Τα κοιτάσματα της Σκουριώτισσας και του «Φοίνικα» συνδέονται, όπως όλα τα θειούχα κοιτάσματα της Κύπρου, με τη σειρά των πίλλοου λαβών του Τροόδους. Ιδιαίτερα το κοίτασμα της Σκουριώτισσας βρίσκεται προς την κορυφή της σειράς, μέρος του δε καλύπτεται από ώχρα ή ούμπρα (φαιό χώμα) χωρίς την παρεμβολή στρώματος λαβών. Η ούμπρα καθώς επίσης τα άλλα ιζήματα του Σχηματισμού του Πέρα Πεδίου, όπως μπεντονιτικοί άργιλοι και σχιστόλιθοι, καλύπτονται στη συνέχεια από ημιπελαγικά ιζήματα, κυρίως μάργες του Σχηματισμού της Πάχνας και τέλος μέρος των μαργών καλύπτεται από τον υφαλογενή ασβεστόλιθο της Κορωνιάς. Το πάχος των ιζηματογενών αυτών σχηματισμών, που υπέρκεινται μέρους του κοιτάσματος, κυμαίνεται μεταξύ 15 και 25 μέτρων.
Η ώχρα, ως προϊόν υποθαλάσσιας διάβρωσης και οξείδωσης του θειούχου κοιτάσματος, ανευρίσκεται σε λεπτά στρώματα πάνω από το κοίτασμα, σε ορισμένες δε περιπτώσεις εναλλάσσεται με στρώσεις σιδηροπυρίτη και κερατολίθων. Επιπρόσθετα όμως ανευρίσκεται πάνω από τις πίλλοου λάβες στην περίμετρο του κοιτάσματος και ιδιαίτερα προς το βόρειο άκρο του, ως αποτέλεσμα της διάβρωσης και μετακίνησης μέρους της από θαλάσσια ρεύματα βυθού. Τα χρώματα της ώχρας ποικίλλουν από καφέ, κίτρινο μέχρι και κόκκινο. Η εκμετάλλευσή της για παραγωγή χρωστικών ουσιών γίνεται παράλληλα με την εκμετάλλευση του θειούχου μεταλλεύματος.
Το συμπαγές κοίτασμα χαλκούχων σιδηροπυριτών της Σκουριώτισσας έχει φακοειδές σχήμα με μήκος 671 μέτρα, πλάτος 213 και πάχος 150 μέτρα. Το κοίτασμα έχει διαταραχθεί από σειρά νεότερων ρηγμάτων, το σημαντικότερο από τα οποία το έχει αποκόψει και διαχωρίσει σε δύο μέρη, ένα ανατολικό και ένα δυτικό. Το ύψος της μετάπτωσης του δυτικού μέρους σε σχέση προς το ανατολικό είναι 30 περίπου μέτρα.
Τα αποθέματα του κοιτάσματος είναι της τάξεως Των 6.000.000 τόννων με περιεκτικότητα χαλκού 2,25%, θείου 48% και σιδήρου 43%. Η ορυκτολογική του σύσταση αποτελείται από τα πιο πάνω θειούχα ορυκτά σιδήρου και χαλκού: σιδηροπυρίτης (83-88%), μελαντιρίτης(3,5-4%), χαλκοπυρίτης (1,5-2%), χαλκανθίτης (1-1,5%) και σε αναλογία μικρότερη από 1%, τα ορυκτά χαλκοσίνης, κοβελλίνης, βροχαντίτης, ιδαΐτης και διγενίτης.
Βλέπε λήμμα: Μεταλλεία - μετάλλευμα
Το παραπλήσιο κοίτασμα «Φοίνιξ» είναι χαμηλής περιεκτικότητας, τύπου stockwork. Αποτελείται αποκλειστικά από φλέβες, φλεβίδια και εμποτίσματα θειούχων ορυκτών σιδήρου και χαλκού μέσα σε πλήρως εξαλλοιωμένες πίλλοου λάβες. Το πάνω μέρος του κοιτάσματος, όπως και εκείνο της Σκουριώτισσας, έχει έντονα οξειδωθεί και σχηματίσει μιαν εκτεταμένη ζώνη οξείδωσης, μέρος της οποίας, όπως αναφέρεται πιο πάνω, έχει υποστεί εκμετάλλευση για παραγωγή χρυσού και αργύρου. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της μεταλλοφορίας του «Φοίνικα» είναι η επικράτηση των χαλκούχων ορυκτών και ιδιαίτερα του χαλκοπυρίτη έναντι του σιδηροπυρίτη. Εκτός από τα δυο αυτά ορυκτά, απαντώνται τα χαλκού χα χαλκοσίνης, τενορίτης και δελαφοσσίτης.
Τα αποθέματα του κοιτάσματος υπολογίζονται οε 12.000.000 περίπου τόνους με περιεκτικότητα χαλκού 0,6% ή 20.000.000 τόνους περίπου με 0,25%. Ένα μικρό ποσοστό του κοιτάσματος περιέχει υψηλότερο ποσοστό χαλκού που πλησιάζει το 0,9%. Τα τεράστια αυτά αποθέματα καθιστούν τον «Φοίνικα» ένα από τα μεγαλύτερα χαλκούχα κοιτάσματα της Κύπρου και αναμφίβολα το μεγαλύτερο του τύπου stockwork.
Ο τρόπος σχηματισμού των δυο αυτών κοιτασμάτων, του συμπαγούς της Σκουριώτισσας και του stockwork ή χαμηλής περιεκτικότητας του «Φοίνικα», θεωρείται ότι είναι ανάλογος με εκείνο των σημερινών θειούχων κοιτασμάτων που σχηματίζονται από τους «μαύρους καπνιστές» (black smokers) κατά μήκος των αξόνων διεύρυνσης του πυθμένα των ωκεανών ή των αξονικών κοιλάδων που δημιουργούνται εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα (βλέπε λήμμα μεταλλεία - μετάλλευμα). Ένας παρόμοιος απολιθωμένος άξονας έχει εντοπισθεί πρόσφατα κατά μήκος της κοιλάδας της Σολέας. Ο άξονας αυτός έχει κατεύθυνση σχεδόν βορρά-νότου και χαρακτηρίζεται από έντονο τεκτονισμό, διείσδυση θυλάκων μάγματος σε υψηλά στρωματογραφικά επίπεδα και έντονη εξαλλοίωση των πετρωμάτων. Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο σχηματισμός των κοιτασμάτων των Σόλων, δηλαδή Σκουριώτισσας, «Φοίνικα», Μαυροβουνίου και του Απλικιού, συνδέεται άμεσα με το σημαντικότατο αυτό τεκτονικό στοιχείο, του άξονα της διεύρυνσης του πυθμένα του ωκεανού ή, όπως είναι γενικά γνωστό, «Τεκτονική Τάφρος (graben) Σολέας» και ειδικότερα τα κέντρα υδροθερμικής δράσης που αναπτύχθηκαν κατά μήκος του άξονα αυτού.
Η προσφορά του μεταλλείου της Σκουριώτισσας τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και κατά τους νεότερους χρόνους στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιοχής, αλλά και γενικότερα της Κύπρου, είναι τεράστια. Καθ' όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του, που είναι άμεσα συνυφασμένη με την πολυτάραχη ιστορία του τόπου, υπήρξε ένας από τους κυριότερους αιμοδότες της οικονομίας του. Ολόκληροι οικισμοί δημιουργήθηκαν και άκμασαν τόσο στην Αρχαιότητα όσο και στο πρόσφατο παρελθόν σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του μεταλλείου. Αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της τεράστιας προσφοράς του είναι τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται στον σχετικό πίνακα.
Η λειτουργία όμως του μεταλλείου της Σκουριώτισσας, και γενικά των μεταλλείων των Σόλων, είχε και τις αρνητικές επιδράσεις της στο φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής και ιδιαίτερα της θάλασσας του Ξερού. Η ανεξέλεγκτη απόρριψη των βιομηχανικών αποβλήτων από το εργοστάσιο επεξεργασίας -εμπλουτισμού των χαλκούχων σίδηρο πυριτών στη θάλασσα του Ξερού είχε σαν αποτέλεσμα τη μόλυνση της θάλασσας και την καταστροφή των παραλίων σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση του κόλπου της Μόρφου. Το θαλάσσιο νερό, λόγω της μακρόχρονης απόρριψης των πλούσιων σε σίδηρο αποβλήτων είτε υπό μορφή οξειδίων - υδροξειδίων είτε θειούχων ορυκτών, που κι αυτά σταδιακά εξαλλοιώνονται και μετατρέπονται σε οξείδια - υδροξείδια, είχε πάρει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια