Κατά την περίοδο της ανακήρυξης της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1959-1960) το τραπεζικό σύστημα παρέμενε ακόμη ακαθόριστο υπό την έννοια ότι η πρωτοβουλία ρύθμισης της χρηματοδότησης των διαφόρων κλάδων της οικονομίας του τόπου ανήκε αποκλειστικά στα διάφορα τραπεζικά ιδρύματα χωρίς τον αναγκαίο προγραμματισμό. Χάρη στην αμέριστη εμπιστοσύνη που απολάμβαναν τα ιδρύματα αυτά στον τομέα της παθητικής δραστηριότητας, δηλαδή της ενθάρρυνσης της αποταμίευσης και της συγκέντρωσης του νεκρού ιδιωτικού κεφαλαίου, επέτυχαν σημαντικά αποτελέσματα. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι καταθέσεις στις τράπεζες στην αρχή της δεκαετίας του 1960 ξεπερνούσαν το σεβαστό για την εποχή εκείνη ποσό των 35 εκ. κυπριακών λιρών. Όμως ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις στην ενεργητική δραστηριότητά τους, δηλαδή όσον αφορά τη διάθεση των κεφαλαίων τους και των καταθέσεων του κοινού, τα τραπεζικά ιδρύματα ακολούθησαν μια τακτική που δεν εξυπηρετούσε πάντοτε τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της οικονομίας του τόπου. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι οι περισσότερες εγχώριες και ξένες τράπεζες, που υπήρχαν στην Κύπρο την περίοδο αυτή, με τα παρεχόμενα δάνεια εξυπηρετούσαν σχεδόν αποκλειστικά το εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο, γεγονός που οδηγούσε στην υπερτροφία της εμπορικής δραστηριότητας, και σε πολύ μικρότερο βαθμό τη βιομηχανία και τη γεωργία. Από σύνολο 108,22 εκ. λιρών τραπεζικών δανείων και χορηγήσεων που διετέθησαν από τις τράπεζες, κατά την περίοδο 1955-59, μόνο το 20% διοχετεύθηκε στη βιομηχανία. Ανεπαρκή ήταν επίσης τα δάνεια που χορηγούνταν στη γεωργία. Αυτά προέρχονταν από δυο κυρίως πηγές: τη Γεωργική Τράπεζα και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα.
Το 1960 λειτουργούσαν στην Κύπρο εννέα εμπορικές τράπεζες και τρία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι κυριότερες διαφορές μεταξύ των δυο αυτών ειδών τραπεζικών ιδρυμάτων είναι οι εξής: οι εμπορικές τράπεζες προσφέρουν το συνηθισμένο φάσμα τραπεζικών εργασιών (καταθέσεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς, παραχώρηση προκαταβολών επί φορτωτικών εγγράφων, πώληση συναλλάγματος κ.α.), ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παρέχουν πιστώσεις για εξειδικευμένους σκοπούς, δεν αγοράζουν ούτε πωλούν ξένο συνάλλαγμα και δεν δικαιούνται να λειτουργούν τρεχούμενους λογαριασμούς. Οι εμπορικές τράπεζες που λειτουργούσαν το 1960 ήταν οι ακόλουθες: Τράπεζα Κύπρου, Λαϊκή Τράπεζα Λεμεσού, Οθωμανική Τράπεζα, Barclays Bank, Chartered Bank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Turkiye Is Bankasi, Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα και Τουρκική Συνεργατική Τράπεζα. Η Κτηματική Τράπεζα Κύπρου, το Ταμιευτήριο Γιαλούσας και η Lombard Banking (Cyprus) λειτουργούσαν ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η Turkiye Is Bankasi εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 1955 ως εμπορική τράπεζα, ενώ η Lombard Banking (Cyprus) ξεκίνησε τις εργασίες της στο νησί τον Μάιο του 1960 ως χρηματοδοτικός οργανισμός που είχε δικαίωμα να δέχεται αποταμιεύσεις και να χρηματοδοτεί συμβάσεις ενοικιαγοράς.
Κατά την περίοδο αυτή ήταν εμφανής η έλλειψη Κεντρικής Τράπεζας που με τον συντονισμό της τραπεζικής δραστηριότητας θα φρόντιζε για την αναχαίτιση του πληθωρισμού, για τη θεραπεία της παρατηρούμενης υπεραιμίας των εμπορικών πιστώσεων και την ορθολογική κατανομή των παρεχομένων πιστώσεων, τον καθορισμό του δανειστικού επιτοκίου και γενικά την τοποθέτηση των οικονομικών υποθέσεων του νησιού μέσα σε υγιέστερα πλαίσια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 σημειώθηκαν δυο σημαντικές αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου: α) Ιδρύθηκε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και β) η Λαϊκή Τράπεζα Λεμεσού διεύρυνε τις εργασίες της κατά τρόπο που με τις δραστηριότητές της κάλυπτε ολόκληρο το νησί. Η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ιδρύθηκε το 1963, τρία δηλαδή χρόνια μετά την ανακήρυξη του νησιού σε ανεξάρτητο κράτος, ύστερα από τεχνική συνεργασία μεταξύ της κυπριακής κυβέρνησης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ο σχετικός Νόμος (Νόμος 48/1963 περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου) ορίζει σαν κύριο σκοπό της Τράπεζας την «...προαγωγή νομισματικής και πιστωτικής σταθερότητας και τέτοιων συνθηκών στο ισοζύγιο πληρωμών που να συντελούν στην αρμονική ανάπτυξη της οικονομίας της Δημοκρατίας». Οι ευθύνες που ανετέθησαν στην Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνουν τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος και πιστώσεων και την εποπτεία των τραπεζικών ιδρυμάτων. Οι εξουσίες που απορρέουν από τον περί Κεντρικής Τράπεζας Νόμο επιτρέπουν στην Κεντρική Τράπεζα να επηρεάζει και να υποβοηθεί την αναπτυξιακή και επενδυτική πορεία της οικονομίας.
Η επέκταση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας Λεμεσού έγινε το 1967, ύστερα από σχετική απόφαση της διοίκησής της. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε και η αλλαγή της επωνυμίας της τράπεζας που μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ». Η ίδια τράπεζα τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1971, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της Hong Kong Bank, ενός από τα μεγαλύτερα τραπεζικά συγκροτήματα στον κόσμο, η οποία αγόρασε 100.000 μετοχές της, που αντιπροσώπευαν το 20% του συνόλου των μετοχών. Το υπόλοιπο 80% των μετοχών της ανήκε σε Κυπρίους.
Το 1974 ιδρύθηκε ακόμη μια κυπριακή τράπεζα, η Ελληνική Τράπεζα Λτδ, που ενεγράφη το ίδιο έτος, αλλά λόγω της τουρκικής εισβολής άρχισε τη λειτουργία της δυο χρόνια αργότερα, το 1976. To 20% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας αυτής ανήκει στην Τράπεζα της Αμερικής (Bank of America National Trust & Savings Association) που θεωρείται η μεγαλύτερη στον κόσμο, 20% στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (ΕΜΕ) και το υπόλοιπο 60% σε Κυπρίους ιδιώτες.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1990 στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας λειτουργούσαν επτά εμπορικές τράπεζες και τέσσερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι εμπορικές τράπεζες είναι οι εξής: η Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα, η Ελληνική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Barclays Bank, η Αραβική Τράπεζα και η Lombard Natwest Bank.
Οι πιο πάνω εμπορικές τράπεζες λειτουργούν κάτω από την εποπτεία και τους κανονισμούς της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. Ανάλογο εποπτικό ρόλο ασκεί και η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα πάνω στις συνεργατικές πιστωτικές εταιρείες και τα συνεργατικά ταμιευτήρια, χωρίς η ίδια να υπόκειται σε άμεσο έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που κατά την ίδια περίοδο λειτουργούσαν ως εξειδικευμένες τράπεζες, ήταν τα ακόλουθα: η Κτηματική Τράπεζα Κύπρου, η Τράπεζα Αναπτύξεως και ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης.
Μέρος του όλου τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο αποτελούν και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί που παρέχουν πιστωτικές διευκολύνσεις στο κοινό για την απόκτηση, συνήθως με το σύστημα της ενοικιαγοράς, διαφόρων βιομηχανικών κυρίως προϊόντων, όπως είναι τα αυτοκίνητα, τα μηχανήματα, οι οικιακές συσκευές κ.α. Οι οργανισμοί αυτοί παρέχουν επίσης και δάνεια ενυπόθηκα ή απλά. Οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί έμμεσα ελέγχονται και αυτοί από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου μέσω: α) του συστήματος της ενοικιαγοράς και β) του κανονισμού που καθορίζει το ποσό που οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να δανείσουν στους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
Ο θεσμός των χρηματοδοτικών οργανισμών στην Κύπρο εμφανίστηκε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Κατά το 1989 λειτουργούσαν με αρκετή επιτυχία οι ακόλουθοι οργανισμοί: Bank of Cyprus Finance Corporation Ltd, Cyprus Popular Bank Finance Ltd, Lombard Natwest Ltd, Barclay's Bank PLC, Hellenic Bank Finance Ltd, National Bank of Greece S. A., City Finance Co. Ltd, Arab Bank Ltd, Pancyprian Finance Corporation Ltd, και Euroinvest and Merchant Finance Ltd.
Καθοριστικό ρόλο όσον αφορά την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος στον τόπο μας διαδραματίζει η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, η ίδρυση της οποίας προβλέπεται από το Σύνταγμα. Αυτή είναι κρατικός οργανισμός και το αρχικό κεφάλαιο της, ύψους £100.000, καταβλήθηκε από το Πάγιο Ταμείο της Κυβέρνησης. Οι σχέσεις μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και εμπορικών τραπεζών καθώς και οι αρμοδιότητές της γενικά καθορίζονται από τον Νόμο του 1963 περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Κύριοι σκοποί της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου είναι: α) η έκδοση και κυκλοφορία του χαρτονομίσματος, β) η άσκηση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής του κράτους, γ) ο έλεγχος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, δ) η ανάληψη ρόλου τράπεζας του κράτους και των εμπορικών τραπεζών και ε) η διενέργεια του συμψηφισμού των επιταγών.
Η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1937, αποτελεί μια ξεχωριστή μορφή τράπεζας γιατί σκοπός της είναι η εξυπηρέτηση των μελών της που είναι όλες οι συνεργατικές εταιρείες. Από το 1962 που διαλύθηκε η Γεωργική Τράπεζα, η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα αποτελεί το κυριότερο όργανο διοχέτευσης κυβερνητικών πιστώσεων στον γεωργικό κόσμο και στήριγμα των γεωργοκτηνοτρόφων, στους οποίους συμπαρίσταται παρέχοντας τεχνικές συμβουλές και οδηγίες και τους οποίους χρηματοδοτεί με ευνοϊκούς όρους όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η κάθε εταιρεία μέλος της ευθύνεται για ποσό διπλάσιο της ονομαστικής αξίας, των μετοχών τις οποίες κατέχει.
Η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα στην ανάπτυξη του Συνεργατικού κινήματος στην Κύπρο που από την ίδρυση της πρώτης στοιχειώδους «Συνεργατικής Τράπεζας» στο Λευκόνοικο το 1909 συμπλήρωσε ήδη πέραν των 100 χρόνων ζωής και συνεχούς προσφοράς και πρωτοστάτησε στην καταπολέμηση της τοκογλυφίας και της εκμετάλλευσης.
Η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως ιδρύθηκε το 1963 με την αρχική ονομασία Κυπριακός Οργανισμός Αναπτύξεως Λτδ ως ανεξάρτητος χρηματοδοτικός οργανισμός. Από το 1970 μετονομάστηκε σε Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως ώστε η ονομασία να ανταποκρίνεται περισσότερο προς τον σκοπό και τις εργασίες της. Πρωταρχικός σκοπός της είναι η ανάπτυξη, ενθάρρυνση και προώθηση παραγωγικών επιχειρήσεων στην Κύπρο με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της βιομηχανίας, του τουρισμού, της αγροτικής βιομηχανίας, των μεταλλείων κλπ. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών παρέχει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια καθώς και τεχνική και διοικητική καθοδήγηση στους πελάτες της ή και σε άλλους επιχειρηματίες και επενδυτές.
Η συμβολή της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως στην ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας είναι ουσιαστική και οι υπηρεσίες που πρόσφερε τόσο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 όσο και μετά απ' αυτή πολύ σημαντικές. Από τις δανειοδοτήσεις της Κεντρικής Τράπεζας Αναπτύξεως προέρχεται ένα ψηλό ποσοστό των συνολικών ετήσιων πάγιων επενδύσεων στην κυπριακή βιομηχανία. Το ποσοστό αυτό για μεγάλες χρονικές περιόδους αντιπροσώπευε το 12-15% των συνολικών πάγιων επενδύσεων.
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι με τραπεζικές εργασίες ασχολούνται και τα συνεργατικά τραπεζικά ιδρύματα, ιδιαίτερα οι Συνεργατικές Πιστωτικές Εταιρείες που εδρεύουν στις πόλεις και τα Συνεργατικά Ταμιευτήρια.
Εκτός των πιο πάνω αναφερομένων εμπορικών τραπεζών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πάνω σε υπεράκτια βάση, στην Κύπρο εγκαταστάθηκε και ένας αριθμός υπεράκτιων τραπεζικών μονάδων. Αυτές συναλλάσσονται μόνο σε ξένο συνάλλαγμα και εξυπηρετούν μόνο αλλοδαπούς, περιλαμβανομένων και υπεράκτιων εταιρειών.