωμα να ζητήσει από τον χρεώστη και άλλο ενέχυρο για την κάλυψη του υπολοίπου.

 

Το έτος αυτό στην Κύπρο δεν υπήρχε δημόσια τράπεζα για την παραχώρηση δανείων και κανένας δανειστής δεν ετύγχανε οποιουδήποτε πλεονεκτήματος έναντι των συνανθρώπων του. Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με τη δανειοδότηση εδικαιούτο να το πράξει ελεύθερα, αλλά ήταν υπόχρεος να τηρεί ακριβή λογαριασμό για τα ενέχυρα που έπαιρνε και να διατηρεί ειδικό βιβλίο που θα έπρεπε να είναι σφραγισμένο από το δικαστήριο. Αυτή εθεωρείτο ως η νόμιμη διαδικασία.

Μόλις οι Χριστιανοί έβλεπαν κάποιο Εβραίο που ερχόταν για πρώτη φορά στην Κύπρο τον ρωτούσαν αν ήθελε να δανείσει χρήματα. Εάν τους απαντούσε θετικά, τον καλοδέχονταν και δεν υπήρχε περίπτωση να δυσαρεστηθούν μαζί του οι άλλοι Εβραίοι τραπεζίτες, γιατί το νησί πρόσφερε αρκετές ευκαιρίες για όλους τους δανειστές. Ακόμη υπήρχαν περιπτώσεις που οι δανειστές τον παρακαλούσαν να δανείσει κάποιο φίλο τους που δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν οι ίδιοι. Υπήρχαν περιπτώσεις που ποσά μέχρι και 50.000 δουκάτα δανείζονταν για έξι και πλέον μήνες, ασφαλώς όμως όχι στον πρώτο τυχόντα.

 

Βασικός όρος και συνηθισμένο έθιμο ήταν ο δανειζόμενος πριν πάρει το δάνειο, να δίνει κάποιο φιλοδώρημα στον δανειστή ανάλογα με το ύψος του δανείου που θα έπαιρνε (όρνιθα, αρνί, κατσίκα, κρασί ή λάδι κ. α). Στις περιπτώσεις που το δάνειο ήταν μεγάλο, το δώρο ήταν μεγάλης αξίας και αντιπροσώπευε το 3% ή 4% του δανείου ως επιπρόσθετος τόκος. Αν υπολογιστεί και η προμήθεια που σε ορισμένες περιπτώσεις δινόταν στον χρηματομεσίτη, ο τόκος με τον οποίο επιβαρυνόταν ο δανειζόμενος έφθανε το 40% τον χρόνο. Παρ' όλα αυτά, η εξεύρεση χρημάτων για δανεισμό ήταν δύσκολη...

 

Η οικονομία την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής της Κύπρου που διάρκεσε περισσότερο από τρεις αιώνες (1570/71-1878) ο τρόπος διενέργειας διαφόρων πράξεων που σήμερα ονομάζουμε τραπεζικές εργασίες, όπως δανεισμός χρημάτων, ανταλλαγή νομισμάτων, μεταφορά χρημάτων με τη χρήση συναλλαγματικών κ.ά. εξαρτάτο άμεσα από τους θεσμούς και την πρακτική που ίσχυε και στις υπόλοιπες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στην Κύπρο τράπεζες δεν υπήρχαν μέχρι την προτελευταία δεκαετία της οθωμανικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και τις διάφορες τραπεζικές εργασίες αναλάμβαναν διάφοροι πλούσιοι, συνήθως έμποροι ή αργυραμοιβοί και τοκογλύφοι.

 

Σε διάφορα οθωμανικά έγγραφα της περιόδου 1833-1852 και μετά, αναφέρεται ότι στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή χρησιμοποιούνταν ομόλογα, χρεόγραφα και συναλλαγματικές και ότι διάφορες τραπεζικές εργασίες διενεργούνταν από αργυραμοιβούς. Σε έγγραφα του 1833 και του 1835 γίνεται λόγος για αργυραμοιβό του μουχασίλη της Κύπρου, ενώ σε έγγραφο του 1838 αναφέρεται ότι ο αργυραμοιβός Màgàr είχε εκμισθώσει την είσπραξη του κεφαλικού φόρου της Κύπρου για το έτος 1838/39 και ότι επτά δόσεις που κατεβλήθησαν από τον ίδιο αργυραμοιβό και ανέρχονταν σε 357.000 γρόσια δόθηκαν στο στρατιωτικό ταμείο.

 

Η έλλειψη τράπεζας στην Κύπρο κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ιδιαίτερα αισθητή μετά το 1840 όταν τόσο το εισαγωγικό όσο και το εξαγωγικό εμπόριο του νησιού είχαν σημειώσει αισθητή ανάπτυξη. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι εμπορευόμενοι γίνονταν ακόμη μεγαλύτερες γιατί στο νησί δεν υπήρχαν ούτε αρκετοί κεφαλαιούχοι, που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τη χρηματοδότηση εμπορικών δραστηριοτήτων μέσω της παραχώρησης δανείων ή να προσφέρουν οποιεσδήποτε άλλες διευκολύνσεις και υπηρεσίες στο εμπόριο. Σύμφωνα με προξενικές εκθέσεις οι έμποροι, για δοσοληψίες που διενεργούσαν με την Ευρώπη, ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται τις συναλλαγές τους στη Βηρυτό, πράγμα που τους προκαλούσε καθυστερήσεις, άσκοπα έξοδα και πολλούς κινδύνους.