Από το καλοκαίρι του 1974 άλλαξαν ριζικά όλα τα δεδομένα στην Κύπρο. Η Κυπριακή Δημοκρατία κατόρθωσε να επιβιώσει ως ανεξάρτητο κράτος, αλλ' ήταν τώρα πλέον ένα διχοτομημένο κράτος που έπρεπε ταυτόχρονα να επουλώσει πολλές και μεγάλες πληγές: ένα τεράστιο κύμα προσφύγων, που δεν είχαν ούτε τα στοιχειώδη εφόδια· το δράμα των νεκρών και των αγνοουμένων· το πρόβλημα των αιχμαλώτων۠ το πρόβλημα της οικονομίας, που είχε εξαρθρωθεί πλήρως· η απώλεια των περισσοτέρων πλουτοπαραγωγικών πηγών κι όλες οι άλλες πληγές ενός πολέμου.
Στο μεταξύ ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εξόριστος από τον Ιούλιο του 1974, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κύπρο μόλις τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οπότε ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του προέδρου της Δημοκρατίας και μαζί την ευθύνη της επίλυσης των στοιχειωδών κι όλων των άλλων προβλημάτων. Στα επόμενα λίγα χρόνια αρκετά από τα προβλήματα λύθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Άλλα παραμένουν άλυτα, όπως λ.χ. το μεγάλο ανθρωπιστικό πρόβλημα της διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων.
Η Τουρκία όμως δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη τον στόχο της. Αμέσως μετά την εισβολή έθεσε επιτακτικά θέμα μεταφοράς των χιλιάδων Τουρκοκυπρίων, που παρέμειναν στις ελεύθερες περιοχές, στις κατεχόμενες περιοχές. Η απαίτησή της ικανοποιήθηκε και φάλαγγες ολόκληρες τουρκοκυπριακού πληθυσμού ταξίδεψαν, νωρίς το 1975, μαζί με όσα από τα υπάρχοντά τους μπορούσαν να μεταφερθούν, στις κατεχόμενες περιοχές. Λίγο πιο πριν έγινε κι «ανταλλαγή» των αιχμαλώτων, αλλά «αιχμάλωτοι» από πλευράς Τουρκοκυπρίων ήταν κάτοικοι των ελευθέρων περιοχών του νησιού που με την «ανταλλαγή» στέλνονταν στις κατεχόμενες περιοχές. Ως ένα μεγάλο βαθμό, ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε με τους Ελληνοκυπρίους. Έτσι, ουσιαστικά εκείνο που έγινε κατά τα τέλη του 1974 και μέσα στο 1975 ήταν ανταλλαγή πληθυσμών. Ταυτόχρονα οι Τούρκοι εξανάγκασαν τις χιλιάδες των Ελληνοκυπρίων που είχαν παραμείνει στα σπίτια τους κι είχαν εγκλωβιστεί, σταδιακά να προσφυγοποιηθούν κι αυτοί στις ελεύθερες περιοχές-με εξαίρεση ένα μικρό αριθμό εγκλωβισμένων στην Καρπασία (βλέπε σχετικά λήμματα αγνοούμενοι, εγκλωβισμένοι, πρόσφυγες).
Η ανταλλαγή πληθυσμών ήταν ακόμη ένα σοβαρό βήμα της Τουρκίας προς την κατεύθυνση της διχοτόμησης της Κύπρου: δυο διαφορετικές περιοχές της Κύπρου, με κλειστά «σύνορα» μεταξύ τους, εκ των οποίων η μια να κατοικείται από Έλληνες και η άλλη από Τούρκους. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Τουρκία προχώρησε και σε άλλα πρακτικά βήματα προς την οριστική διχοτόμηση: οργάνωσε τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου σε χωριστό «ανεξάρτητο κράτος» (με τη «θέληση» βέβαια των Τουρκοκυπρίων) και με πλήρεις λειτουργίες («κυβέρνηση», «βουλή», «δικαστική εξουσία», «σύνταγμα» κλπ.).
