Η εκκλησία της Παναγίας Φορβιώτισσας που είναι πιο γνωστή σαν Παναγία της Ασίνου είναι το μοναδικό κατάλοιπο από τη μονή των Φορβίων που ιδρύθηκε από τον μάγιστρο Νικηφόρο Ισχύριο, μετά τον θάνατο της γυναίκας του Γέφυρας το 1099, αν η εικονιζόμενη, πίσω απ' αυτόν, γυναίκα στην αναθηματική τοιχογραφία που βρίσκεται πάνω από τη νότια είσοδο του ναού είναι η γυναίκα του. Είναι βέβαιο, πάντως, ότι ο ίδιος έγινε μοναχός και μετονομάστηκε Νικόλαος, και πέθανε στο μοναστήρι που ίδρυσε στις 16 Νοεμβρίου του 1115 όπως αναφέρει σημείωμα στον Παρισινό κώδικα 1590, που ανήκε στη μονή των Φορβίων. Ο κώδικας αυτός που γράφτηκε το 1063, είναι μηνολόγιο Σεπτεμβρίου- Φεβρουαρίου και χρησιμοποιήθηκε από τους μοναχούς της μονής των Φορβίων σαν νεκρολόγιο για την αναγραφή της ημέρας του θανάτου των ηγουμένων της μονής κατά τον 12ο αιώνα και μοναχών κατά τους 12ο - 15ο αιώνες. Άλλες πληροφορίες για τη μονή των Φορβίων δεν έχουμε εκτός από τις επιγραφές που συνοδεύουν τις τοιχογραφίες της εκκλησίας. Τρεις από τις επιγραφές αυτές (μια στην αναθηματική τοιχογραφία, μια στο δυτικό τυφλό τόξο του νότιου τοίχου και μια αποσπασματική στην αψίδα) αναφέρονται στον κτήτορα του ναού μάγιστρο Νικηφόρο και χρονολογούνται, στα 1106. Μια άλλη επιγραφή που συνοδεύει την τοιχογραφία του αγ. Γεωργίου στη νότια αψίδα του νάρθηκα αναφέρει ρητά το όνομα του μοναστηριού «Μονή των Φορβίων». Η γραφή αυτή όπως και η τοιχογραφία του αγ. Γεωργίου χρονολογούνται στις αρχές του 13ου αιώνα. Η Παναγία, η οποία είναι ζωγραφισμένη στο υπέρθυρο της θύρας που οδηγεί από το νάρθηκα στο ναό, ονομάζεται Φορβιώτιοσα, δηλαδή η Παναγία η προστάτιδα της μονής των Φορβίων. Τέλος, η μισή κατεστραμμένη επιγραφή πάνω στο ανώφλι της θύρας που ενώνει το νάρθηκα με το ναό, μας αναφέρει διακόσμηση του νάρθηκα με τοιχογραφίες (για δεύτερη φορά) το 1332/1333.
Η ιστορία της μονής των Φορβίων δεν είναι γνωστή. Αναφέρεται απλώς σαν μοναστήρι τον 15ο και 16ο αιώνα. Αργότερα δεν υπάρχουν πληροφορίες. Φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τα μοναστηριακά κτίρια, αφού ερειπώθηκαν, εξαφανίστηκαν χωρίς ν' αφήσουν οποιοδήποτε ίχνος.
Η εκκλησία της Παναγίας της Ασίνου είναι μονόκλιτη καμαροσκέπαστη με δεύτερη ξύλινη στέγη. Στο εσωτερικό τρία τυφλά τόξα στο βόρειο και το νότιο τοίχο, από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο, διασπάζουν τις εσωτερικές επιφάνειες των μακρών τοίχων, ενώ δυο τόξα που βαίνουν σε παραστάδες προσκολλημένες στο βόρειο και το νότιο τοίχο διασπάζουν την μονοτονία της καμάρας και αυξάνουν την πλαστική διάρθρωση του εσωτερικού της εκκλησίας. Τρεις θύρες, στο μέσο περίπου του νότιου, του δυτικού και του βόρειου τοίχου οδηγούν στο ναό. Δυο μικρά ημικυκλικά φωτιστικά ανοίγματα, πάνω από τη νότια και τη βόρεια θύρα, και τα τρία στενά παράθυρα της αψίδας είναι, εκτός από τις θύρες, οι μόνες πηγές φυσικού φωτισμού της εκκλησίας. Αρχικά η εκκλησία δεν είχε νάρθηκα, όπως φαίνεται από την όψη του ναού στην αναθηματική τοιχογραφία και από τον κατακόρυφο αρμό στο σημείο ένωσης του ναού με το νάρθηκα. Ο νάρθηκας, με δυο ημικυκλικές αψίδες με φουρνικό, κτίστηκε στην τελευταία δεκαετία του 12ου αιώνα όπως δείχνουν τα οξυκόρυφα τόξα του. Αρχικά είχε 3 θύρες, μια στο μέσο του δυτικού τοίχου κι από μια στο μέσο της νότιας και της βόρειας αψίδας. Η νότια θύρα του νάρθηκα εντοιχίσθηκε αμέσως μετά την ανοικοδόμηση του νάρθηκα, όπως φαίνεται από την αρχική τοιχογραφία που βρίσκεται κάτω από την τοιχογραφία του αγίου Γεωργίου. Η αρχική αυτή τοιχογραφία έγινε αμέσως μετά την ανοικοδόμηση του νάρθηκα.
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι με ηφαιστειογενείς ακανόνιστους λίθους και μόνο τα τόξα των θυρών και των παραθύρων της αψίδας είναι κτισμένα με τούβλα. Αρχικά όμως ήσαν καλυμμένοι εξωτερικά με κονίαμα που απομιμείτο ορθομαρμάρωση, όπως φαίνεται από τα υπολείμματα που σώθηκαν στο νότιο τοίχο και την αψίδα. Στο βόρειο τοίχο σώζονται τοιχογραφίες γύρω από τη θύρα που η κατάστασή τους δεν επιτρέπει εύκολη χρονολόγηση. Οι τοίχοι του νάρθηκα είναι κτισμένοι επιμελέστερα και με πολλούς τετραγωνισμένους πωρόλιθους. Δεν φαίνεται όμως να είχαν καμιά φορά καλυφθεί, εξωτερικά, με κονίαμα, όπως οι τοίχοι του ναού. Τόσο ο κυρίως ναός όσο και ο νάρθηκας καλύπτονται από μια δεύτερη ξύλινη στέγη με αγκιστρωτά κεραμίδια. Αρχικά η στέγη εκτεινόταν πέρα από τους τοίχους του ναού και σχημάτιζε βεράντα στις τρεις πλευρές. Η στέγη αυτή σωζόταν ακόμη την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα όπως φαίνεται από την φωτογραφία της εκκλησίας που δημοσίευσε ο Περιστιάνης το 1922 και συνοδεύει το κείμενο διάλεξης για την Ασίνου που έδωσε στη Λευκωσία το 1918.
Η εκκλησία της Ασίνου φαίνεται ότι είχε υποστεί αρκετές ζημιές, ίσως από σεισμό στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα. Τότε είχε καταρρεύσει το τεταρτοσφαίριο της αψίδας και τμήμα του βόρειου τοίχου ενώ η καμάρα του ναού παρουσίασε σημεία υποχώρησης. Γι’ αυτό κτίστηκαν εξωτερικά δυο αντηρίδες, μια στο βόρειο και μια στο νότιο τοίχο, ενώ εσωτερικά ενισχύθηκαν οι παραστάδες και τα τόξα και το τεταρτοσφαίριο της αψίδας ξανακτίστηκε ευρύτερο αφού επεκτάθηκε ο ημικυλινδρικός τοίχος της αψίδας και προστέθηκαν νέα ευθύγραμμα τμήματα βορείως και νοτίως της αψίδας. Αυτές οι επεμβάσεις στο εσωτερικό είχαν σαν αποτέλεσμα να καλυφθούν σημαντικά τμήματα του αρχικού ζωγραφικού διακόσμου και να αλλοιώσουν την εσωτερική εμφάνιση του ναού. Λίγο αργότερα, κάποια υποχώρηση των θεμελίων του βορειοανατολικού τμήματος του ναού υποχρέωσε τους μοναχούς να προσθέσουν την τοξωτή αντηρίδα στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου. Την ίδια εποχή οι τοιχογραφίες του κεντρικού τμήματος της καμάρας και του βόρειου και του νότιου τοίχου, πάνω από τις θύρες, καταστράφηκαν, όπως κι οι πιο πολλές από τις τοιχογραφίες του νάρθηκα, κυρίως της ανωδομής. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη διακόσμηση των τμημάτων αυτών με νέες τοιχογραφίες.
ΑΘ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