Μετά τον πόλεμο του 1974 το μεταλλείο της Σκουριώτισσας παραμένει σε αδράνεια σε αντίθεση με το γειτονικό Μαυροβούνι που επαναλειτούργησε το 1945. Το 1960 αρχίζουν οι εργασίες για την εκμετάλλευση με τη μέθοδο της επιφανειακής αποκάλυψης, των εναπομεινάντων αποθεμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών, που ανέρχονταν σε 4 σχεδόν εκατομμύρια τόνους. Προς το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ένας τεράστιος ελλειψοειδής κρατήρας στο κέντρο περίπου του λόφου από τον οποίο εξορύχθηκαν, μεταξύ 1961 -1973, 3.920.038 τόνοι μεταλλεύματος με μέση περιεκτικότητα χαλκού 2,25% και θείου 48%.
Αμέσως μετά τη συμπλήρωση της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος της Σκουριώτισσας, άρχισε η εκμετάλλευση της μεταλλοφόρου ζώνης, που βρίσκεται περί τα 300 μέτρα δυτικά, γνωστής ως «Φοίνιξ». Δυστυχώς οι εργασίες διεκόπησαν ένα χρόνο αργότερα λόγω της τουρκικής εισβολής και της κατάληψης των ειδικών εγκαταστάσεων εμπλουτισμού του μεταλλεύματος στον Ξερό. Κατά τη μικρή αυτή χρονική περίοδο της λειτουργίας του νέου μεταλλείου «Φοίνιξ», εξορύχθησαν 1.019.597 τόνοι χαλκούχου μεταλλεύματος με περιεκτικότητα 0,8% χαλκό. Για τον εμπλουτισμό της χαμηλής περιεκτικότητας μεταλλεύματος του, στο οποίο ο χαλκός απαντάται κυρίως υπό μορφή οξειδίων και όχι θειούχων ενώσεων, όπως στα άλλα κοίτασμα τα της Κύπρου, είχε αναπτυχθεί, μετά από μακρόχρονες έρευνες, ειδική μέθοδος. Προς τον σκοπό αυτό ανεγέρθη νέο εργοστάσιο στον Ξερό, γνωστό ως «Εργοστάσιο Εμπλουτισμού με τη Μέθοδο της Απόπλυνσης με Υψηλή Πίεση (High Pressure Leaching Plant)». To φιλόδοξο αυτό σχέδιο, που απέβλεπε στην εκμετάλλευση 12.000.000 τόνων χαλκούχου μεταλλεύματος με περιεκτικότητα 0,6% χαλκού, δυστυχώς διεκόπη βίαια το 1974 και το ειδικό εργοστάσιο εμπλουτισμού κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα και κατεστράφη.
Το 1979, ως αποτέλεσμα της ανόδου της τιμής του χρυσού στη διεθνή αγορά, η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, στην οποία παραχωρήθηκε από την κυβέρνηση η μεταλλευτική μίσθωση της περιοχής το 1975, επανήρχισε την εξόρυξη χρυσοφόρου μεταλλεύματος για παραγωγή συμπυκνωμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών πλούσιων σε χρυσό και άργυρο. Το χαλκοφόρο αυτό μετάλλευμα, με μέση περιεκτικότητα 1,1% γραμμάρια ανά τόνο (gr/t), αποτελεί μέρος της οξείδωσης της ζώνης του κοιτάσματος «Φοίνιξ». Μεταξύ 1979-1982 εξορύχθηκαν 498.323 τόνοι μεταλλεύματος, το οποίο ακολούθως μετεφέρθη στο εργοστάσιο εμπλουτισμού θειούχων μεταλλευμάτων της Εταιρείας στο Μιτσερό. Από την ποσότητα αυτή παρήχθησαν 1.402 τόνοι συμπυκνωμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών με μέση περιεκτικότητα 400 gr/t χρυσού και 1.200 gr/t αργυρού. Δηλαδή οι ολικές ποσότητες χρυσού και αργύρου που παρήχθησαν και εξήχθησαν κατά την περίοδο αυτή ήταν 561 κιλά και 1.682 κιλά, αντιστοίχως.
Παράλληλα, από το 1981 άρχισε και συνεχίζεται η παραγωγή ιζήματος χαλκού με τη μέθοδο της επί τόπου απόπλυνσης (in situ leaching) τόσο από το μεταλλείο «Φοίνιξ» όσο και από τη Σκουριώτισσα. Με τη μέθοδο αυτή παρήχθησαν, μεταξύ 1981 και 1988, 10.281 τόνοι ιζήματος χαλκού με μέση περιεκτικότητα χαλκού 50-55%.
Το 1985 άρχισε η εγκατάσταση στην περιοχή των μεταλλείων νέας μονάδας εμπλουτισμού για συνέχιση της εκμετάλλευσης του χαμηλής περιεκτικότητας κοιτάσματος «Φοίνιξ», του οποίου τα αποθέματα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι της τάξεως των 12.000.000 τόνων με μέση περιεκτικότητα 0,6% χαλκό.
Η Σκουριώτισσα ήταν το μόνο μεταλλείο χαλκούχων σιδηροπυριτών της Κύπρου όπου, πλην των μετάλλων χαλκού, χρυσού και αργύρου, έγινε εκμετάλλευση και καθαρού θείου (θειαφιού). Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το 1927 στο επίπεδο των 279 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (δηλαδή σε βάθος 115 μέτρων περίπου) ανακαλύφθηκε φακός ή ζώνη θειαφιού καλής ποιότητας. Η περιεκτικότητα της σε θείο ήταν 87%, σε χρυσό 10 gr/t και σε άργυρο 34 gr/t. Γενικά η ζώνη του θειαφιού ήταν συνδεδεμένη με τον χρυσοφόρο ορίζοντα «λάσπη του διαβόλου», από την εκμετάλλευση του οποίου παρήχθη επίσης θειάφι ως υποπροϊόν, με μέση περιεκτικότητα 30% περίπου. Το ακάθαρτο μετάλλευμα εμπλουτιζόταν με τη μέθοδο της επίπλευσης στο εργοστάσιο εμπλουτισμού των χαλκούχων σιδηροπυριτών της εταιρείας στον Ξερό. Το τελικό προϊόν, που περιείχε 96% θειάφι, διετέθη επιτοπίως για χρήση στη γεωργία.
Τη διαχείριση του μεταλλείου έχει η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (Hellenic Copper Mines) η οποία ιδρύθηκε το 1995 κατασκευάζοντας το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής καθόδων χαλκού. Η παραγωγική ζωή της ξεκίνησε τον Ιούνη του 1996 και είναι η μοναδική παραγωγική μεταλλευτική εταιρεία που διαθέτει η Κύπρος και παράγει μεταλλευτικά προϊόντα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια