Μετά την κατάκτηση της Κύπρου, τη σύλληψη του Ισαάκιου Κομνηνού και της οικογένειάς του και την κυρίευση των θησαυρών του, ο Ριχάρδος ασχολήθηκε για λίγο με το ζήτημα της διοίκησης του νησιού. Αρχικά φαίνεται ότι είχε πάρει την απόφαση να κρατήσει την Κύπρο υπό την εξουσία του. Προς τούτο διόρισε δυο διοικητές στο νησί, που θα ασκούσαν την εξουσία εξ ονόματός του, τους Ricardus de Camvilla και Robertus de Turneham.
Φυσικά ο Ριχάρδος ασχολήθηκε και με τη συλλογή λαφύρων. Εκτός από τους θησαυρούς του Ισαάκιου που κυρίευσε, αναφέρονται και πολλές «εθελοντικές» εισφορές των Κυπρίων. Υποχρέωσε επίσης τους Κυπρίους σε εισφορά του 50% της περιουσίας του καθενός, ως αντάλλαγμα για τη διατήρηση των βυζαντινών νόμων και θεσμών στο νησί.
Έτσι, φορτωμένος με υπέρογκες ποσότητες λαφύρων, ο Ριχάρδος αναχώρησε από την Κύπρο για την Παλαιστίνη στις 6 Ιουνίου 1191. Η αναχώρηση του ιδίου και του στόλου του έγινε από την Αμμόχωστο. Φεύγοντας πήρε μαζί του σιδηροδέσμιο και τον Ισαάκιο Κομνηνό, ενώ άφησε φρουρές σε διάφορα μέρη του νησιού.
Όμως λίγο αργότερα ο Ριχάρδος θέλησε ν' απαλλαγεί από την κατοχή της Κύπρου. Ίσως επειδή έκρινε πως δεν μπορούσε να την κρατήσει επί πολύ, ίσως επειδή είχε περισσότερη ανάγκη χρημάτων, ίσως για άλλους άγνωστους λόγους. Μια πηγή αναφέρει ότι θέλησε να την δωρίσει στους ιππότες του, που όμως την αρνήθηκαν. Πάντως μέσα στον ίδιο χρόνο (1191) ο Ριχάρδος πρόσφερε τελικά την Κύπρο στους Ναΐτες* ιππότες, εκ των οποίων αρκετοί τον είχαν βοηθήσει στρατιωτικά στην κατάκτηση του νησιού. Αναφέρεται ως τιμή πώλησης της Κύπρου το ποσόν των 100.000 χρυσών βυζαντίων, εκ των οποίων οι 40.000 καταβλήθηκαν στον Ριχάρδο αμέσως, οι δε υπόλοιπες 60.000 θα καταβάλλονταν αργότερα, από τα έσοδα από την ίδια την Κύπρο.
Οι Ναΐτες, αν και ολιγάριθμοι, επέβαλαν αμέσως στο νησί ένα ιδιαίτερα σκληρό καθεστώς που σύντομα οδήγησε σε εξέγερση. Οι Ναΐτες αντιμετώπισαν την εξέγερση με επιτυχία, το Πάσχα του 1192. Η μεγάλη όμως αιματοχυσία που συνέβη στη Λευκωσία, τους έκαμε ν' αντιληφθούν ότι δεν θα μπορούσαν πλέον, με τις μικρές τους δυνάμεις, να ελέγχουν αποτελεσματικά το νησί κι αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν. Επέστρεψαν, λοιπόν, την Κύπρο στον Ριχάρδο, ο οποίος αναζήτησε τώρα νέο αγοραστή.
Ο νέος αγοραστής βρέθηκε σύντομα, κι ήταν ο Γκυ (Γουίδος) ντε Λουζινιάν, που επίσης είχε βοηθήσει τον Ριχάρδο τον προηγούμενο χρόνο να κατακτήσει την Κύπρο. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν είχε διατελέσει βασιλιάς των Ιεροσολύμων, είχε όμως απολέσει το βασίλειό του όταν αυτό κατακτήθηκε από τον Σαλαντίν της Αιγύπτου. Εφ' όσον λοιπόν ο Γκυ ντε Λουζινιάν αναζητούσε βασίλειο κι εφ' όσον ο Ριχάρδος και οι άλλοι σταυροφόροι απέτυχαν ν' απελευθερώσουν τα Ιεροσόλυμα και να του αποδώσουν το δικό του κι εφ' όσον η Κύπρος προσφερόταν προς πώληση, το πράγμα γινόταν πιο απλό. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν αγόρασε την Κύπρο από τον Ριχάρδο στην ίδια τιμή (100.000 χρυσά βυζάντια), το 1192. Δεν πρόλαβε όμως να γίνει βασιλιάς του νησιού γιατί δυο χρόνια αργότερα, το 1194, πέθανε. Την οργάνωση της Κύπρου σε βασίλειο συνέχισε ο αδελφός του Αμωρύ ντε Λουζινιάν. Το βασίλειο της Κύπρου αναγνωρίστηκε επίσημα από τους δυτικούς ηγεμόνες το 1197, με πρώτο βασιλιά τον Αμωρύ.
Το σύντομο πέρασμα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου από την Κύπρο ήταν ιδιαίτερης σημασίας γεγονός με γενικότερες επιπτώσεις μέσα στον χρόνο. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Finlay {Mediaeval Greece, vol. Ill) η υποταγή των Ελλήνων στους Φράγκους άρχισε μ' έναν Άγγλο βασιλιά. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, κυριεύοντας την Κύπρο και υποτάσσοντας τους κατοίκους της στην κυριαρχία των Λατίνων, πέτυχε το πρώτο καίριο πλήγμα κατά της εθνικής ελευθερίας του Ελληνικού Γένους εκ μέρους των σταυροφόρων...
Και αξίζει, πράγματι, να σημειωθεί το γεγονός ότι 13 μόλις χρόνια μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο, οι σταυροφόροι κυρίευσαν και την ίδια την Κωνσταντινούπολη, με συνέπειες κοσμοϊστορικές.
Ο Ριχάρδος, κατακτώντας την Κύπρο, την απέσπασε οριστικά πλέον από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την απέδωσε στους Φράγκους. Ο ίδιος είχε διαμοιράσει κτήματα σε στρατιώτες του, και πρώτος εισήγαγε το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα στην Κύπρο.