Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, στα βόρεια της κορυφογραμμής Αδελφοί - Παπούτσα. Βρίσκεται σ' ένα υψόμετρο 900 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, 2 περίπου χμ. στα δυτικά του Παλαιχωριού.
Τα κύρια πετρώματα που δεσπόζουν του τοπίου είναι οι διαβάσες και οι γάββροι, πάνω στους οποίους αναπτύχθηκαν τα πυριτιούχα εδάφη. Τα περισσότερα εδάφη δεν έχουν ορίζοντα, αλλά αποτελούνται από θρυμματισμένα πετρώματα που προήλθαν από μηχανική αποσάθρωση. Στα εδάφη των βαθουλωμάτων υπάρχουν περισσότεροι από ένας ορίζοντες. Το βουνίσιο ανάγλυφο, διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού Ασκά είναι τραχύ με στενές βαθιές κοιλάδες και ρεματιές που οι πλευρές τους είναι απότομες, σχεδόν κάθετες. Τόσο ο ποταμός Ασκάς στ' ανατολικά όσο και ο ποταμός Φτερικούδι στα δυτικά αποτελούν βραχίονες του ποταμού Περιστερώνας. Στα νότια του χωριού το τοπίο είναι διαμελισμένο από τον ποταμό του Παλαιχωριού που καταλήγει κι αυτός στον ποταμό της Περιστερώνας. Στα νοτιοδυτικά του χωριού, στην κορυφογραμμή Αδελφοί - Παπούτσα, που είναι συνάμα και υδροκρίτης, συναντώνται κορφές με 1.475 μ. (Αλουπότρυπες) και 1.415 μ. (Μούττη της Κολόκας).
Το χωριό, που βρίσκεται πολύ κοντά στα διοικητικά όρια Λευκωσίας - Λεμεσού, δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 800 χιλιοστόμετρα, πολύ πιο πάνω από τη μέση όμβρηση της Κύπρου (489 χιλιοστόμετρα). Η καλλιεργούμενη γη περιορίζεται στις κοιλάδες, σε μερικά ισιώματα και στις σχετικά ήπιες πλαγιές. Καλλιεργούνται κυρίως αμπέλια (οινοποιήσιμα), λαχανικά, αμυγδαλιές, νομευτικά φυτά, φρουτόδεντρα, φουντουκιές, καρυδιές, ελιές και λίγα όσπρια. Επίσης καλλιεργούνται πατάτες, χειμερινής και ανοιξιάτικης εσοδείας. Ο Ασκάς ωφελήθηκε από το Σχέδιο Ενιαίας Αγροτικής Αναπτύξεως Πιτσιλιάς με την ανόρυξη μιας γεώτρησης για την άρδευση έκτασης γης 19 εκταρίων, την κατασκευή αναβαθμίδων και τη βελτίωση και κατασκευή αγροτικών δρόμων.
Όπως σ' όλα σχεδόν τα χωριά της Πιτσιλιάς έτσι και στον Ασκά εκτρέφονται κατσίκες, ιδιαίτερα για τις οικιακές ανάγκες. Το χωριό είναι φημισμένο για τα χοιρομέρια του.
Το χωριό δεν γνώρισε μεγάλη πληθυσμιακή αποψίλωση, όπως θα ανέμενε ένας, λαμβάνοντας υπόψη το τραχύ άγονο τοπίο και τις πολύ λίγες καλλιεργούμενες εκτάσεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 142 |
1891 | 223 |
1901 | 248 |
1911 | 333 |
1921 | 334 |
1931 | 290 |
1946 | 439 |
1960 | 363 |
1973 | 362 |
1976 | 402 |
1982 | 321 |
1992 | 238 |
2001 | 187 |
2011 | 170 |
2021 | 90 |
Μέσα στο χωριό βρίσκονται πολλά μικρά και μεγάλα πιθάρια που μαρτυρούν τη μεγάλη ποσότητα κρασιών που παρασκευαζόταν στα παλιά χρόνια. Ο οικισμός είναι συγκεντρωτικού τύπου με πολύ πυκνή δόμηση. Τα στενά λιθόστρωτα σοκάκια στις επικλινείς πλαγιές, είναι ιδιότυπα.
Ο Ασκάς συνδέεται με ασφαλτόστρωτο δρόμο στα ανατολικά με το Παλαιχώρι κι απ' εκεί με τη Λευκωσία στα βορειοανατολικά και τον Αγρό στα νοτιοδυτικά. Επίσης στα δυτικά συνδέεται με την Άλωνα, τον Πολύστυπο και την Κυπερούντα. Το αγροτικό οδικό δίκτυο του χωριού είναι υποτυπώδες. Το ανεπαρκές αγροτικό δίκτυο και τα πολύ μικρά και σκόρπια κτήματα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της γεωργίας.
Το χωριό, με το σημερινό του όνομα, δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των λουζινιανο-βενετικών φέουδων και βασιλικών κτημάτων του Μας Λατρί. Όμως κατά πάσαν πιθανότητα ο οικισμός Asta που σημειώνεται στους βενετικούς χάρτες είναι ο Ασκάς. Επίσης ο ντε Μας Λατρί αναφέρεται στην Ascha και την Aschia. Κατά πάσα πιθανότητα η ονομασία Ascha είναι ο Ασκάς και η Aschia είναι η Άσσια της Μεσαορίας. Τόσο η ονομασία Asta στους βενετικούς χάρτες, όσο και η ονομασία Ascha του ντε Μας Λατρί μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε τον Ασκά φέουδο της Λουζινιανο-βενετικής περιόδου. Σύμφωνα με τον ντε Μας Λατρί ο Ασκάς (Ascha) ήταν φέουδο του Jean Tafures.
Ο Γκάννις αναφέρεται στις εκκλησίες του χωριού τις οποίες περιγράφει με κάποια λεπτομέρεια. Την εκκλησία του Ιωάννη του Προδρόμου που ανοικοδομήθηκε το 1763, τη θεωρεί κτίσμα της πρώτης δεκαετίας του 16ου αιώνα. Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού είναι κι αυτή μεσαιωνική οικοδομή. Ο Γκάννις αναφέρεται επίσης στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, δυο μίλια έξω από το χωριό, που είναι κτίσμα του 1411.
Ο Τζέφρυ, που εκθειάζει την έξοχη θέση του Ασκά, κάτι που και ο σύγχρονος επισκέπτης δεν δυσκολεύεται να εκτιμήσει, περιγράφει με μελανά χρώματα τα σπίτια και τη ζωή των κατοίκων του χωριού. Αναφέρει επίσης πως οι κάτοικοι του Ασκά μετακινούνται εποχιακά, πράγμα που δεν τους επιτρέπει να αναπτύξουν την οικογενειακή αίσθηση, αυτή που παρακινεί τους Ευρωπαίους να φροντίσουν για τις ανέσεις των σπιτιών τους. Όμως δεν φαίνεται να είναι ορθή η αναφορά αυτή για μετακινήσεις των κατοίκων του Ασκά.
Το χωριό διατηρεί ακόμη, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της κυπριακής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Σε συνδυασμό και με την αμφιθεατρική τοποθέτησή του, στην πλαγιά του βουνού, αποτελεί ένα από τα πιο γραφικά χωριά της οροσειράς του Τροόδους.
Τοπων: Ασκάς, όνομα που πιστεύεται από πολλούς ότι προήλθε από την αρχ. λ. ασκός (ασκί ή ασσ΄ίν στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα), συνεπώς υποδηλώνει τον κατασκευαστή και/ ή έμπορο ασκών. Όμως η ερμηνεία αυτή δεν φαίνεται τόσο πιθανή, διότι στην κυπριακή ο ασχολούμενος με τους ασκούς δεν μπορούσε να ονομαστεί Ασκάς αλλά Ασκώτης, Ασκοπούλης. Κατά μια εκδοχή και το χωριό Ασγάτα πήρε την ονομασία του από κάποιον Ασκάν από τη λ. ασκός (Ασκός - Ασκάτα - Ασγάτα τελικά).
Πιο πιθανό θεωρείται ότι το χωριό Ασκάς οφείλει την ονομασία του όχι στον πρώτο του οικιστή που ασχολείτο με την κατασκευή ασκών, αλλά σε μεσαιωνική οικογένεια ευγενών που είχαν το (μη ελληνικό) επίθετο Ασκάς, όπως λ.χ. η οικογένεια των Γούρριδων έδωσε το όνομα στο χωριό Γούρρι. Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ένα μέλος μιας οικογένειας ευγενών με το επίθετο αυτό, τον Μανώλη Ασκά*. Άλλη οικογένεια Κυπρίων ευγενών, την οποία αναφέρει ο Στέφανος Λουζινιανός, ήταν εκείνη των Aschagnes (ή Ascanio στην ιταλική έκδοση του έργου του, απ' όπου κι ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός γράφει Ασκάνιος). Όμως το χωριό δεν μνημονεύεται σε παλαιούς χάρτες, παρά μετά τη Φραγκοκρατία, οπότε σημειώνεται ως Asca και ως Asta.