Η πρώτη Σήκωση, που γίνεται κατά την Κυριακή μετά το πρώτο Ψυχοσάββατο, λέγεται της Κρεατινής γιατί τα εδέσματα αποτελούνται κατ' εξοχήν από κρέατα. Στην Αρχαιότητα έτρωγαν το κρέας των ιερών ζώων για να κοινωνήσουν όλοι από αυτό, είτε δεν το έτρωγαν για να πολλαπλασιαστεί σαν ιερό που ήταν. Επειδή, όπως αναφέραμε πιο πάνω, τα συμπόσια κατά τα Ανθεστήρια γίνονταν προς υποδοχή των νεκρών και επειδή, όπως πιστεύουμε, αυτά επιβίωσαν στα συμπόσια των Αποκριών, έτσι δικαιολογείται το συμπόσιο με κρέας κατά την πρώτη Κυριακή της Κρεατινής (της Αποκριάς). Ας μη λησμονούμε ότι κατά την Αποκριά (και τη Τσικνοπέφτην) έτρωγαν κατ' εξοχήν χοιρινό κρέας (στην Πιτσιλιά τότε έσφαζαν και τους χοίρους). Ο χοίρος κατά την Αρχαιότητα ήταν ιερό ζώο αφιερωμένο στη Δήμητρα, τη θεά της βλάστησης. Σ' ορισμένα χωριά κατά την Αποκριά έτρωγαν βραστή οικόσιτη όρνιθα, διότι τους χοίρους τους έσφαζαν σ' άλλες εποχές του χρόνου, και διότι η όρνιθα ήταν πρόχειρο κι εύκολο κρέας στο σπίτι. Η όρνιθα, όπως και ο πετεινός, είναι πτηνά που συμβολίζουν τη γονιμότητα.
Συνήθως η Σήκωση γίνεται κατά το βράδυ. Στην Πιτσιλιά όμως γίνεται μεσημεριάτικη Σήκωση. Το συμπόσιο είναι οικογενειακό και το σπίτι στο οποίο συγκεντρώνονται οι συγγενείς είναι συνήθως εκείνο του πατέρα. Παλαιότερα τα κορίτσια συγκεντρώνονταν από νωρίς στο λεγόμενο παλάτιν ή δίχωρον (σπίτι με νευκάν [=κεντρική δοκό] και καμάραν) για να σουστούν (κουνηθούν) στις σούσες (κούνιες, αρχ. αιώρες) και να τραγουδήσουν τραγούδια για τους αγαπημένους τους. Κατά το απόγευμα διαλύονταν και προσέρχονταν στο οικογενειακό μεγάλο συμπόσιο της Κρεατινής. Σε μερικά χωριά, όπως στην Κυθρέα, έστηναν τις σούσες στο ύπαιθρο, σε δέντρα. Με το έθιμο της σούσας (αιώρας) συνδέεται αρχαίος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο η Ηριγόνη, κόρη του Ικάριου, κρεμάστηκε απελπισμένη από ένα δέντρο, όταν βρήκε νεκρό τον πατέρα της, που τον είχαν σκοτώσει οι κάτοικοι της Αττικής, στους οποίους είχε δώσει κρασί και μέθυσαν, αλλά αυτοί νόμισαν ότι τους είχε φαρμακώσει. Στον Ικάριο είχε διδάξει την καλλιέργεια του αμπελιού ο θεός του κρασιού Διόνυσος. Από το γεγονός αυτό καθιερώθηκε στην Αθήνα, κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, το έθιμο της αιώρας, κατά το οποίο τα κορίτσια κρέμονταν πάνω στα δέντρα. Ο συμβολισμός του εθίμου είναι η προαγωγή της βλάστησης κατά μαγικό τρόπο, όπως δηλαδή κινούνται τα κορίτσια πάνω στα δέντρα, έτσι να κινηθεί και η γη και να αποδώσει καρπούς. Σε μερικές περιοχές της Κύπρου οι σούσες στήνονταν την Ανάσταση (Γουδί Πάφου), τα Φώτα μέχρι της Τυροφάγου (Αστρομερίτης), ή κατά τον αντίγαμον (χωριά της Ορεινής Λευκωσίας).
Στο συμπόσιο των Αποκριών τα τραπέζια ενώνονται και γύρω από αυτά κάθονται όλοι οι συγγενείς, άντρες και γυναίκες. Ο οικοδεσπότης κάθεται στην άκρη του τραπεζιού. Προτού σερβιριστεί το κυρίως φαγητό οι συνδαιτημόνες γεύονται τους ξηρούς καρπούς (αμύγδαλα, καρύδια, καθώς και σουτζ'ιούκκον κ.α.). Στο Λεονάρισσον τοποθετούσαν ειδικό πιάτο για τον ξενιτεμένο συγγενή. Ο οικοδεσπότης καλωσορίζει τους παρευρισκομένους ευχόμενος «καλήν Σήκωσην τζ'αι καλόν Πάσκαν να φτάσουμεν». Αν παρακάθεται ιερέας, ευλογεί το τραπέζι και μετά κάμνει πρόποση. Το κέρασμα του κρασιού γίνεται από τον οικοδεσπότη ο οποίος είναι σαν αρχισυμποσίαρχος. Άλλοτε κρατούσε το κολότζ΄ιν με το κρασί και κερνούσε μέσα στο χανάπιν (σκαλιστό βαθουλωτό κομμάτι ξύλου). Το χανάπιν αντικατέστησε αργότερα ο μαστραππάς (πήλινος ή από αλουμίνιο) και υστερότερα το γυάλινο ποτήρι.
Οι προπόσεις και προσαγορεύσεις (φιλοτησίαι των αρχαίων Ελλήνων) συνεχίζονται και σήμερα με νέες εκφράσεις: «Εΐβα τζ'αι καλές βροσ΄ές» (καλές βροχές, για να υπάρξει καλή βλάστηση), ή «κατά διαταγήν του νοικοτζ΄ύρη ας πκιούμεν έναν εις υγείαν των παρευρισκομένων», ή «σ' υγείαν των νοικοτζ'υραίων». Εννοείται ότι ο συμπότης πρέπει να πιει τελείως το κρασί του. Αν πιει κανένας το κρασί του μονορούφιν (ἀπνευστί, όπως έλεγαν οι αρχαίοι), τυγχάνει γενικής επιδοκιμασίας. Σύμφωνα με μια παροιμία τες Σήκωσες τζ' οι δούλοι χορτασμένοι, δηλαδή είναι πολύ πλούσια τα φαγητά κατά τις Αποκριές.
Είναι ευνόητο ότι σ' αυτή την ευθυμία και τη διασκέδαση είναι απαραίτητα και τα τραγούδια, τα οποία πρέπει να τραγουδιούνται είτε από δεξιά (ν' αρχίζει δηλαδή ο οικοδεσπότης ή ο ιερέας), ή χωρίς τάξη, όπως τα σκολιά ἄσματα των αρχαίων Ελλήνων. Τραγουδά, παραδείγματος χάριν, ο οικοδεσπότης:
Καλώς ήρταν οι φίλοι μου από τα σ΄ίλια μίλια,
κάλιον θέλω τους ξένους μου παρά νά χω τα σ΄ίλια.
Και απαντά ένας συνδαιτημόνας:
Στα σπίθκια που καθούμαστεν πέτρα να μεν ραΐσει
τζ' ι ο νοικοτζ΄ύρης του σπιθκιού σ΄ίλια γρόνια να ζήσει.
Κάποτε τα τραγούδια είναι σκωπτικά. Λένε, για παράδειγμα, την Σήκωση της Τυρινής:
Τζ’ επήαν οι Απόκριες τζ' ήρταν οι Τυρινάες,
που τραουδούν τζ' οι παίαινες
τζ' αι τραουδούν τζ' οι ρκάες.
Αφήνουν τις γριές και σκώπτουν τις νέες που είναι ακόμη ανύπαντρες:
Τζ' επήαν οι Απόκριες τζ' ήρταν οι Τυρινάες,
τζ' εμείνασιν οι παίαινες με δίχα τους αντράες.
(Λόγω του ότι κατά τις νηστείες που ακολουθούν δεν γίνονται γάμοι). Και απαντούν οι νέες:
Επήαν τζ' οι Απόκριες τζ' ήρτεν η Τυρινή μας
τζ' αμμάρτει θέλημαν Θεού, εννάρτει τζ' η γυρή μας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια