Η κοντινή, σχετικά, απόσταση της Κύπρου από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, επέτρεψε την ανάπτυξη σχέσεων, βασικά εμπορικών, της Κύπρου με την ακτή αυτή από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια. Μάλιστα, πιστεύεται από πολλούς ότι πιθανόν αυτοί οι ίδιοι οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου είχαν φθάσει στο νησί από τις κοντινές ακτές της Μικράς Ασίας (στα βόρεια) και της Συροπαλαιστίνης (στα ανατολικά). Τούτο όμως δεν είναι απόλυτα βέβαιο, τουλάχιστον ως προς τη χρονική περίοδο κατά την οποία συνέβη ο αποικισμός αυτός της Κύπρου, δεδομένου ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Νεολιθικός πολιτισμός του νησιού αναπτύχθηκε ως συνέχεια κάποιου παλαιότερου πολιτισμού (Μεσολιθικού), του οποίου όμως δεν έχουν ακόμη βρεθεί επαρκή ίχνη.
Είναι, πάντως, πολύ πιθανό ότι κατά τη Νεολιθική περίοδο άποικοι από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή είχαν φθάσει στην Κύπρο και προσετέθησαν στους κατοίκους της, ιδίως κατά τη Νεολιθική II περίοδο (3500-3000 π.Χ.). Η ιδιότυπη αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, του νεολιθικού συνοικισμού στην Καλαβασό Α' θυμίζει την αρχιτεκτονική των κατοικιών της Beersheba στην Παλαιστίνη, πράγμα που οδήγησε στη διατύπωση της θεωρίας πως ο νέος (για την Κύπρο) αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός οφειλόταν σε νέους αποίκους που έφθασαν από τη Συροπαλαιστινιακή ακτή (Β. Καραγιώργης, Ἀρχαία Κύπρος, Αθήνα, 1978, σ. 25).
Οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με τη Συροπαλαιστινιακή ακτή (όπως και με τη Μικρά Ασία, την Κρήτη κ.α. περιοχές) αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά την ανακάλυψη του πολύτιμου χαλκού στην Κύπρο. Μάλιστα σε κείμενα που ανακαλύφθηκαν στην Ebla της Συρίας, η Κύπρος αναφέρεται ήδη από την εποχή της Πρώιμης Χαλκοκρατίας ως χαλκοπαραγωγός χώρα με το όνομα Αλάσια*. Παρόμοιες αναφορές υπάρχουν και σε μεταγενέστερες περιόδους σε συριακά κείμενα, όπως λ.χ. σε κείμενα της συριακής πόλης Μαρί (17ος π.Χ. αιώνας). Κατά την ίδια περίοδο έχουμε επαρκείς μαρτυρίες, από ευρήματα ανασκαφών, για πυκνές εμπορικές επαφές μεταξύ Κύπρου και Συροπαλαιστινιακής ακτής, που αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο κατά τις περιόδους της Μέσης και της Ύστερης εποχής του Χαλκού, οπότε δεν βρίσκονται μόνο στην Κύπρο εισαγμένα αντικείμενα, αλλά βρίσκονται και κυπριακά αντικείμενα εξαγόμενα στη Συροπαλαιστίνη, όπως και στην Αίγυπτο και αλλού. Μάλιστα οι αυξημένες αυτές εμπορικές δραστηριότητες συνέβαλαν σημαντικά στο να δοθεί μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της ανατολικής ακτής της Κύπρου, όπου άκμασαν σπουδαίοι συνοικισμοί (Έγκωμη, Καλοψίδα κάπως προς τα ενδότερα, και μια άλλη πόλη που μόλις πριν από δύο δεκαετίες άρχισε ν' αποκαλύπτεται, κοντά στην αλυκή της Λάρνακας και δίπλα στο τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ). Αλλά και το φρούριο της Νιτοβίκλας* στην Καρπασία θυμίζει απομίμηση προτύπων της Συροπαλαιστίνης. Το ίδιο παρατηρείται και στην ταφική αρχιτεκτονική ιδίως σε περιοχές της Καρπασίας (Παλαιοσκούτελλα). Είναι φανερό ότι οι ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της Κύπρου είχαν δεχθεί σημαντικές επιρροές από την απέναντι Συροπαλαιστινιακή ακτή, με την οποία (όπως ήταν πολύ φυσικό) διατηρούσαν εμπορικές και, κατ' ακολουθίαν, άλλες σχέσεις.
Κατά την περίοδο της Μέσης εποχής του Χαλκού και αργότερα (Ύστερη εποχή του Χαλκού), απαντάται στο νησί ένα νέο είδος κεραμικής με αγγεία που είτε εισάγονταν στην Κύπρο, είτε παράγονταν εδώ. Πρόκειται για είδος κεραμικής που πιστεύεται ότι είχε αναπτυχθεί στη Συρία, και που είναι γνωστή ως συριακή δίχρωμη τροχήλατη κεραμική. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ακόμη ισχυρή απόδειξη των σχέσεων Κύπρου - Συροπαλαιστίνης. Ωστόσο πρόσφατες έρευνες θεωρούν τον συριακό αυτό ρυθμό της αγγειοπλαστικής ως κυπριακό. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η Κύπρος επηρέασε τη Συρία, κι όχι αντίστροφα. Επειδή δε πολλά τέτοια αγγεία απεδείχθη ότι είναι κατασκευασμένα από κυπριακό πηλό, σημαίνει ότι αυτά δεν είχαν εισαχθεί αλλά κατασκευαστεί στην Κύπρο, πιθανότατα από τεχνίτες που ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στο νησί από τη βόρεια Συρία. Η ανεύρεση τέτοιων αγγείων όχι μόνο στην Έγκωμη αλλά και στη βορειοδυτική Κύπρο (Μόρφου, Αγία Ειρήνη) και η ανεύρεση κι άλλων (εισαγμένων) αντικειμένων σε τάφους (Λάπηθος), φανερώνει ότι οι σχέσεις με τη Συροπαλαιστίνη επεκτάθηκαν και με άλλες περιοχές του νησιού, πέρα από τις ανατολικές και τις νοτιοανατολικές.
Οι επαφές με τη Συροπαλαιστίνη αντικατοπτρίζονται και σε γλωσσολογικά στοιχεία, σύμφωνα προς μια θεωρία κατά την οποία η γλώσσα των πινακίδων της Κυπρομινωικής γραφής είναι χουρριτική. Σύμφωνα δε προς άλλη θεωρία οι Κύπριοι δανείστηκαν τη γλώσσα των Κρητών μέσω της Συρίας, πιο συγκεκριμένα δε της συριακής κοσμοπολίτικης εμπορικής πόλης Ουγκαρίτ στην οποία φαίνεται να είχαν εμπορικές αποικίες και οι Κρήτες και οι Κύπριοι. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι Χουρρίτες ίσως είχαν ιδρύσει μικρές αποικίες στην Κύπρο, βασισμένη τόσο στη θεωρία για την Κυπρομινωική γραφή, όσο και στον ρυθμό της συριακής δίχρωμης τροχήλατης κεραμικής, και σε άλλα στοιχεία. Βέβαια οι διάφορες θεωρίες παραμένουν ως τέτοιες, γιατί δεν είναι δυνατό ν' αποδειχθούν.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός πάντως είναι ότι η Κύπρος, λόγω της γεωγραφικής θέσης της αλλά και του χαλκού και της ξυλείας της και άλλων ακόμη προϊόντων της, διατηρούσε πυκνότατες σχέσεις τόσο με τη Συροπαλαιστίνη, όσο και με την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη και γενικότερα το Αιγαίο. Ήταν, έτσι, φυσικό ν' αποκτήσει ένα έντονο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, ιδίως κατά την περίοδο της Τελευταίας εποχής του Χαλκού, και να δεχθεί πλείστες όσες επιδράσεις۠ ακόμη περισσότερο μάλιστα, να γίνει και η γέφυρα τέτοιων επιδράσεων στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης στον μεσογειακό χώρο.
Από τον 14ο π.Χ. αιώνα κ.ε. εγκαθίστανται στην Κύπρο οι Μυκηναίοι, λίγο δε αργότερα το νησί θα δεχθεί τον μαζικό ελληνικό αποικισμό (Αχαιοί) και τελεσίδικα θα εξελληνιστεί. Είναι χαρακτηριστική η ανεύρεση μεγάλου αριθμού μυκηναϊκών αγγείων, ιδίως κατά τον 14ο-13ο π.Χ. αιώνα, τόσο στην Κύπρο όσο και στη Συροπαλαιστινιακή ακτή.
Ακολουθεί η δραστηριότητα των «Λαών της Θάλασσας» (των γνωστών ως Φιλισταίων) που πιθανότατα έπληξαν με επιδρομές και την Κύπρο, όπως έπληξαν και τη Συροπαλαιστίνη. Πιστεύεται μάλιστα ότι κατά την εποχή αυτή (13ος-12ος π.Χ. αιώνας) Συροπαλαιστίνιοι πρόσφυγες, διωγμένοι από τους «Λαούς της Θάλασσας», κατέφυγαν στην Κύπρο όπου κι εγκαταστάθηκαν. Η άποψη αυτή βασίζεται σε νέα ανατολικά στοιχεία που εμφανίζονται να επηρεάζουν τις κυπριακές τέχνες αυτή την περίοδο. Τελικά οι Φιλισταίοι καταβλήθηκαν από τον φαραώ της Αιγύπτου Ραμσή Γ', περί το 1191 π.Χ., κι εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη.
Σχέσεις Κύπρου - Συρίας, κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα, υποδηλώνονται και στα κείμενα των γνωστών πινακίδων της Αμάρνα* (Αίγυπτος). Μεταξύ των πολλών (περίπου 300) αυτών πινακίδων είναι και διάφορες επιστολές που είχαν σταλεί στους Αιγυπτίους φαραώ Αμενχοτέπ Γ' και Δ' από τους ηγεμόνες της Παλαιστίνης, της Φοινίκης, της νότιας Συρίας και της Κύπρου, ή και αντίγραφα απαντητικών επιστολών των δύο φαραώ.
Αλλά οι βασιλιάδες της Κύπρου (Αλασίας) διατηρούσαν αλληλογραφία και με ηγεμόνες της Συρίας, όπως λ.χ. ο βασιλιάς της Ουγκαρίτ, όπως αποδεικνύεται σε κείμενα του 13ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκαν στην Ουγκαρίτ (Ugarit) της Συρίας.
Όπως προκύπτει από τέτοια κείμενα αλληλογραφίας των βασιλιάδων της Κύπρου (Αλασίας) με φαραώ ή Σύρους βασιλιάδες, οι Κύπριοι ηγεμόνες ήσαν ισότιμοι προς αυτούς (βλέπε και λήμμα Αλασία ή Αλάσια).
Οι στενές, τέλος, σχέσεις Κύπρου και Συρίας αντανακλώνται και στον αρχαίο μύθο της Αμυκής* ή Κιττίας, που θεωρείται ως η προσωποποίηση της πεδιάδας Αμκ της Συρίας. Σύμφωνα προς τον μύθο, η Αμυκή ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Κύπρου Σαλαμίνου και παντρεύτηκε τον Κάσο, γιο του Ινάχου, που σχετίζεται προς το όρος Κάσιος της πελοποννησιακής Αργολίδος. Η Αμυκή και ο Κάσος πήγαν στη Συρία, ακολουθούμενοι από πολλούς Κυπρίους, κι εγκαταστάθηκαν στην ακρόπολη της μετέπειτα πόλης Αντιγονίας, μαζί με πολλούς Κρήτες αποίκους. Απόγονοι αυτών των Κυπρίων και Κρητών μεταφέρθηκαν από τον Σέλευκο (όταν αυτός κατέστρεψε την Αντιγόνια) και πήραν μέρος στην ίδρυση της περίφημης πόλης Αντιόχειας της επί του Ορόντη ποταμού. Η πεδιάδα Αμκ της Συρίας (στην οποία ετάφη η Αμυκή κι απ' όπου πήρε την ονομασία), αναφέρεται με το όνομα αυτό ήδη από τον 14ο π.Χ. αιώνα. Η δε παράδοση περί της Αμυκής εντάσσεται ασφαλώς στον ευρύτερο κύκλο των σχέσεων Συρίας -Παλαιστίνης και Κύπρου, ακόμη και Κρήτης, που αντανακλώνται και στον δεύτερο Ομηρικό ύμνο.