Άλλη ιδιαίτερα σοβαρή ενέργεια της Τουρκίας, που έγινε μέσα στα επόμενα χρόνια, ήταν η μεταφορά και εγκατάσταση στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου Τούρκων εποίκων από τη Μικρά Ασία. Ο αριθμός τους είναι τεράστιος (λαμβανομένων πάντοτε υπ' όψιν των κυπριακών δεδομένων). Συγκεκριμένα υπολογίζεται ότι ανέρχονται στις 160.000 και των Τουρκοκυπρίων στις 80.000.
Εξάλλου μέσα στο 1975 οι Τούρκοι άλλαξαν όλα ανεξαίρετα τα ελληνικά τοπωνύμια των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου, αντικαθιστώντας όλες τις ελληνικές ονομασίες με τουρκικές. Κοντά σ' αυτή τους την προσπάθεια, της εξάλειψης κάθε ελληνικής μαρτυρίας στις κατεχόμενες περιοχές, θα πρέπει να προστεθεί και η καταστροφή και λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, διαφόρων μνημείων και αρχαιοτήτων, σε βαθμό εφιαλτικό. Χιλιάδες έργα τέχνης εξ άλλου (όπως βυζαντινές εικόνες, αρχαιότητες, ανεκτίμητης αξίας βυζαντινά ψηφιδωτά) πωλήθηκαν κατά καιρούς παράνομα στις ειδικές αγορές της Ευρώπης.
Στα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και μέχρι σήμερα κατεβλήθησαν από τα Ηνωμένα Έθνη αλλά κι από άλλες κατευθύνσεις (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία κι ο Καναδάς) διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα. Όμως, με τα νέα δεδομένα της τουρκικής εισβολής του 1974, το Κυπριακό έγινε περισσότερο ακανθώδες και δύσκολο στη λύση του πρόβλημα, εξαιτίας των νέων τουρκικών ενεργειών (λ.χ. προσετέθησαν εντελώς νέα στοιχεία στο όλο ζήτημα, όπως η παρουσία των δεκάδων χιλιάδων εποίκων).
Επίσημα η Τουρκία εμφανίζεται να υποστηρίζει λύση του Κυπριακού που θα συμφωνηθεί μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού (δηλαδή της ελληνοκυπριακής πλειονότητας και της τουρκοκυπριακής μειονότητας, που η Τουρκία εξισώνει). Αντίθετα όμως προς τις επίσημες θέσεις της, είναι περισσότερο από φανερό ότι η Τουρκία επιδιώκει να ελέγχει στο μέλλον μόνιμα τη βόρεια Κύπρο, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι έχει βλέψεις επί ολοκλήρου του νησιού. Η παρουσία των στρατιωτικών δυνάμεών της στη βόρεια Κύπρο (που υπολογίζονται σε 40.000 άντρες περίπου και με σύγχρονο εξοπλισμό) της επιτρέπει να ελέγχει πλήρως το 37% του κυπριακού εδάφους και να επιβάλλει κάθε θέλησή της επί των Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία έχει δημιουργήσει στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου ναυτικές και στρατιωτικές βάσεις και αεροδρόμια, κι εμφανίζεται αποφασισμένη να διατηρήσει μόνιμα στρατιωτικές της δυνάμεις στο νησί. Το νέο λιμάνι που κατασκευάστηκε στην Κερύνεια (ανατολικά του κάστρου), ο ναύσταθμος στον Ξερό, το αεροδρόμιο στο Λευκόνοικο και άλλα έργα που περιλαμβάνουν μεγάλες αποθήκες στρατιωτικού υλικού στο Λευκόνοικο, στο Πογάζι Αμμοχώστου, στα νότια της Κερύνειας και αλλού, φανερώνουν πρόθεση της Τουρκίας να κρατήσει μόνιμα τα κυπριακά εδάφη που κατέλαβε και να διατηρήσει τη στρατιωτική της παρουσία στην Κύπρο. Τούτο γίνεται περισσότερο σαφές κι από το γεγονός ότι δεν θέλει πλέον λύση στο Κυπριακό ζήτημα αλλά διατήρηση της κατάστασης όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την εισβολή. Για την Τουρκία και για τους εξτρεμιστές Τουρκοκυπρίους το Κυπριακό θεωρείται ότι έχει επιλυθεί από το καλοκαίρι του 1974! Στα χρόνια που ακολούθησαν η Τουρκία και οι εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι τορπίλισαν όλες τις προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για εξεύρεση λύσης.
Έτσι, στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή του 1974, και παρά την κατά καιρούς εμφανιζόμενη κινητικότητα, ουσιαστικά το Κυπριακό ζήτημα παραμένει στάσιμο. Η Κύπρος διατηρείται χωρισμένη στα δυο, με τους Ελληνοκυπρίους στον νότο και τους Τουρκοκυπρίους και τους Τούρκους στον βορρά, ν' ακολουθούν διαφορετικές πορείες.
Η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε το παράνομο «κρατίδιο» που εγκαθιδρύθηκε στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου. Όλες δε οι δραστηριότητες του «κρατιδίου» αυτού γίνονται μέσω της Τουρκίας (όπως εμπόριο, διεθνείς συναλλαγές, τουρισμός, τηλεπικοινωνίες, ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ.). Η Τουρκία συντηρεί και διατηρεί το «κρατίδιο» της βόρειας Κύπρου, κι αποτελεί, μέσω του, μόνιμη απειλή για την υπόλοιπη Κύπρο.
Προς στιγμή η πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό φάνηκε να διαφοροποιείτο προς το θετικότερο, όταν με δική της ανοχή και ενθάρρυνση στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων αναδείχθηκε ο Μεχμέτ Αλι Ταλάτ και «φαγώθηκε» ο αδιάλλακτος και ακραίος Ραούφ Ντενκτάς.
Κυριότερες εξελίξεις ως προς τις σχέσεις Τουρκίας και Κύπρου κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα υπήρξαν: Αφενός η κατάληξη κατόπιν πολλών και μακρών συνομιλιών αλλά και παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και ζυμώσεων, στο τελικό σχέδιο Ανάν που υπέβαλε στα μέρη ο ΟΗΕ. Το λεπτομερέστατο αυτό σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, που πήρε το όνομα του τότε γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ετέθη το 2004 ενώπιον των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για έγκριση με χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Το σχέδιο εγκρίθηκε από τους Τουρκοκυπρίους (και τους αποκτήσαντες δικαίωμα ψήφου Τούρκους εποίκους) ενώ απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους (δες λήμμα Ανάν σχέδιο). Η απόρριψη του σχεδίου από τους Ελληνοκυπρίους, με μεγάλη μάλιστα πλειοψηφία, έτυχε στο εξής ευρύτατης διεθνούς εκμετάλλευσης από την Τουρκία, η οποία στο εξής παρουσίαζε την τουρκική πλευρά να ήθελε λύση του Κυπριακού και την ελληνική να ήταν αρνητική.
Αφετέρου, η ένταξη αμέσως ύστερα της Κύπρου, ως ενιαίας οντότητας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρους μέλους, παρά την αντίδραση της Τουρκίας, δημιούργησε μία νέα κατάσταση, σε σχέση μάλιστα και προς τις προσπάθειες της ίδιας της Τουρκίας να ενταχθεί επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο εξής παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο η Τουρκία να προσπαθεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζει την οντότητα ενός των μελών της Ένωσης, δηλαδή της Κύπρου.
Η Κύπρος από την πλευρά της δήλωσε επίσημα πολλές φορές (όπως εξάλλου και η Ελλάδα) ότι ευνοεί την ένταξη και της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα εκπληρώσει κάποιες των υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως για παράδειγμα το άνοιγμα των λιμανιών και του εναερίου της χώρου στα κυπριακά πλοία και αεροπλάνα. Πράγμα που η Τουρκία κατηγορηματικά αρνείται να πράξει. Γι’ αυτό κυρίως τον λόγο η Κύπρος, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιτάχθηκε στο «άνοιγμα» μερικών κεφαλαίων από όλα εκείνα που είναι απαραίτητο να συζητηθούν και συμφωνηθούν κατά τις μακρές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να επιτευχθεί η ένταξή της.
Ωστόσο, πέραν της πολιτικής, υπάρχουν και άλλα παράδοξα. Ενώ, για παράδειγμα, η Τουρκία εξακολουθεί να μη αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία (συνεπώς ούτε και τα διαβατήριά της), δέχεται εντούτοις ελεύθερα στο έδαφός της Κυπρίους επισκέπτες και τουρίστες. Παρέχει δε τη σχετική «βίζα» σε όλα τα σημεία εισόδου στη χώρα, σε χωριστό χαρτάκι, χωρίς δηλαδή να επικολλά το σχετικό δελτάριο στο διαβατήριο, που εξακολουθεί να δηλώνει ότι δεν το αναγνωρίζει. Εντούτοις αποδέχεται ότι το πρόσωπο που επιδεικνύει το διαβατήριο είναι όντως εκείνο που δείχνουν τα στοιχεία του μη αναγνωρισμένου διαβατηρίου. Επίσης δέχεται στα τουρκικά λιμάνια κυπριακά πλοία και ιδίως κρουαζιερόπλοια, που είναι εγγεγραμμένα σε άλλα νηολόγια, παρά το ότι γνωρίζει ότι είναι κυπριακά.
Βέβαια τα πιο πάνω αποτελούν «ελαστικότητες» της Τουρκίας που εφαρμόστηκαν ιδίως από το 2004 και εξής, αφού διαπίστωσε ότι έτσι εξυπηρετείται ο τουρισμός της χώρας, καθώς χιλιάδες Κύπριοι ταξιδεύουν στο εξής στην Τουρκία κάθε χρόνο, κυρίως για προσκυνήματα στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα μέρη της χώρας όπου υπάρχουν κατάσπαρτα χριστιανικά αλλά και αρχαία ελληνικά μνημεία.
Ταυτόχρονα η Τουρκία επέτρεψε, από το 2004, και το άνοιγμα των «συνόρων» στην ίδια την Κύπρο. Η πολιτική αυτή του να επιτρέπεται η διακίνηση των Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές και των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες, για την Τουρκία σημαίνει κυρίως την οικονομική ενίσχυση των κατεχομένων περιοχών και την ανάλογη δική της μείωση του κόστους συντήρησης και διατήρησης του τουρκοκυπριακού «κρατιδίου».
Από την άλλη, η Τουρκία κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια να απαλλαγεί της κατηγορίας για εισβολή στην Κύπρο και κατοχή μεγάλου τμήματός της (που είναι από το 2004 και τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Κατόρθωσε να καταστήσει το Κυπριακό πρόβλημα ως πρόβλημα των δύο κοινοτήτων της Κύπρου και τον εαυτό της ως τρίτο μέρος που προσπαθεί να βοηθήσει στην εξεύρεση λύσης.
Με την εκλογή στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας του Δημήτρη Χριστόφια νωρίς το 2008 και με ηγέτη των Τουρκοκυπρίων τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (και από το 2010 τον Ντερβίς Έρογλου) ο διακοινοτικός διάλογος άρχισε ξανά και συνεχίστηκε με μία νέα δυναμική, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και του νέου τους γενικού γραμματέα Μπαν Κι Μουν. Η Τουρκία εξακολουθεί να δηλώνει παντού ότι επείγεται για λύση του Κυπριακού. Ωστόσο στην πράξη δεν έχει προβεί σε καμιά ενέργεια που να επιβεβαιώνει αυτή της τη θέση.
Παρά τις διακηρύξεις της Τουρκίας ότι επιθυμεί ταχεία λύση του Κυπριακού, στην πράξη είναι απόλυτα κατανοητό ότι η παρατεταμένη εκκρεμότητα στο πρόβλημα ευνοεί αποκλειστικά την ίδια την Τουρκία. Εάν, όπως συμπεραίνεται, μακροπρόθεσμος στόχος της Τουρκίας είναι ο πλήρης έλεγχος της Κύπρου, τούτο μπορεί να εξυπηρετηθεί με την παγίωση των «τετελεσμένων». Σ’ αυτά τα «τετελεσμένα» κυριότερο και σημαντικότερο είναι το ζήτημα των εποίκων. Η Τουρκία μετέφερε στα χρόνια που πέρασαν και εγκατέστησε στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου πάρα πολλές χιλιάδες εποίκων, αλλάζοντας ριζικά τον δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού. Ο συνολικός αριθμός των εποίκων ξεπέρασε κατά πολύ τον αριθμό των ιδίων των Τουρκοκυπρίων. Εξάλλου πάρα πολλοί των εποίκων είναι άνθρωποι που ήδη γεννήθηκαν στην Κύπρο και αποτελούν μία νέα γενεά με ανθρώπινα δικαιώματα. Η τουρκική πολιτική του εποικισμού δεν είναι καθόλου τυχαία. Μακροπρόθεσμα το θέμα των εποίκων, εάν δεν επιλυθεί ριζικά, θα αποβεί πραγματική καταστροφή για την Κύπρο.
Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα αποτελούν οι ξένες – τουρκικές κυρίως αλλά και σε συνεργασία με τρίτους – επενδύσεις που έγιναν στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Οι επενδύσεις αυτές, με τούρκικα κεφάλαια ή και άλλων χωρών, περιλαμβάνουν την ανέγερση πολυτελών ξενοδοχείων, εξοχικών επαύλεων και τεραστίων συγκροτημάτων πολυτελών κατοικιών, ιδίως σε παράκτιες περιοχές. Η επένδυση τεραστίων κεφαλαίων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου σημαίνει ασφαλώς και την πεποίθηση ότι η όλη κατάσταση στις περιοχές αυτές θα παραμείνει υπό τον έλεγχο της Τουρκίας, έστω και έμμεσο. Η επένδυση, εξάλλου, κεφαλαίων και από άλλες χώρες δίνει στους επενδυτές αυτούς τη δυνατότητα επηρεασμού της πολιτικής των χωρών τους ως προς τη λύση του Κυπριακού, μία λύση που δεν θα επηρεάζει αλλά θα διασφαλίζει τα συμφέροντα των επενδυτών.
Στα κατεχόμενα μέρη της Κύπρου η Τουρκία έχει ιδρύσει και λειτουργεί και διάφορα πανεπιστήμια, που μεταξύ άλλων προσελκύουν και φοιτητές από άλλες χώρες. Ο τομέας της εκπαίδευσης αποτελεί άλλο ένα σκέλος της όλης πολιτικής της Τουρκίας, τόσο στην Κύπρο όσο και αλλού.
Είναι, πάντως, αποδεκτό ότι η όποια τελική λύση στο Κυπριακό, στη βάση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, θα περιλαμβάνει και κάποιες αναπροσαρμογές στο εδαφικό, με την επιστροφή μικρού τμήματος του κατεχόμενου εδάφους του νησιού στους Ελληνοκυπρίους. Είναι φανερό ότι τα μέρη που η Τουρκία προτίθεται να αποδώσει στους Ελληνοκυπρίους είναι μόνο εκείνα που δεν έχει εποικίσει και που τα κρατεί έρημα. Το γεγονός ότι τα μέρη αυτά δεν έχουν, επί τόσα χρόνια, κατοικηθεί, φανερώνει τις τελικές προθέσεις της Τουρκίας ως προς το ζήτημα αυτό. Τέτοια μέρη είναι η εκτός των τειχών περιφραγμένη πόλη της Αμμοχώστου και μερικά χωριά όπως η Άχνα και κάποια χωριά στην Τηλλυρία.