Ο Ολλανδό van Bruyn γράφει ότι το 1683 βρίσκονταν στο μοναστήρι 20 περίπου μοναχοί, ενώ οι επόμενοι επισκέπτες του 18ου και του 19ου αιώνα ομιλούν είτε για ύπαρξη ελαχίστων μοναχών είτε για ερειπωμένο μοναστήρι. Ωστόσο το μοναστήρι είχε στο μεταξύ αποκτήσει μετόχια, και ιδίως εκείνο της Αγίας Βαρβάρας στους πρόποδες του βουνού, όπου διέμεναν κι εργάζονταν οι περισσότεροι μοναχοί, ενώ στο Σταυροβούνι διέμεναν μόνο 2-3, όπως αναφέρουν οι διάφοροι επισκέπτες. Το μετόχι (μοναστήρι) της Αγίας Βαρβάρας αναφέρει ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ (1727), ενώ τοιχογραφίες που σώζονται σ' αυτό χρονολογούνται στα τέλη του 15ου αιώνα ή στις αρχές του 16ου, άρα υφίστατο από τότε. Η εκκλησία του μοναστηριού πιθανώς είναι ο ναός που αναφέρει ο Felix Faber το 1483 ότι βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού.
Ο Βασίλειος Μπάρσκυ (1727), που σχεδίασε μάλιστα δυο φορές το Σταυροβούνι, γράφει ότι σ' αυτό διέμεναν τότε δυο μοναχοί, ενώ άλλοι διέμεναν στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας. Το Σταυροβούνι περιγράφεται από τον Μπάρσκυ ως μοναστήρι με λίγα οικήματα με μεγαλύτερο οικοδόμημα τον ναό, μεγάλο σε πλάτος και μήκος αλλά χαμηλό, αν και ωραίο, με δυο τρούλλους υποβασταζόμενους από έξι στύλους, είχε πιο πριν τρία ιερά βήματα, αλλά τώρα μόνο το μεσαίο εχρησιμοποιείτο, και ακόμη ότι είχε 4-5 κελλιά προσκολλημένα στον ναό.
Ο ναός του μοναστηριού ήταν τότε διακοσμημένος με αγιογραφίες, τις οποίες ο Αl. Drummond είχε βρει το 1745 όχι μόνο κακές αλλά τερατώδεις. Ο ίδιος γράφει ότι το μοναστήρι συντηρούσε τότε 30 πρόσωπα, ενώ ο αββάς Giovanni Mariti γράφει λίγα μόνο χρόνια αργότερα, το 1767, ότι το μοναστήρι ήταν εγκαταλειμμένο.
Δυο έως τρεις μοναχούς συνάντησε εκεί κι ο Henry Light, το 1814. Το 1820, επί επισκόπου Κιτίου Μελετίου (του εθνομάρτυρα) ανακαινίστηκε το μοναστήρι της Αγίας Βαρβάρας. Το 1840 μαρτυρείται επίσης η ύπαρξη λίγων μοναχών. Στη συνέχεια το μοναστήρι παρουσιάζεται να είναι εγκαταλειμμένο, μέχρι το 1875 οπότε εγκαταστάθηκε σ' αυτό ο μοναχός Διονύσιος Χρηστίδης, Κύπριος που επανήλθε από το Άγιον Όρος. Ο Διονύσιος είχε ενοικιάσει το μοναστήρι από την επισκοπή Κιτίου κι έζησε σ' αυτό για λίγα χρόνια, μαζί με άλλους τέσσερις μοναχούς. Τα πενιχρά όμως εισοδήματά τους δεν αρκούσαν, κι έτσι αναχώρησαν όλοι για το Άγιον Όρος.
Βλέπε λήμμα: Διονύσιος Α' ηγούμενος
Το Σταυροβούνι ερημώθηκε και πάλι. Τον ναό του επισκεπτόταν τακτικά ο ιερομόναχος Ιωαννίκιος από τη Βάβλα, που είχε νοικιάσει τα κτήματα του μοναστηριού. Από αναμμένο κερί προκλήθηκε πυρκαγιά τον Ιούλιο του 1888 που κατέκαυσε όλα όσα μπορούσαν να καούν μέσα στον ναό, περιλαμβανομένου του παλαιού εικονοστασίου. Διεσώθη μόνο ο σταυρός που έφερε το τίμιο ξύλο.
Από εράνους που έγιναν το μοναστήρι ανοικοδομήθηκε. Το 1889 επέστρεψε ο μοναχός Διονύσιος Χρηστίδης που ανέλαβε την ανοικοδόμηση και επαναδραστηριοποίησή του, συγκέντρωσε εκεί κι άλλους μοναχούς κι έγινε ο πρώτος ηγούμενος της νεότερης ιστορίας του Σταυροβουνιού, που από τότε εξακολουθεί να λειτουργεί αδιάλειπτα. Οι μοναχοί ακολουθούν, βασικά, τον κοινοβιακό τρόπο ζωής των μοναχών του Αγίου Όρους, σύμφωνα προς κανόνες του πρώτου ηγουμένου Διονυσίου. Ηγούμενοι του μοναστηριού διετέλεσαν:
Από κώδικα της μητρόπολης Κιτίου γνωρίζουμε ότι πιο πριν, μεταξύ 1736-1773, ηγούμενος του Σταυροβουνιού ήταν ο Καλλίνικος. Κατά τη διάρκεια εργασιών, εξ άλλου, που έγιναν το 1986, βρέθηκε παλαιά πλάκα με επιγραφή, που αναφέρει κτίσιμο (= ανακαίνιση) του ναού του μοναστηριού το 1662, με φροντίδα του τότε ηγουμένου του, ονομαζόμενου Κυρίλλου.
Κατά την περίοδο της νεότερης ιστορίας του (από το 1889 κ.ε.), το μοναστήρι γνώρισε σχετική ακμή, υπήρξε δε εποχή που είχε 45 μοναχούς και 25 δοκίμους. Μεταξύ άλλων, στο μοναστήρι προωθήθηκε κι εξακολουθεί να ασκείται η τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας.
Βλέπε: Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια