Πρώτη Σταυροφορία (1095-1099): Η Σταυροφορία αυτή ξεκίνησε ύστερα από τα φανατικά κηρύγματα του Πέτρου του Ερημίτη και του Βάλτερ του Ενδεούς, που συγκέντρωσαν γύρω τους τεράστιο πλήθος πιστών, με την ευλογία και του πάπα Ουρβανού Δ'. Οι δυο φανατικοί καλόγεροι, Πέτρος και Βάλτερ, ηγήθηκαν του πλήθους των χωρικών που διέσχισαν την Ουγγαρία και τη Βαλκανική, λεηλατώντας στο πέρασμά τους τούς χριστιανικούς πληθυσμούς, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός τους υποδέχθηκε φιλικά, και τελικά πέρασαν στη Μικρά Ασία. Άλλο τμήμα της Σταυροφορίας, οργανωμένο αυτό, ξεκίνησε το 1096 και κατευθυνόταν από τον ίδιο τον πάπα. Η πρώτη αυτή Σταυροφορία κατέληξε, ύστερα από σκληρές μάχες σε διάφορες περιοχές, στην πολιορκία της Ιερουσαλήμ, την οποία οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τον Ιούλιο του 1099, διενεργώντας κι εκτεταμένες σφαγές του πληθυσμού της. Ιδρύθηκαν, τότε, τα πρώτα χριστιανικά μεσαιωνικά κρατίδια από τους Σταυροφόρους, όπως και το βασίλειο των Ιεροσολύμων με πρώτο βασιλιά τον Γοδεφρείγο ντε Μπουγιόν. Λίγο αργότερα ο Γοδεφρείγος πέθανε και βασιλιάς των Ιεροσολύμων ανακηρύχθηκε ο αδελφός του Βαλδουίνος. Εκτός από το βασίλειο των Ιεροσολύμων, που θα σχετιζόταν αργότερα πολύ στενά με το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου, ιδρύθηκαν επίσης οι κομητείες της Έδεσσας και της Αντιόχειας. Αργότερα, όταν οι κομητείες αυτές θα χάνονταν, θα παρέμεναν οι τίτλοι των κομήτων Έδεσσας και Αντιόχειας, που απαντώνται στο βασίλειο της Κύπρου. Η Έδεσσα (στη Συρία) κατακτήθηκε ξανά από τους Μουσουλμάνους το 1144, οι οποίοι απειλούσαν επίσης την Αντιόχεια και την ίδια την Ιερουσαλήμ. Οι Λατίνοι της Συρίας και Παλαιστίνης ζήτησαν τότε τη βοήθεια του πάπα. Ο τότε πάπας Ευγένιος Γ' κήρυξε το 1145 νέα Σταυροφορία.
Η πρώτη Σταυροφορία δεν επηρέασε άμεσα την Κύπρο, επαρχία τότε της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά έμμεσα. Επηρέασε όμως άμεσα άλλα εδάφη της αυτοκρατορίας, καθώς και την ίδια την Κωνσταντινούπολη απ' όπου πέρασε. Η ίδρυση, κατά την πρώτη Σταυροφορία, του βασιλείου των Ιεροσολύμων και άλλων ηγεμονιών στη Συρία και Παλαιστίνη, σήμαινε μόνιμη στο εξής παρουσία των Λατίνων στην Ανατολή. Μια παρουσία που, έναν περίπου αιώνα αργότερα, επρόκειτο να επεκταθεί και στην Κύπρο.
Δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149): Η δεύτερη Σταυροφορία, που σκοπό είχε να σώσει τους Αγίους Τόπους από την απειλή των Μουσουλμάνων, έγινε υπό την ηγεσία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' και του αυτοκράτορα της Γερμανίας Κονράδου Γ΄. Το Βυζάντιο, που επίσης απειλείτο από τους Μουσουλμάνους, προσπάθησε να βοηθήσει τους Σταυροφόρους αλλά και πάλι υπέφερε πολλά απ' αυτούς. Από την Κωνσταντινούπολη πέρασε τον Σεπτέμβριο του 1147 ο Κονράδος Γ', που λίγο αργότερα πέρασε στη Μικρά Ασία όπου νικήθηκε κατά κράτος από τους Σελτζούκους. Τον Οκτώβριο του 1147 έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και ο Λουδοβίκος Ζ'. Με τη βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α', ο Λουδοβίκος έδρασε στη Μικρά Ασία. Οι Σταυροφόροι έφθασαν μέχρι τα Ιεροσόλυμα, όπου όμως σημειώθηκαν διαφωνίες μεταξύ τους, ιδίως σχετικά με επίθεση κατά της Δαμασκού. Έτσι οι Σταυροφόροι (όσοι απέμειναν) γύρισαν στην Ευρώπη το 1149.
Η δεύτερη Σταυροφορία επηρέασε έμμεσα την Κύπρο, που ήταν επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Τα κράτη των Σταυροφόρων στη Συροπαλαιστίνη, που σταθεροποιήθηκαν με τη δεύτερη Σταυροφορία, απετέλεσαν θανάσιμη απειλή κατά της Κύπρου, όπως απεδείχθη σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση ήταν η επιδρομή του «ευγενούς» Ρενώ (Ρεϋνάλδου) ντε Σιατιγιόν κατά της Κύπρου το 1155-56, την οποία κούρσεψε και λεηλάτησε απ' άκρη σ' άκρη, ορμώμενος από το πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η επιδρομή κατά της Κύπρου και η λεηλασία της λίγα χρόνια αργότερα, από τον Ραϋμόνδο Γ' της Τριπόλεως το 1161.
Η θέση της Κύπρου είχε καταστεί περισσότερο δεινή μετά τη σταθεροποίηση των Σταυροφόρων στη Συροπαλαιστίνη και την ίδρυση εκεί διαφόρων φράγκικων κρατών. Τώρα το νησί δεν βρισκόταν μόνο μεταξύ Βυζαντινών και Μουσουλμάνων, αλλά μεταξύ Βυζαντινών, Μουσουλμάνων και Σταυροφόρων. Μάλιστα τις πιο καταστροφικές επιδρομές — αυτής της εποχής — δέχθηκε από τα σταυροφορικά κράτη της Συρίας. Οι δυο προαναφερθείσες επιδρομές, του 1155-56 και του 1161, από τις οποίες η Κύπρος υπέφερε τα πάνδεινα, έγιναν επειδή οι δυο αρχηγοί των δυο επιδρομών είχαν δυσαρεστηθεί από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό.
Η ίδρυση, εξάλλου, πολλών μικρών σταυροφορικών κρατών στη Συροπαλαιστίνη ίσως είχε εμπνεύσει και τον Ισαάκιο Κομνηνό να ιδρύσει δικό του, ανεξάρτητο κράτος στην Κύπρο, την οποία κι απέσπασε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1185, λίγο πριν από τη μοιραία, για το νησί, τρίτη Σταυροφορία.
Τρίτη Σταυροφορία (1188-1192): Η τρίτη Σταυροφορία είχε σημαντικότατες επιπτώσεις επί της Κύπρου, της οποίας την ιστορική πορεία άλλαξε και διαφοροποίησε ριζικά. Είχαν προηγηθεί σημαντικά γεγονότα στην Ανατολή, όπου ο Σαλαντίν της Αιγύπτου είχε κηρύξει «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ) κατά των Σταυροφόρων κι είχε αρχίσει να καταλύει το ένα μετά το άλλο τα σταυροφορικά κράτη. Αποκορύφωμα των επιτυχιών του Σαλαντίν ήταν η κατάληψη της ίδιας της Ιερουσαλήμ το 1187 και η διάλυση του φράγκικου βασιλείου των Ιεροσολύμων. Λίγα εδάφη παρέμειναν στα χέρια των Σταυροφόρων και λίγες δυνάμεις τους απέμειναν, ενώ την αντίσταση συνέχιζε ο Γκυ ντε Λουζινιάν (βασιλιάς των Ιεροσολύμων μετά τον γάμο του με την περιβόητη βασίλισσα Σίβυλλα, κι αργότερα κύριος της Κύπρου).
Η πτώση της Ιερουσαλήμ προκάλεσε σεισμό στην Ευρώπη, όπου οργανώθηκε αμέσως μια νέα Σταυροφορία, η τρίτη, επικεφαλής της οποίας είχαν τεθεί τρεις εστεμμένοι: οι βασιλιάδες της Αγγλίας Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος, κι ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα. Ο τελευταίος, αφού πέρασε από τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (όχι χωρίς προβλήματα) στη Μικρά Ασία, πνίγηκε στην προσπάθειά του να περάσει έφιππος τον ποταμό Καλύκανδο (τον Ιούνιο του 1190). Οι δυνάμεις του έφθασαν, ύστερα από περιπέτειες και σκληρές μάχες, στην Αντιόχεια όπου ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους.
Οι δυο βασιλιάδες, Φίλιππος και Ριχάρδος, είχαν αργήσει να ξεκινήσουν λόγω σοβαρών μεταξύ τους διαφωνιών. Τελικά έφθασαν κι αυτοί στην Αγία Γη το καλοκαίρι του 1191, διά θαλάσσης. Καθ' οδόν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος αποβιβάστηκε στην Κύπρο όπου συγκρούστηκε με τον αυτοανακηρυχθέντα ηγεμόνα του νησιού Ισαάκιο Κομνηνό. Ο Ισαάκιος ηττήθηκε κι ο Ριχάρδος κατέλαβε την Κύπρο, την οποία και λεηλάτησε. Μεταξύ εκείνων που βοήθησαν τον Ριχάρδο ήταν και ο Γκυ ντε Λουζινιάν.
Στους Αγίους Τόπους οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Άκρα (Πτολεμαΐδα) αλλά απέτυχαν να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ. Η Σταυροφορία τερματίστηκε τον Οκτώβριο του 1192, με την αναχώρηση του Ριχάρδου στις 9 Οκτωβρίου. Πριν φύγει για να επιστρέψει στην Ευρώπη, ο Ριχάρδος προσπάθησε να λύσει τις σοβαρές διαφορές μεταξύ των Σταυροφόρων της Ανατολής, και βασικά τις διαφορές για τον θρόνο των Ιεροσολύμων μεταξύ του Γκυ ντε Λουζινιάν και του Κονράδου του Μομφερρατικού. Ο τελευταίος κατόρθωσε να επιβληθεί και να ορκιστεί βασιλιάς των Ιεροσολύμων, λίγο πριν δολοφονηθεί. Ουσιαστικά όμως βασίλειο δεν υπήρχε γιατί οι Σταυροφόροι απέτυχαν να το ανακαταλάβουν. Αργότερα ο τίτλος του βασιλιά των Ιεροσολύμων, όπως και διάφοροι άλλοι τίτλοι του (πριγκίπων και κομήτων) θα περνούσαν στη βασιλική οικογένεια της Κύπρου.
Στο μεταξύ ο Γκυ ντε Λουζινιάν είχε παραμείνει χωρίς βασίλειο. Πριν αναχωρήσει για την Ευρώπη ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πώλησε σ' αυτόν την Κύπρο, αφού το νησί παρέμεινε για πολύ σύντομο διάστημα στην κατοχή των Ναϊτών. Έτσι ένα από τα αποτελέσματα της τρίτης Σταυροφορίας ήταν η κατάκτηση της Κύπρου και η οριστική αποκοπή της από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν έγινε κύριος της Κύπρου το 1192 αλλά πέθανε δυο χρόνια αργότερα. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αμάλριχος που προχώρησε στην οργάνωση του νησιού σε βασίλειο, το οποίο κι αναγνωρίστηκε επίσημα το 1197, με πρώτο βασιλιά τον ίδιο. Έτσι η Κύπρος έγινε κι αυτή ένα σταυροφορικό κράτος, που όμως θ' ακολουθούσε μια δική του πορεία υπό τη δυναστεία των Λουζινιανών.
Τέταρτη Σταυροφορία (1201-1204): Μετά την αποτυχία της τρίτης Σταυροφορίας, ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Ερρίκος Στ' (γιος του Βαρβαρόσσα) κήρυξε μια δική του Σταυροφορία κι έστειλε δυνάμεις του το 1197 που έφθασαν μέχρι τη Βηρυτό. Εκεί έμαθαν όμως τον θάνατο του αυτοκράτορά τους, που συνέβη στο μεταξύ, και διαλύθηκαν. Ο νέος και ιδιαίτερα φιλόδοξος πάπας Ιννοκέντιος Γ' κήρυξε τότε την τέταρτη Σταυροφορία. Η συμμετοχή της Βενετίας σ' αυτήν διαφοροποίησε τελικά πλήρως τους στόχους της Σταυροφορίας που, αντί να απελευθερώσει τους Αγίους Τόπους, εστράφη κατά του Βυζαντίου με αποτέλεσμα την κατάληψη ακόμη και της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, τη λεηλασία της και τον σφαγιασμό των κατοίκων της.
Η Σταυροφορία αυτή ενώ είχε σκοπό και στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω μιας εισβολής στην Αίγυπτο, παρέκλινε από τον στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη στις 17 Ιουλίου 1203, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Ως ιστορικό γεγονός, η Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων συμφερόντων και συναισθημάτων: θρησκευτικά αισθήματα, ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη και περιπέτειες και υλικά κέρδη από την άλλη πλευρά.
Πέμπτη Σταυροφορία (1218-1221): Η νέα αυτή Σταυροφορία κηρύχθηκε και πάλι από του πάπα Ιννοκέντιο Γ', αλλά πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατό του. Επικεφαλής της Σταυροφορίας ετέθη ο Γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β, ενώ συμμετείχαν και άλλοι ηγεμόνες μεταξύ των οποίων και ο Λεοπόλδος Ζ' της Αυστρίας. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τελικά ο Φρειδερίκος Β' δεν συμμετείχε προσωπικά σ' αυτή τη Σταυροφορία αλλά στην επόμενη. Μερικοί μάλιστα θεωρούν ότι η αποτυχία της οφείλεται κυρίως στην απουσία του αυτοκράτορα. Οι Σταυροφόροι, ύστερα από διάφορες επιχειρήσεις στην Παλαιστίνη (Άκρα κυρίως), στράφηκαν κατά της Αιγύπτου και κατέλαβαν τη Δαμιέττη τον Νοέμβριο του 1219. Στη συνέχεια όμως απέτυχαν, εγκατέλειψαν τη Δαμιέττη και έφυγαν από την Αίγυπτο για την Παλαιστίνη, όπου και διαλύθηκαν. Σημαντικό ρόλο στη Σταυροφορία αυτή διαδραμάτισε κι ο αντιπρόσωπος του πάπα Πελάγιος που σχετίστηκε άμεσα και με την Κύπρο (βλέπε λήμμα Πελάγιος).
Εξάλλου στη Σταυροφορία αυτή, καθώς και στις δυο επόμενες, πήραν μέρος και ιππότες κι ευγενείς από το βασίλειο της Κύπρου.
Έκτη Σταυροφορία (1228-1230): Της Σταυροφορίας αυτής ηγήθηκε ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Β', αν και αφορισμένος από τον πάπα Γρηγόριο Θ' με τον οποίο βρισκόταν σε σύγκρουση (όπως και με τον προκάτοχό του πάπα Ονώριο Γ'). Ο Φρειδερίκος Β' κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας του πέρασε από την Κύπρο και τον Σεπτέμβριο του 1228 αποβιβάστηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, όπου όμως οι Λατίνοι του υποδέχθηκαν ψυχρά λόγω του αφορισμού του. Ο Φρειδερίκος Β' ζήτησε τότε από τον σουλτάνο της Αιγύπτου Μελίκ ελ-Καμέλ την αποκατάσταση του βασιλείου των Ιεροσολύμων. Μεταξύ των δύο υπεγράφη τελικά συμφωνία τον Φεβρουάριο του 1229, κι ο Φρειδερίκος Β' εισήλθε χωρίς μάχη στην Ιερουσαλήμ. Εκεί στέφθηκε μόνος του βασιλιάς, ενώ ο πάπας Ονώριος κήρυξε και την Ιερουσαλήμ και την Άκρα ως απαγορευμένες πόλεις επειδή είχαν δεχθεί τον αφορισμένο αυτοκράτορα. Τελικά ο Φρειδερίκος Β' αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφού άφησε στην Παλαιστίνη ισχυρές φρουρές, κατά των οποίων, όμως, ετάχθησαν οι εκεί βαρωνίες των Χριστιανών. Ωστόσο το 1230 ο πάπας συμφιλιώθηκε με τον αυτοκράτορα, ήρε τον αφορισμό του κι αναγνώρισε τη συνθήκη που είχε υπογράψει ο Φρειδερίκος Β' με τον ελ-Καμέλ. Πάντως οι διαφορές μεταξύ των δυνάμεων του Φρειδερίκου στη Συροπαλαιστίνη και των εκεί Λατίνων συνεχίστηκαν, μάλιστα επεκτάθηκαν και στην Κύπρο προς την οποία είχε επίσης στραφεί και η προσοχή του Γερμανού αυτοκράτορα. Συγκεκριμένα ο Φρειδερίκος Β' προσπάθησε να θέσει υπό τον έλεγχό του το βασίλειο της Κύπρου, δρώντας ως «κηδεμόνας» του ανήλικου, τότε, βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' . Εγκατέστησε μάλιστα και δικές του φρουρές στο νησί. Στα σχέδια του Γερμανού αυτοκράτορα αντιτάχθηκαν τα μέλη της ισχυρής οικογένειας των Ιβελίνων (ντ' Ιμπελέν) κι άλλοι ευγενείς, των οποίων οι δυνάμεις τελικά κατατρόπωσαν τα εις Κύπρον στρατεύματα του Φρειδερίκου Β' (βλέπε λήμμα Αγριδίου μάχη).
Οι Ιβελίνοι πολέμησαν τις δυνάμεις του Φρειδερίκου και στην Συροπαλαιστίνη, στη δε διαμάχη μεταξύ αυτών και των αυτοκρατορικών πήραν μέρος και δυνάμεις Γενουατών, Βενετών, Πιζανών και άλλων που είχαν εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Η διαμάχη συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, με στρατιωτικές ενισχύσεις κι από την Ευρώπη, κατά καιρούς, ώσπου τελικά οι Μουσουλμάνοι υπερίσχυσαν και πάλι, με αποκορύφωμα την άλωση και πάλι της Ιερουσαλήμ τον Σεπτέμβριο του 1244.
Στη μακρά αυτή σύγκρουση όχι μόνο μεταξύ των ιδίων των χριστιανικών δυνάμεων αλλά και μεταξύ αυτών και των Μουσουλμάνων, αναμείχθηκαν και πολλοί Κύπριοι ευγενείς και ιππότες.
Έβδομη Σταυροφορία (1248-1250): Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Μουσουλμάνους τον Σεπτέμβριο του 1244, ο πάπας Ιννοκέντιος Δ' κήρυξε μια νέα Σταυροφορία το 1245. Οι συνεχιζόμενες όμως έριδες μεταξύ των ηγεμόνων της Ευρώπης την καθυστέρησαν. Τελικά την ευθύνη και αρχηγία της νέας Σταυροφορίας ανέλαβε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ ', ο επικαλούμενος «Άγιος», που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1248 από τη Μασσαλία με στόλο από 100 περίπου πλοία και 35.000 άνδρες. Ο Λουδοβίκος έφθασε στην Κύπρο όπου πέρασε τον χειμώνα του (ο στρατός του στρατοπέδευσε κοντά στη Λεμεσό και τα πλοία του παρέμειναν στον κόλπο της πόλης). Ο Λουδοβίκος χρησιμοποίησε την Κύπρο ως ορμητήριό του τον επόμενο χρόνο (1249) για να επιτεθεί στην Αίγυπτο. Η Κύπρος χρησιμοποιήθηκε, επίσης, κι ως βάση ανεφοδιασμού του στρατεύματός του. Στην εκστρατεία κατά της Αιγύπτου τον Γάλλο βασιλιά ακολούθησαν ο τότε βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Α', ο τότε Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ευστόργιος και πολλοί ευγενείς και ιππότες του κυπριακού βασιλείου.
Αρχικά οι Σταυροφόροι πέτυχαν να καταλάβουν τη Δαμιέττη, στην οποία ο Λουδοβίκος εισήλθε στις 6 Ιουνίου 1249, μαζί με τον βασιλιά της Κύπρου. Λίγο αργότερα ο βασιλιάς της Κύπρου απεχώρησε, αφήνοντας όμως στον Λουδοβίκο μια κυπριακή δύναμη από 120 ιππότες. Τελικά ο Λουδοβίκος Θ' απέτυχε παταγωδώς στην Αίγυπτο όπου όχι μόνο έχασε τη Δαμιέττη, αλλά έχασε κι έναν από τους αδελφούς του, ενώ ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος τον Απρίλιο του 1250. Αιχμάλωτοι συνελήφθησαν και πολλοί από όσους τον συνόδευαν, μεταξύ των οποίων ο αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ευστόργιος (που πέθανε στην αιχμαλωσία) κι άλλοι Κύπριοι.
Ο Λουδοβίκος απελευθερώθηκε αφού κατεβλήθησαν τεράστια λύτρα κι έφθασε στην Άκρα στις 12 Μαϊου 1250 μαζί με τα υπολείμματα του στρατού του. Εκεί παρέμεινε 3 περίπου χρόνια, προσπαθώντας να επιτύχει την απελευθέρωση των υπολοίπων αιχμαλώτων. Ταυτόχρονα εργάστηκε για την καλύτερη οχύρωση των πόλεων της Παλαιστίνης που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα χέρια των Σταυροφόρων. Τελικά επέστρεψε στην πατρίδα του το 1254.
Όγδοη Σταυροφορία (1270): Της Σταυροφορίας αυτής ηγήθηκε και πάλι ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ' «Άγιος». Η Σταυροφορία αυτή δεν επηρέασε την Κύπρο γιατί εστράφη εναντίον της Τύνιδας, όπου πέθανε ο Λουδοβίκος (25.8.1270) με αποτέλεσμα και η εκστρατεία αυτή να αποτύχει.