Τα αποκαλυφθέντα δημόσια κτίρια και τα ταφικά μνημεία παρουσιάζουν την ακόλουθη γενική εικόνα:
Το γυμνάσιο της Σαλαμίνας
Κτίστηκε στη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Αυγούστου (αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ.) στα θεμέλια προγενέστερου ελληνιστικού γυμνασίου. Στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Αδριανού και Τραϊανού (αρχές 2ου αιώνα μ.Χ.) προστέθηκε σ' αυτό μεγάλη ορθογώνια παλαίστρα με επίπεδο γήινο δάπεδο, που περιβάλλεται από τέσσερις στοές με μαρμάρινες κιονοστοιχίες, και το σύμπλεγμα των λουτρών, που αποτελεί συνέχεια της ανατολικής στοάς.
Βλέπε λήμμα: Ρωμαϊκή εποχή
Εκτός από την ανατολική στοά, που καταλήγει σε δυο ομοιόμορφα παραρτήματα με κολυμβητικές δεξαμενές κτισμένες με πελεκητούς ασβεστόλιθους και επενδυμένες με μαρμάρινες πλάκες, οι τρεις άλλες στοές του γυμνασίου, η βόρεια, η δυτική και η νότια, επικοινωνούν με διάφορα άλλα ανεξάρτητα οικοδομήματα και τα ομαδικά αποχωρητήρια σε ημικυκλική διάταξη, που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Το ρωμαϊκό γυμνάσιο καταστράφηκε από τους δυνατούς σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα μ.Χ. και ξανακτίστηκε στις αρχές της Πρωτοχριστιανικής περιόδου.
Βλέπε λήμμα: Σεισμοί
Οι αναστηλωμένες κολόνες του γυμνασίου στη νότια, τη δυτική και τη βόρεια στοά είναι αρράβδωτες μονολιθικές και τα κιονόκρανά τους διάφοροι τύποι υστεροκορινθιακού ρυθμού, ενώ στην ανατολική στοά όλες οι κολώνες είναι ραβδωτές και τα κιονόκρανά τους παρόμοιοι τύποι υστεροκορινθιακού ρυθμού αλλά μικρότερα του κανονικού μεγέθους. Ανάμεσα στ' αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του γυμνασίου βρέθηκαν αρκετά ακέραια και τεμαχισμένα αγάλματα θεών, θεαινών και ηρώων, που αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του πλούσιου γλυπτού διακόσμου των τεσσάρων στοών. Από τα αγάλματα αυτά ο Δίας, ο Ασκληπιός, η Νέμεση, η Αφροδίτη, ο Απόλλων Κιθαρωδός, ο Ερμαφρόδιτος, ο Μελέαγρος, η Υγεία, ο Ποτάμιος θεός και η Αφροδίτη με το δελφίνι μαζί με τ' αγάλματα της Αρτέμιδος, της Ίσιδος και του Ηρακλή, που προέρχονται από το θέατρο της Σαλαμίνας, μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία και εξετέθησαν στη δεκάτη τρίτη αίθουσα του Κυπριακού Μουσείου. Αρκετά άλλα από τα αποκαλυφθέντα αγάλματα εξετέθησαν στο επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου και μερικά τοποθετήθηκαν γύρω από την κολυμβητική δεξαμενή του βόρειου παραρτήματος του γυμνασίου.
Σ' αντίθεση με τις άλλες τρεις στοές του γυμνασίου, που έχουν γήινα επίπεδα δάπεδα, η ανατολική στοά είναι επιστρωμένη με πολύχρωμες μαρμάρινες πλάκες, που χρονολογούνται στην Πρωτοχριστιανική περίοδο και που θυμίζουν παρόμοιο μαρμάρινο δάπεδο στα λουτρά της Αντιόχειας του 6ου αιώνα μ.Χ. Στο κέντρο του μαρμάρινου δαπέδου της ανατολικής στοάς βρέθηκε μαρμάρινος βωμός του Ερμή, τεχνοτροπίας του 2ου αιώνα μ.Χ., με αφιέρωση του γυμνασιάρχου Διαγόρα, και σ' άλλο σημείο του ίδιου δαπέδου διασώζεται μέρος επιγραφής, που αναφέρεται στην ανανέωση ψηφιδωτού δαπέδου από τον Ουαλέριο: ΟΣ ΘΕΣΜΟΙΣ ΟΣΙΟΙΣΙΝ ΚΑΙ ΑΧΡΑΝΤΟΙΣΙΝ ΑΝΩΓΑΙΣ ΚΥΠΡΟΝ ΕΙΣ ΑΡΧΑΙΗΝ ΗΓΑΓΕΝ ΑΙΓΛΗΝ.
Το σύμπλεγμα των λουτρών
Το σύμπλεγμα λουτρών του γυμνασίου της Σαλαμίνας, που χρησιμοποιήθηκε σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Πρωτοχριστιανικής περιόδου, ύστερα από διάφορες τροποποιήσεις και προσθήκες, αποτελείται από δυο τετράγωνες ομοιόμορφες αίθουσες με αβαθείς οκταγωνικές δεξαμενές, που χρησίμευαν σαν κρύα διαμερίσματα των λουτρών-frigitaria, με διεξόδους στην ανατολική στοά, από μια ενδιάμεση ορθογώνια αίθουσα με καμαροσκεπή στέγη, που αποτελούσε το δυτικό ιδρωτήριο-sudatorium, από μια μεγάλη, κεντρική, ορθογώνια αίθουσα, το θερμό λουτρό-caldarium και από δυο άλλες ορθογώνιες αίθουσες, τη βόρεια και τη νότια, που επικοινωνούσαν με τους θερμαστές-praefurnia και αποτελούσαν δυο άλλα ιδρωτήρια-sudatoria. Σε μερικά τμήματα των αιθουσών αυτών διασώζονται περίτεχνες τοιχογραφίες και ψηφιδωτές συνθέσεις, που ανήκουν στη Ρωμαϊκή περίοδο των λουτρών και χρονολογούνται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.
Κατάλοιπα μιας τοιχογραφικής σύνθεσης στην αψίδα της εισόδου του νότιου κρύου διαμερίσματος των λουτρών απεικονίζουν τη γνωστή μυθολογική σκηνή του νεαρού φίλου του Ηρακλή Ύλα, που αναζητεί νερό από μια πηγή προστατευμένη από τις Νύμφες. Σε μια άλλη αιγίδα του νότιου ιδρωτηρίου διασώζεται τμήμα πολύχρωμης ψηφιδωτής σύνθεσης, που ζωντανεύει τη μυθολογική σκηνή του φόνου των Νιοθιδών από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Η πρόσοψη του συμπλέγματος των λουτρών, που ενώνεται με την ανατολική στοά του γυμνασίου, διατηρείται σ' ολόκληρο το αρχικό ύψος της και τα υπόκαυστα όλων των θερμών διαμερισμάτων διασώζουν αρκετές ακέραιες στηλίδες κατασκευασμένες από ομοιόμορφα πυρίκαυστα τούβλα.
Το θέατρο της Σαλαμίνας
Κτίστηκε στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε με τους σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα μ.Χ. όπως ακριβώς και το γυμνάσιο της πόλης. Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε πάνω σε κτιστό υπόβαθρο από ογκώδεις πελεκητούς ασβεστόλιθους και αποτελεί εξαίρεση από τα άλλα κοίλα των παρόμοιων ρωμαϊκών θεάτρων στο Κούριον και στους Σόλους, που είναι κτισμένα στις φυσικές πλαγιές χαμηλών λόφων. Τούτο χωριζόταν σε 9 τμήματα με 8 βαθμιδωτές κλίμακες και αποτελείτο από 50 περίπου σειρές κερκίδων, από τις οποίες οι 7 κατώτερες έχουν διασωθεί στις αρχικές τους θέσεις και οι υπόλοιπες 43 έχουν αναστηλωθεί αμέσως μετά την ανασκαφή του θεάτρου από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Μεταξύ του κοίλου και της ημικυκλικής ορχήστρας του θεάτρου υπάρχει στενός πλακόστρωτος διάδρομος και κάτω απ' αυτό ένας οχετός για την αποχέτευση των νερών της βροχής. Η ορχήστρα του θεάτρου έχει ημικυκλικό σχήμα με διάμετρο 27,50 μέτρα και στο κέντρο της υπάρχει η θυμέλη ή βωμός του Διονύσου. Το δάπεδο της ορχήστρας έφερε επένδυση πολύχρωμων μαρμάρινων πλακών, που αφαιρέθηκαν όμως, πιθανότατα στη διάρκεια της ανοικοδόμησης της πρωτοχριστιανικής πόλης, για να χρησιμοποιηθούν σε δάπεδα των νεότερων κτιρίων. Από το επιβλητικό οικοδόμημα της σκηνής του θεάτρου, που καταλαμβάνει ολόκληρο το μήκος του κοίλου, έχει ανασκαφεί το μεγαλύτερο τμήμα του υποσκηνίου και των παρασκηνίων και παραμένει ανεξερεύνητο μεγάλο μέρος του οπίσθιου χώρου της.
Στο υποσκήνιο βρέθηκαν μερικά μαρμάρινα αγάλματα του 2ου αιώνα μ.Χ., που μεταφέρθηκαν στο επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου και στο Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας. Τα πιο αξιόλογα από τα αγάλματα αυτά είναι ο Μουσαγέτης Απόλλων και η μούσα Μελπομένη. Κοντά στα δυο αντίστοιχα κέρατα του κοίλου του θεάτρου βρέθηκαν δυο κιονίσκοι από φαιό μάρμαρο του 3ου αιώνα μ.Χ., που αρχικά χρησιμοποιήθηκαν σαν βάσεις αγαλμάτων, με εγχάρακτες επιγραφές στην ελληνική και τη λατινική γλώσσα. Μια από τις επιγραφές αυτές, που σχεδόν είναι πανομοιότυπη και στους δυο κιονίσκους, αποτελεί αναθηματικό ψήφισμα Ρωμαίου διοικητή της Κύπρου στους Καίσαρες Κωνστάντιο και Μαξιμιανό.
Η μεγάλη δεξαμενή
Γνωστή σαν «Βούτα», η μεγάλη δεξαμενή κτίστηκε στη διάρκεια της Πρωτοχριστιανικής περιόδου στο βόρειο άκρο της ρωμαϊκής αγοράς-forum και χρησίμευε για την αποθήκευση του νερού, που μεταφερόταν από το κεφαλόβρυσο της Κυθρέας και εχρησιμοποιείτο για την ύδρευση της πρωτοχριστιανικής πόλης της Σαλαμίνος-Κωνσταντίας.
Βλέπε λήμμα: Κεφαλόβρυσο Κυθρέας
Πρόκειται για τεράστια ορθογώνια και ημιυπόγεια αίθουσα, κτισμένη με μεγάλους πελεκητούς ασβεστόλιθους και αργούς λίθους και σκεπασμένη με καμαρωτή στέγη, από την οποία αρκετά κατάλοιπα διασώζονται στους δυο μεγάλους πλαγιότοιχους. Η ογκώδης στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε τρεις σειρές λιθόκτιστων πεσσών, που κτίστηκαν συμμετρικά σ' ολόκληρο το μήκος και πλάτος του δαπέδου της. Τα εσωτερικά τοιχώματα και το δάπεδο της δεξαμενής ήσαν επενδυμένα με ανθεκτικό, ερυθρωπό ασβεστοκονίαμα, που διατηρείται τμηματικά σε αρκετά καλή κατάσταση. Κατάλοιπα του μεγάλου υδραγωγείου της Σαλαμίνος, που διοχέτευε το νερό στη δεξαμενή και που, σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 627 και 640 μ.Χ., σώζονται σε μερικά τμήματα του ερειπωμένου τείχους της πόλης και σε διάφορα σημεία μεταξύ του αρχαιολογικού χώρου και του χωριού Άγιος Σέργιος.
Η ρωμαϊκή αγορά-forum
Βρίσκεται στα νότια της μεγάλης αποθηκευτικής δεξαμενής και αποτελείται από μια ευρύχωρη, ορθογώνια, εσωτερική αυλή μήκους 230 μ. και πλάτους 55 μ., πλαισιωμένη από δυο επιμήκεις στοές με λίθινες κιονοστοιχίες. Οι ομοιόμορφες λίθινες κολώνες των δυο στοών, ύψους 8 μ., ήσαν τοποθετημένες σε ίσα μετακιόνια διαστήματα 4 περίπου μ., έφεραν εξωτερική επένδυση από ασβεστοκονίαμα με λεία επιφάνεια, που σχημάτιζε συμμετρικές, κάθετες ραβδώσεις, και επιστέφονταν με λίθινα, διμερή υστεροκορινθιακά κιονόκρανα. Στο βόρειο άκρο της αγοράς, που είναι ενσωματωμένο στην αποθηκευτική δεξαμενή, διατηρούνται τέσσερις μεγάλες παραστάδες με ισάριθμες μονολιθικές κολόνες στις γωνιές τους, που μαρτυρούν την ύπαρξη μεγαλόπρεπης εισόδου με πέντε αψίδες.
Πίσω από τις δυο επιμήκεις στοές αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα συνεχόμενων δωματίων, που ταυτίζονται με τα καταστήματα της αγοράς. Όλα τα καταστήματα ήσαν κτισμένα με πελεκητούς ασβεστόλιθους και μερικά τμήματά τους έφεραν διακόσμηση από εκλεκτό μάρμαρο κατάλληλα επεξεργασμένο. Τούτο είναι πρόδηλο από την αποκάλυψη αρκετών θραυσμάτων, που ανήκουν σε διάφορα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, κι ενός μέρους διαζώματος από φαιό μάρμαρο με μια επιγραφή στη λατινική γλώσσα, που αναφέρει ότι η αγορά ανοικοδομήθηκε στη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Αυγούστου.
Η αρχική κτίση της αγοράς εντάσσεται στις αρχές των Ρωμαϊκών χρόνων και η τελική καταστροφή και εγκατάλειψή της στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή στην εποχή των δυο τρομερών διαδοχικών σεισμών του 332 και 342 μ.Χ.
Ο ναός του Ολυμπίου Διός
Αποκαλύφθηκε στο νότιο άκρο της αγοράς. Από το όλο ναϊκό οικοδόμημα διασώθηκαν το μεγαλύτερο τμήμα του στυλοβάτη, τα λίθινα θεμέλια της κάτοψής του, διάφορα λίθινα και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και μια μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή αφιερωμένη στον Ολύμπιο Δία προς τιμήν της συζύγου του Αυγούστου Λιβίας. Η επιγραφική αυτή μαρτυρία επιβεβαιώνει και τη χρονολόγηση της κτίσης του ναού, που εντάσσεται στις αρχές της Ρωμαιοκρατίας.
Όπως και η αγορά και τα υπόλοιπα μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια της Σαλαμίνος, έτσι και ο ναός του Ολυμπίου Διός καταστράφηκε και ερειπώθηκε με τους σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα μ.Χ. Από τα αποκαλυφθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ναού διαφαίνεται ότι το όλο οικοδόμημα αντιγράφει τα ελληνικά κλασσικά πρότυπα των μεγαλοπρεπών ναών με πρόδομο, κυρίως ναό και οπισθόδομο. Ο οπισθόδομος του ναού φαίνεται να είχε τετράγωνη κάτοψη 15 περίπου τ.μ. και ο πρόδομος αποτελούσε ένα είδος μικρής, ορθογώνιας στοάς, που επικοινωνούσε με την αγορά με μια μεγάλη λιθόκτιστη κλίμακα. Ανάμεσα στ' αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, που έχουν διασωθεί, πολύ σημαντικό και μοναδικό στο είδος του είναι ένα μαρμάρινο κιονόκρανο με παράσταση του εμπρόσθιου τμήματος ταύρου στις δυο πλευρές του. Το κιονόκρανο αυτό πολύ πιθανό να ανήκε σε αρχαιότερο ναό, από τα θεμέλια του οποίου μερικά δείγματα αποκαλύφθηκαν κάτω από τον στυλοβάτη του ρωμαϊκού ναού στη διάρκεια των ανασκαφών του 1890.
Η υπόγεια τριμερής δεξαμενή
Βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του αρχαιολογικού χώρου και αποτελείται από τρία χωνοειδή δωμάτια, που συγκοινωνούν μεταξύ τους και είναι επενδυμένα με ερυθρωπό ασβεστοκονίαμα, παρόμοιο με το επενδυτικό κονίαμα των ρωμαϊκών και πρωτοχριστιανικών υδατοδεξαμενών. Το ένα από τα δωμάτια έφερε περίτεχνες τοιχογραφικές συνθέσεις και επιγραφές του 6ου αιώνα μ.Χ., που καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Από τα διατηρημένα υπολείμματά τους διακρίνονται αμυδρά μια πολύχρωμη σύνθεση ψαριών, φυτών και υδρόβιων πτηνών και πάνω απ' αυτή ένα μετάλλιο με την κεφαλή του Χριστού. Το τριμερές σύμπλεγμα της δεξαμενής φαίνεται να είχε καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, γιατί πάνω απ' αυτό το 1890 αποκαλύφθηκαν και τα κατάλοιπα μικρής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, που, δυστυχώς, σήμερα είναι ανύπαρκτα. Πιστεύεται από τους ανασκαφείς ότι το ενιαίο αυτό σύνολο της υπόγειας τριμερούς δεξαμενής και της ανύπαρκτης, μικρής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας επινοήθηκε για την εξυπηρέτηση ειδικών θρησκευτικών τελετών και εχρησιμοποιείτο ιδιαίτερα στη γιορτή των Θεοφανείων.
Πρωτοχριστιανικές βασιλικές
Οι πρωτοχριστιανικές βασιλικές του Αγίου Επιφανίου και της «Καμπανόπετρας» χρησιμοποιήθηκαν διαδοχικά από τις αρχές του 5ου μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. και είναι αναμφίβολα από τα πιο εντυπωσιακά και επιβλητικά κτίσματα της πρωτοχριστιανικής πόλης της Κωνσταντίας.
Βλέπε λήμματα: Επιφανίου Αγίου βασιλική και Καμπανόπετρας βασιλική
Εκτός από τα προαναφερθέντα μνημεία, οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως και διάφορα άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που αποτελούν μέρος των πιο κάτω κτισμάτων: Του τείχους της πρωτοχριστιανικής πόλης, κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, της «γρανιτένιας» αγοράς και του κυκλικού ωρολογίου, κοντά στη βασιλική του Αγίου Επιφανίου, της μεσαιωνικής έπαυλης, μεταξύ του συμπλέγματος της τριμερούς υπόγειας δεξαμενής και του θεάτρου, των λουτρών της ρωμαϊκής πρωτοχριστιανικής πόλης και του ξυστού-σταδίου της Κωνσταντίας, που είναι μια σειρά από λιθόκτιστες κερκίδες ενσωματωμένες στην εξωτερική όψη του νότιου τοίχου του νότιου ιδρωτηρίου στο σύμπλεγμα των λουτρών του γυμνασίου της πόλης.
Βλέπε λήμμα: Αρχιτεκτονική- Παλαιοχριστιανική- Βασιλική
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια