Η μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας (1570-1878) που είχε οδηγήσει την Κύπρο σε κατάσταση πλήρους παρακμής μέχρι του βαθμού της ανέχειας, τερματίστηκε το καλοκαίρι του 1878 όταν η Κύπρος απεδόθη στη Μεγάλη Βρετανία «για να κατέχεται και να διοικείται απ' αυτήν» (βλέπε λήμμα Αγγλοκρατία). Συγκεκριμένα, στις 23 Μαίου1878 η Κύπρος προσαρτάται στην Αγγλία, μετά από μυστική συμφωνία με την Τουρκία. Όπως όμως προέβλεπε η σχετική αγγλοτουρκική συμφωνία, η Κύπρος τυπικά αλλά κι επίσημα θα εξακολουθούσε να ανήκει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μάλιστα κατά το πρώτο μισό της περιόδου της Αγγλοκρατίας οι Κύπριοι (Έλληνες και Τούρκοι) εξακολουθούσαν να θεωρούνται πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επικρατούσε, έτσι, μια πολύ περίεργη κατάσταση, που μάλιστα δημιουργούσε και ποικίλα προβλήματα: Ας φανταστούμε τον Έλληνα Κύπριο της εποχής εκείνης, να διοικείται και να κατέχεται από τους Βρετανούς, να είναι υπήκοος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, να αισθάνεται Έλληνας και να προσπαθεί να διατηρήσει την ελληνική του ταυτότητα. Δεν ήταν εύκολο αυτό που τελικά κατόρθωσε.
Συναφές, όσο και ιδιαίτερα σοβαρό, ήταν και το θέμα των Κυπρίων λινοβαμβάκων. Οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν εξισλαμισθεί κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας προκειμένου να αποφύγουν διώξεις, βαριές φορολογίες και κάθε άλλου είδους καταπιέσεις (που προσπάθησαν, δηλαδή, να βρουν ένα τρόπο για να επιβιώσουν), κατά βάθος αισθάνονταν ακόμη Έλληνες και Χριστιανοί (αν όχι όλοι, αρκετοί απ' αυτούς). Μιλούσαν περισσότερο την ελληνική παρά την τουρκική, πολλοί πίστευαν στους αγίους της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και συχνά έκαναν και τάματα στις εκκλησίες και στα μοναστήρια και, γενικά, ζούσαν περισσότερο σαν Έλληνες παρά σαν Τούρκοι. Από το γεγονός αυτό εξηγείται ως ένα μεγάλο βαθμό η λεγόμενη μακρά ειρηνική (ακόμη και αδελφική) συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο, αφού δεν επρόκειτο ακριβώς για Τούρκους. Με την αλλαγή της διοίκησης και την άφιξη των Βρετανών, οι λινοβάμβακοι παρέμειναν μετέωροι. Αρκετοί απ' αυτούς προσπάθησαν τότε να επανέλθουν στις τάξεις του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού του νησιού, πλην όμως δυστυχώς δεν έγιναν αποδεκτοί. Αργότερα οι Βρετανοί τους χρησιμοποίησαν, παραδίδοντάς τους οριστικά στην τουρκική μειονότητα του νησιού, την οποία και προσπάθησαν να ενισχύσουν αριθμητικά όταν αντιμετώπισαν πλέον σοβαρά τον εθνικισμό των Ελλήνων Κυπρίων και την απαίτησή τους για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ίδια η Τουρκία απεδέχθη τελικά τους Κυπρίους λινοβαμβάκους, αντικρίζοντας το όλο ζήτημά τους θετικά, σ' αντίθεση προς την Εκκλησία της Κύπρου που το είχε αντικρίσει αρνητικά. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ πιθανό η Τουρκία να είχε και την αγγλική συμβουλή. Πάντως γεγονός παραμένει ότι το θέμα των λινοβαμβάκων εξυπηρέτησε τελικά την Τουρκία και τα συμφέροντά της. Απόγονοι αυτών των λινοβαμβάκων είναι αρκετοί από τους σημερινούς Τουρκοκυπρίους, μάλιστα μερικοί απ' αυτούς έχουν ακόμη συναίσθηση της καταγωγής τους.
Σημαντικό ήταν, κατά την περίοδο αυτή, το ζήτημα της καταβολής από τους Κυπρίους του φόρου υποτελείας στην Τουρκία, για την κατάργηση του οποίου χρειάστηκαν μακρόχρονες σκληρές προσπάθειες. Ο απεχθής αυτός φόρος προβλεπόταν από την αγγλοτουρκική συμφωνία του 1878 κι έπρεπε να πληρώνεται στην Υψηλή Πύλη. Ανερχόταν στο τεράστιο για την εποχή ποσό των 92.800 περίπου λιρών, το δε ποσόν είχε υπολογιστεί με βάση τον μέσο όρο του πλεονάσματος στις εισπράξεις επί των δημοσίων δαπανών κατά τα τελευταία 5 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Δεδομένου ότι ο συνολικός πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν τότε σε 186.000 κατοίκους περίπου, η αναγκαστική εισφορά αναλογούσε σε μισή περίπου λίρα για κάθε Κύπριο, άντρα, γυναίκα και παιδί, ποσό τεράστιο υπό τις τότε οικονομικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα το ποσόν αυτό, που κάθε χρόνο αφαίμασσε την Κύπρο, ουδέποτε δόθηκε στον σουλτάνο. Το κατακρατούσε η Αγγλία για αποπληρωμή ενός ομολογιακού αγγλογαλλικού δανείου που είχε πάρει η Τουρκία το 1855, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου. Δηλαδή οι Άγγλοι έπαιρναν το ψωμί από το στόμα των Κυπρίων, για να πάρουν τα χρήματά τους κάποιοι ιδιώτες κεφαλαιοκράτες που είχαν δανείσει την Τουρκία. Το παράλογο της αφαίμαξης αυτής είχε διαπιστώσει κι αυτός ο Γουΐνστον Τσέρτσιλ* όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το 1907, οπότε στο Λονδίνο δήλωσε πως: δεν υπάρχει θέαμα πιο μισητό από την καταπίεση μιας μικρής κοινότητας από μια μεγάλη δύναμη με σκοπό το χρηματικό κέρδος.
Από το 1907 και ύστερα η Βρετανία κατέβαλλε στους ομολογιούχους ένα ετήσιο ποσό 50.000 λιρών, οπότε η αφαίμαξη του νησιού περιορίστηκε πιο κάτω από το μισό. Από το 1927 η φορολογία αυτή καταργήθηκε, κι αντικαταστάθηκε με άλλη, ύψους 10.000 λιρών, που χαρακτηρίστηκε σαν κυπριακή «συνεισφορά» στην αυτοκρατορική άμυνα. Ωστόσο η πολύχρονη απομύζηση της φτωχής Κύπρου από την Αγγλία χάριν της Τουρκίας στέρησε τη δυνατότητα εκτέλεσης σημαντικών έργων υποδομής και άλλων στην ίδια την Κύπρο που ακολουθούσε την οδό της προόδου με απαράδεκτα αργό ρυθμό.
Αξίζει επίσης ν' αναφερθεί εδώ και μια άλλη σημαντική πτυχή του όλου θέματος των ποικίλων σχέσεων Κύπρου-Ελλάδας-Τουρκίας: Η συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών πολεμιστών σε όλους ανεξαίρετα τους αγώνες και πολέμους των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Εκτός από την αρκετά μεγάλη συμμετοχή των Κυπρίων αγωνιστών στην ελληνική επανάσταση του 1821 (βλέπε λήμμα ελληνική επανάσταση και Κύπρος), Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν και σε όλους τους ελληνοτουρκικούς πολέμους που ακολούθησαν, περιλαμβανομένων των αγώνων της Κρήτης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, του άτυχου πολέμου του 1897, του Μακεδονικού αγώνα, των Βαλκανικών πολέμων, κι αργότερα μετείχαν στον Μικρασιατικό αγώνα. Θα πρέπει ακόμη ν' αναφερθεί ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, οπότε η Τουρκία τάχθηκε με το μέρος της Γερμανίας, η δε Ελλάδα βρισκόταν στο αντίθετο στρατόπεδο, και πάλι πολλοί Έλληνες Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν από τις τάξεις του ελληνικού στρατού σε διάφορα μέτωπα.
Σε μερικές περιπτώσεις, όπως ιδίως κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η μαζική αναχώρηση Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών για την Ελλάδα ανησύχησε τις αγγλικές αρχές που μάλιστα ζήτησαν εξηγήσεις από το τότε ελληνικό προξενείο της Λάρνακας. Υπήρξαν, βέβαια, και τουρκικές αντιδράσεις και παραστάσεις προς την Αγγλία για το θέμα αυτό, όταν μάλιστα οι Έλληνες Κύπριοι εθελοντές που έφευγαν για να πολεμήσουν κατά των Τούρκων ήταν ακόμη Τούρκοι υπήκοοι. Ωστόσο θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι οι βρετανικές αρχές δεν πήραν μέτρα για παρεμπόδιση των εθελοντών από του να αναχωρήσουν από την Κύπρο. Μάλιστα ο τότε ύπατος αρμοστής της Κύπρου σερ Γουώλτερ Σένταλ*, απαντώντας σε διαμαρτυρίες των Τούρκων της Κύπρου, είπε ότι κι αυτοί θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να φύγουν για να πολεμήσουν στις τάξεις του τουρκικού στρατού.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου η Τουρκία ετάχθη στο πλευρό της Γερμανίας κι εναντίον της Αγγλίας. Ως εκ του γεγονότος αυτού η Αγγλία κήρυξε, στις 5.11.1914, ως άκυρη την αγγλοτουρκική συμφωνία του 1878 βάσει της οποίας είχε καταλάβει την Κύπρο, και προσάρτησε το νησί στη βρετανική επικράτεια.
Την εξέλιξη αυτή οι Κύπριοι την είδαν ως θετική, όπως δε ανέφερε κι ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Β' σε επιστολή του προς τον Άγγλο αρμοστή σερ Χάμιλτον Γκουλντ Άνταμς, η πολιτική αυτή μεταβολή σήμαινε την οριστική απαλλαγή της Κύπρου από την τουρκική κυριαρχία. Δεν παρέλειψε, βέβαια, να τονίσει ότι θεωρούσε ως προσωρινό το νέο καθεστώς, κι ως σταθμό προς το τέρμα που θα έπρεπε να ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.