Σταυροβούνι μοναστήρι

Κάτοχοι του μοναστηριού μέσα στους αιώνες

Image

Πιστεύεται ότι αρχικά το μοναστήρι, όταν ιδρύθηκε, ανήκε σε Ορθόδοξους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βασιλείου (Χάκκετ - Παπαϊωάννου, Ἱστορία τῆς   Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Β', 1927, σ. 313). Είναι άγνωστο για πόσον καιρό παρέμεινε στην κατοχή των Αγιοβασιλειτών μοναχών ή εάν περιήλθε αργότερα στην κατοχή άλλων Ορθοδόξων. Οι μόνες σαφείς πληροφορίες που υπάρχουν, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, είναι ότι το μοναστήρι ανήκε τότε σε μαύρους μοναχούς και σε Βενεδικτίνους μοναχούς. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι αναφερόμενοι μαύροι μοναχοί ήταν οι Βενεδικτίνοι, που αρχικά το χρώμα του ράσου τους διέφερε, αλλά αργότερα όλοι φορούσαν μαύρο ράσο, όπως κι ο θεμελιωτής του δυτικού μοναχισμού άγιος Βενέδικτος της Νουρσίας (5ος-6ος αιώνας).

 

Βλέπε λήμμα: Βενεδικτίνοι

 

Οι Βενεδικτίνοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο από τις αρχές της περιόδου της Φραγκοκρατίας (τέλη του 12ου αιώνα), δεν είναι όμως γνωστό από πότε ακριβώς κατείχαν το Σταυροβούνι, που πιθανώς ταυτίζεται προς μοναστήρι των Βενεδικτίνων στην Κύπρο, με την ονομασία Όρος Θαβώρ (στο όρος Θαβώρ στην Αγία Γη, όπου έγινε η μεταμόρφωση του Χριστού, είχε κτιστεί αρχικά μοναστήρι Βενεδικτίνων απ' όπου αργότερα αυτοί εκδιώχθηκαν από τους Μουσουλμάνους).   Άλλοι ταυτίζουν το Σταυροβούνι με επίσης αναφερόμενο κυπριακό μοναστήρι των Βενεδικτίνων με την ονομασία μοναστήρι Αγίου Παύλου Αντιοχείας ή του Αληθούς Σταυρού (monasterium Sancti Pauli de Antiochea, alias Crucis Veracis). Για το μοναστήρι αυτό υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες στις πηγές, που αναφέρουν ότι βρισκόταν είτε στην πόλη ή επαρχία Αμμοχώστου, είτε στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού. Είναι πιθανό το μοναστήρι του Αγίου Παύλου της Αντιοχείας να μετεφέρθη στην Κύπρο μετά την άλωση της πόλης από τους Μουσουλμάνους το 1268, οπότε να είχε συνενωθεί με το Σταυροβούνι, πράγμα που ερμηνεύει τη δεύτερη ονομασία του ιδίου μοναστηριού (του Αληθούς Σταυρού).

 

Τα πιο πάνω είναι, βέβαια, υποθέσεις. Γεγονός είναι ότι οι Βενεδικτίνο κατείχαν το Σταυροβούνι μέχρι τα τέλη της Φραγκοκρατίας, οπότε αναφέρεται από τον χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο σύλληψη και φυλάκιση του ηγουμένου του μοναστηριού Σιμόν ντε Σαιντ - Αντρέ. Ο Βουστρώνιος (που ονομάζει το μοναστήρι του Σταυροβουνιού, όπως κι ο Μαχαιράς, Σταυρόν Μέγαν), γράφει ότι ο ηγούμενος είχε φυλακιστεί από τους Βενετούς το 1474, εξ αιτίας προσβλητικών επιστολών που είχε γράψει. Αλλά 9 μόνο χρόνια αργότερα (το 1483) ο Felix Faber γράφει ότι δεν είχε βρει στο Σταυροβούνι μοναχούς που να γνώριζαν τη λατινική, κι ότι προ πολλού τούτο είχε ερημωθεί και οι Βενεδικτίνοι είχαν διασκορπισθεί.

 

Βλέπε λήμμα: Χοιροκοιτίας μάχη

 

Η ερήμωση και κατεδάφιση του μοναστηριού που αναφέρει ο Felix Faber είχε συμβεί το 1426, κατά την εισβολή στην Κύπρο των Μαμελούκων της Αιγύπτου, που κατανίκησαν στη Χοιροκοιτία τον βασιλιά της Κύπρου Ιανό. Τότε, σύμφωνα προς μαρτυρία του Λεοντίου Μαχαιρά, οι Μαμελούκοι ανέβηκαν και στο Σταυροβούνι, το οποίο λεηλάτησαν:

 

... Ἐκατακουρσεῦσαν τά σπιτία, καί τούς ναούς τοῦ   θεοῦ καί μοναστηρία, καί ἐπῆραν πολλύν   βίον καί τούς χριστιανούς, καί ἐκουρσεῦσαν τόν Σταυρόν τόν Μέγαν...

 

Τότε θα πρέπει να είχε εγκαταλειφθεί από τους Βενεδικτίνους, μπορούμε δε να υποθέσουμε ότι σ' αυτό διέμεναν στο εξής μόνο υπηρέτες του τάγματος, που θα πρέπει να ήταν Έλληνες Κύπριοι, ενώ τα μέλη του τάγματος απλώς το εκμεταλλεύονταν χωρίς να διαμένουν σ' αυτό. Αργότερα, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, το μοναστήρι παρεχωρείτο σε διάφορα πρόσωπα. Στα αρχεία των Βενετών αναφέρονται διάφοροι κάτοχοί του, όπως ο καρδινάλιος Lorenzo Campeggi, επίσκοπος της Μπολώνια, μέχρι το 1540, στη συνέχεια ο καρδινάλιος Rodolfo di Capri, επίσκοπος Ακράγαντος, μέχρι το 1547, κατόπιν ο Κύπριος Ιωάννης Παύλος Ποδοκάταρο, μέχρι το 1551, ακολούθως ο καρδινάλιος Francesco Pisani, επίσκοπος Πάδουας, κι αμέσως μετά ο Κύπριος Πέτρος Ποδοκάταρο.

 

Ωστόσο έχουμε και τη μαρτυρία του ταξιδιώτη Greffin Affagart Seigneur de Courteilles, που είχε επισκεφθεί την Κύπρο τον Αύγουστο του 1534. Γράφει ότι είχε επισκεφθεί τότε το μοναστήρι που κατεχόταν από Έλληνες μοναχούς (Excerpta Cypria, p. 67). Θα πρέπει, συνεπώς, να επαναλάβουμε την άποψη ότι κατά την περίοδο αυτή το μοναστήρι βρισκόταν μεν στην ιδιοκτησία Λατίνων κληρικών, αλλά σ' αυτό διέμεναν Έλληνες Κύπριοι.

 

Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71) το μοναστήρι παρουσιάζεται για ένα διάστημα ως εγκαταλειμμένο (σύμφωνα προς τον ταξιδιώτη de Villamont, που πέρασε από την Κύπρο το 1588). Στη συνέχεια επανήλθε στην κατοχή των Ορθοδόξων Κυπρίων.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια