Σταυροβούνι μοναστήρι

Αναφορές μεσαιωνικών επισκεπτών

Image

Η μαρτυρία του ηγουμένου Δανιήλ είναι η μόνη που έχουμε από τα Βυζαντινά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας πολλοί επισκέπτες ανέβαιναν στο Σταυροβούνι ή το έβλεπαν από μακριά και μάθαιναν γι’ αυτό. Το γεγονός ότι βρίσκεται μεταξύ Λευκωσίας, Λάρνακας και Λεμεσού, και μάλιστα στην κορφή ευδιάκριτου κωνικού βουνού, προκαλούσε την προσοχή των ταξιδιωτών και αρκετοί αναφέρουν   γι’ αυτό σε κείμενά τους.

 

Μεταξύ των σωζομένων αυτών ταξιδιωτικών κειμένων έχουμε πρώτο το κείμενο του Wilbrandi de Oldenburg, του 1211, που αναφέρει την ύπαρξη μικρού μοναστηριού με επίσης μικρό ναό στον οποίο βρισκόταν ο σταυρός του καλού ληστή. Ο επισκέπτης αυτός γράφει επίσης ότι το Σταυροβούνι είναι το ψηλότερο βουνό της Κύπρου, πράγμα κάθε άλλο παρά ορθό.

 

Ο Jacobus de Verona (1335) ομιλεί επίσης για «πανύψηλο βουνό» που φαίνεται από τη θάλασσα, και για φημισμένο μοναστήρι μαύρων μοναχών, του Τιμίου Σταυρού, με εκκλησία. Κάνει, επίσης, λόγο για τον σταυρό του ληστή που αιωρείται ανάμεσα σε δυο βράχους.

 

Ο Ludolph von Suchen (1350) γράφει ότι το ωραίο μοναστήρι στο βουνό που ομοιάζει πολύ με το όρος Θαβώρ ανήκε τότε σε Βενεδικτίνους μοναχούς. Αναφέρει ότι το μοναστήρι είχε κτιστεί και προικοδοτηθεί από την αγία Ελένη, πράγμα που σημαίνει ότι η σχετική παράδοση για ίδρυση του μοναστηριού ήταν και τότε ζωντανή και την είχε ακούσει. Γράφει, ακόμη, ότι όσοι περνούν από τη θαλάσσια περιοχή απ' όπου είναι ορατό το βουνό, με ευλάβεια χαιρετίζουν τον τίμιο σταυρό. Από την κορφή του όρους, προσθέτει, φαίνεται ακόμη κι ο Λίβανος.

 

Ο John Maundeville (1356) γράφει επίσης για μοναστήρι μαύρων μοναχών που κατείχε τον σταυρό του καλού ληστή, αλλ' απορρίπτει την άποψη ότι βρισκόταν στο ίδιο μοναστήρι κι ο μισός σταυρός του Χριστού.

 

Ο Nicolai di Martoni (1394) περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι ν' ανέβει (με νοικιασμένο γαϊδούρι) στο μοναστήρι, όπου όμως δεν του επέτρεψαν να διανυκτερεύσει, κι είχε άλλες τόσες δυσκολίες μέχρι να κατέβει στο πλησιέστερο χωριό. Δίνει επίσης την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι ο τίμιος σταυρός του ληστή που φυλαγόταν στο μοναστήρι ήταν γνωστός και με την ονομασία: Ο σταυρός της Κύπρου. Η εκκλησία του μοναστηριού, γράφει, είναι μικρή αλλά ευπρεπής, και στα δεξιά της υπάρχει μικρό παρεκκλήσι όπου βρίσκεται ο τίμιος σταυρός που αιωρείται χωρίς να στηρίζεται πουθενά, πράγμα που φαίνεται να είναι μεγάλο θαύμα. Ο ίδιος επισκέπτης απαριθμεί και διάφορα κειμήλια που είχε δει στο μοναστήρι, μεταξύ των οποίων: μεγάλο τμήμα (οστούν) της αγίας   Άννας, ένα χέρι του αγίου Βλασίου, ένα καρφί απ' αυτά που κάρφωσαν τον Χριστό στον σταυρό, μια πέτρα απ' αυτές που λιθοβόλησαν τον άγιο Στέφανο, τεμάχιο τιμίου ξύλου και μια πλευρά του αγίου Γεωργίου.

 

Βλέπε λήμμα: Ο  περίφημος σταυρός του καλού ληστή

 

Ο Orient d' Ogier, Seigneur d' Anglure, ανέβηκε την πρωτοχρονιά του 1396 στο Σταυροβούνι, το υψηλότερο βουνό ολοκλήρου του βασιλείου της Κύπρου, όπου η αγία Ελένη, μητέρα του Κωνσταντίνου, έφερε και τοποθέτησε τον σταυρό του καλού ληστή... Στην κορυφή υπάρχει ωραία εκκλησία με ωραία ενδιαιτήματα γύρω της. Στην εκκλησία υπάρχουν δυο θυσιαστήρια... εκ των οποίων το δεύτερο σε παρεκκλήσι στο πίσω μέρος του κυρίως ναού. Σ' αυτό είδαμε ένα από τα καρφιά με τα οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είχε καρφωθεί στον σταυρό. Πίσω από το παρεκκλήσι υπάρχει και άλλο ακόμη πιο μικρό, όπου ευρίσκεται ο σταυρός του καλού ληστή. Ο άγιος αυτός σταυρός παρουσιάζει παραδοξότατο θέαμα, διότι, αν και μεγάλος και βαρύς, αιωρείται στον αέρα χωρίς κανένα ορατό στήριγμα, κι όταν κάποιος τον αγγίξει, κουνιέται δυνατά.

 

Ο Δομινικανός μοναχός Felix Faber ανέβηκε στο Σταυροβούνι, μαζί με τη συνοδεία του, και λειτούργησε εκεί στις 26 Ιουνίου 1483. Αφού περιγράφει στο κείμενό του το δύσκολο της ανάβασης και την υποδοχή της οποίας έτυχαν στο μοναστήρι, αναφέρεται ιδιαίτερα στον περίφημο μεγάλο σταυρό του καλού ληστή (που τον ονομάζει, όπως και αρκετοί άλλοι, Δυσμάν κι όχι Ολυμπάν), κάνοντας αρκετά λεπτομερή περιγραφή του. Γράφει ότι ο σταυρός στέκει εντός ψευδοπαραθύρου και οι δυο βραχίονες του εισχωρούν σε τρύπες του τοίχου, ενώ το κάτω μέρος του εισχωρεί σε τρύπα στο έδαφος. Οι τρύπες όμως είναι όλες πολύ μεγαλύτερες, έτσι που ο σταυρός δεν αγγίζει πουθενά αλλά είναι καθαρός από κάθε επαφή σ' οποιοδήποτε σημείο του τοίχου. Είναι θαύμα... το ότι αιωρείται χωρίς κανένα στήριγμα, κι ωστόσο στέκει τόσο στερεά ως εάν να ήταν γερά στερεωμένος... Οι τρύπες είναι τόσο μεγάλες, ώστε είναι δυνατό να βάλεις σ' αυτές το χέρι και ν' αντιληφθείς με την αφή ότι δεν υπάρχει σ' αυτές κανένα στήριγμα για τον σταυρό, όπως δεν υπάρχει ούτε στο πίσω μέρος ούτε στην κορφή του...

 

Ο ίδιος προσκυνητής προσθέτει ότι ο σταυρός ήταν μεγάλων διαστάσεων, καλυμμένος στο μπροστινό μέρος με πλάκες χρυσού και αργύρου αλλά στο πίσω μέρος ήταν ακάλυπτος, ώστε μπορούσε κανένας να δει ότι ήταν κατασκευασμένος από ωραίο ξύλο κυπαρισσιού. Αναφέρει επίσης την παράδοση περί μεταφοράς του σταυρού στο όρος αυτό από την αγία Ελένη, προσθέτοντας ότι εξακολουθεί να στέκει αμετακίνητος μέχρι σήμερα, αν και το μοναστήρι προ πολλού είχε ερημωθεί και κατακρημνισθεί από επιδρομή Τούρκων και Σαρακηνών, και οι μοναχοί του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου, που κατοικούσαν στο μοναστήρι αυτό κάποτε, διεσκορπίσθησαν...

 

Πιθανώς τότε το μοναστήρι είχε περιέλθει ξανά στην κατοχή των Ορθοδόξων, πράγμα που ενισχύεται κι από άλλη αναφορά του Faber, ότι ο μοναχός που τον είχε υποδεχθεί και ξεναγήσει δεν γνώριζε τη λατινική.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια