Τα διάφορα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα της περιόδου της πτολεμαϊκής κυριαρχίας που ιστορήθηκαν πιο πάνω και που αφορούσαν κυρίως μίση, πάθη και αντιζηλίες μεταξύ των ιδίων των Πτολεμαίων, δεν φαίνεται να επηρέασαν πολύ σοβαρά και αρνητικά την πορεία ζωής των Κυπρίων. Κυρίως επειδή δεν σημειώθηκαν μεγάλης εκτάσεως πολεμικές συγκρούσεις και καταστροφές. Καθοριστικό γεγονός της περιόδου της πτολεμαϊκής κυριαρχίας ήταν η επικράτηση του ελληνικού χαρακτήρα και του ελληνικού πνεύματος σε όλους σχεδόν τους τομείς. Οι Πτολεμαίοι ήσαν Έλληνες, καταγόμενοι από τη Μακεδονία. Διατήρησαν, γι’ αυτό, ποικίλους δεσμούς με την Ελλάδα και η Κύπρος βρισκόταν μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Ακόμη, Έλληνες ήσαν και οι βασιλείς της γειτονικής Συρίας με την οποία δεν διακόπηκαν οι εμπορικές και άλλες σχέσεις της Κύπρου. Φυσικό ήταν, λοιπόν, οι Έλληνες Πτολεμαίοι να καθιερώσουν ελληνικούς θεσμούς στο βασίλειό τους, και βέβαια και στην Κύπρο. Δεν απουσίασαν ωστόσο και οι ανατολικές επιδράσεις (λόγου χάριν, ο θεσμός της θεοποίησης των Πτολεμαίων βασιλιάδων ακολούθησε ανατολικά πρότυπα). Οι επιδράσεις όμως αυτές δεν ήσαν καθοριστικές, αντίθετα προς τις ελληνικές. Η τόσο ουσιαστική καθιέρωση, για παράδειγμα, των δημοκρατικών θεσμών της Βουλής και του Δήμου σ’ όλες τις κυπριακές πόλεις, ακολούθησε τα ελληνικά, συγκεκριμένα τα αθηναϊκά, πρότυπα. Βέβαια στην ελληνιστική Κύπρο οι θεσμοί της Βουλής και του Δήμου δεν ήσαν ιδιαίτερα ισχυροί αφού το νησί υπαγόταν στο βασίλειο της Αιγύπτου με κεντρική βασιλική εξουσία στην Αλεξάνδρεια, οι δε κυπριακές πόλεις δεν ήσαν απόλυτα αυτόνομες. Αν και η Βουλή και ο Δήμος της κάθε κυπριακής πόλης δεν είχαν ουσιαστικές εξουσίες, ωστόσο η καθιέρωσή τους σήμαινε την ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος και αυτοδιοίκησης σ’ όσο βαθμό ήταν κατορθωτό.
Ήδη από τα τέλη του 3ου π.Χ. αιώνα, περίπου, καθιερώθηκε ολοκληρωτικά στην Κύπρο το ελληνικό αλφάβητο, που αντικατέστησε πλήρως το κυπριακό συλλαβάριο. Μερικές επιγραφές των τελών του 3ου π.Χ. αιώνα προερχόμενες από ιερό στο Καφίζιν, κοντά στη Λευκωσία, είναι οι τελευταίες που απαντώνται σε κυπριακή συλλαβική γραφή, μάλιστα μαζί με ταυτόχρονη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου. Ελληνικοί ρυθμοί επικρατούν και στις τέχνες, ιδίως όπως φαίνεται στα διάφορα έργα γλυπτικής που σαφώς ακολουθούν τα αττικά, κυρίως, πρότυπα (βλέπε λήμμα γλυπτική, κεφάλαιο Ελληνιστική εποχή). Πιστεύεται ότι οι επιδράσεις της αττικής τέχνης στην Κύπρο προήλθαν μέσω Αλεξανδρείας. Κι αυτό γιατί, επί ημερών του Δημητρίου Φαληρέως και λόγω περιορισμών που αυτός επέβαλε στην Αττική, αλλά και για άλλους λόγους, πολλοί τεχνίτες και καλλιτέχνες ελκύστηκαν από τους Πτολεμαίους και μετοίκησαν στην πρωτεύουσα του βασιλείου τους, την Αλεξάνδρεια. Απ’ εκεί, οι αττικοί αυτοί ρυθμοί μεταφέρθηκαν και στην Κύπρο. Στην ταφική αρχιτεκτονική, για παράδειγμα, οι γνωστοί «Τάφοι των Βασιλέων» στην Πάφο είναι παρόμοιοι με τάφους της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας. Στη γλυπτική της Κύπρου των Ελληνιστικών χρόνων απαντώνται ακόμη κι επιδράσεις από «ελληνικές σχολές» της Μικράς Ασίας (λ.χ. της Περγάμου).
Η ελληνική θρησκεία επιβάλλεται επίσης στην Κύπρο, σχεδόν ολοκληρωτικά, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Εκτός από την παγκύπρια λατρεία της (εξελληνισμένης από καιρό) Αφροδίτης, του Απόλλωνος, του Διός και μερικών άλλων ελληνικών θεοτήτων, τα διάφορα ευρήματα των αρχαιολογικών ερευνών αποδεικνύουν παγκύπρια πλέον καθιέρωση της λατρείας της Αρτέμιδος, της Αθηνάς, της Ήρας, ακόμη και του Διονύσου που έγινε γνωστός στους Κυπρίους με αρκετή καθυστέρηση.
Μεγάλη ώθηση δόθηκε, κατά τα Ελληνιστικά χρόνια, και στον αθλητισμό. Όλες οι πόλεις του νησιού είχαν αποκτήσει γυμναστήρια και στάδια, όπως προκύπτει άλλοτε από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα κι άλλοτε από επιγραφές που αναφέρονται σε γυμνασιάρχους. Στα γυμναστήρια των πόλεων, εκτός από σωματική άσκηση, οι νέοι θα πρέπει να λάβαιναν κι αξιόλογη εκπαίδευση. Γνωρίζουμε από επιγραφές ότι γίνονταν αθλητικοί αγώνες στην Πάφο, στη Σαλαμίνα, στο Κίτιον, στους Χύτρους, στη Λάπηθο. Η πρόοδος στον αθλητισμό αντικατοπτρίζεται και στο γεγονός ότι Κύπριοι αθλητές αυτής της περιόδου διαπρέπουν σε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, όπως οι Ολυμπιακοί* αγώνες.
Η συμμετοχή Κυπρίων σε πανελλήνιες εκδηλώσεις όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες αποδεικνύει αφ’ ενός ότι οι ίδιοι οι Κύπριοι αισθάνονταν ότι ήσαν Έλληνες, κι αφ’ ετέρου ότι στην Ελλάδα αναγνωρίζονταν ως Έλληνες (αφού, όπως είναι γνωστό, στους Ολυμπιακούς δικαιούνταν να συμμετέχουν μόνο ελεύθεροι Έλληνες). Συμμετοχές, και μάλιστα επιτυχείς, Κυπρίων μαρτυρούνται και σε άλλες πανελλήνιες εκδηλώσεις, όπως στους Δελφούς, στη Δήλο κ.α., όπου μάλιστα διάφοροι Κύπριοι γίνονται δεκτοί ως πρόξενοι, είτε αναγνωρίζονται ως πολίτες ή ευεργέτες ελληνικών πόλεων και δέχονται τιμές και προνόμια. Ακόμη, οι κυπριακές πόλεις αναφέρονται ως θεωροδόκοι*, εγγεγραμμένες στους καταλόγους των ελληνικών πόλεων που συνεισέφεραν στο Μαντείο των Δελφών. Στην Αττική και σ’ άλλα ελληνικά μέρη ζούσαν Κύπριοι, κυρίως εμπορευόμενοι, πολλών δε τα ονόματα απαντώνται σε επιτύμβιες επιγραφές ή επιγραφές τιμητικές γι’ αυτούς, εξ αιτίας σημαντικών προσφορών τους προς τις πόλεις στις οποίες ζούσαν. Μεταξύ των διαπρεπέστερων Κυπρίων που σταδιοδρόμησαν στην Ελλάδα κατά τα Ελληνιστικά χρόνια ήταν ο στωικός φιλόσοφος Ζήνων* ο Κιτιεύς που έζησε και δίδαξε στην Αθήνα.
Ένας τομέας που γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τα Ελληνιστικά χρόνια ήταν εκείνος του θεάτρου. Οι διάφορες πόλεις του νησιού είχαν κτίσει λαμπρά θεατρικά οικοδομήματα, οι δε θεατρικοί συντελεστές (θεατρικοί συγγραφείς, μουσικοί, ηθοποιοί, ενδυματολόγοι κ.α.) ήσαν οργανωμένοι σε πανίσχυρη συντεχνία (το κοινόν τῶν περί τόν Διόνυσον τεχνιτῶν) κι έχαιραν μεγάλης εκτιμήσεως, τόσης ώστε ακόμη κι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι θεωρούσαν τιμητικό το να κατορθώσουν να γίνουν μέλη της θεατρικής συντεχνίας (βλέπε και σχετικές αναφορές στο λήμμα θέατρο).
Κύπριοι τεχνίτες επηρεάστηκαν από ελληνικά εργαστήρια στα οποία πιθανώς μαθήτευσαν, ή από ελληνικούς ρυθμούς που εισήχθησαν στην Κύπρο. Σε διάφορους τομείς αναφέρονται επιτυχίες τους: στη γλυπτική, στην υφαντική, στην αγγειοπλαστική, και σε τέχνες όπως η ναυπηγική. Οι θαλασσινές γνώσεις των Κυπρίων φάνηκαν ιδιαίτερα πολύτιμες στους Πτολεμαίους (όπως και πιο πριν στον Αλέξανδρο και στους Πέρσες πριν απ’ αυτόν). Η ξυλεία των κυπριακών δασών εχρησιμοποιείτο για ναυπήγηση καραβιών, πολεμικών κι εμπορικών, που κατασκευάζονταν στην Κύπρο από ειδικευμένους τεχνίτες. Ένας μάλιστα ναυπηγός, ο Πυργοτέλης*, γνωρίζουμε από επιγραφή που βρέθηκε στην Παλαίπαφο ότι τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Πτολεμαίους όταν σχεδίασε γι' αυτούς δυο τύπους καραβιών, εικοσήρη και τριακοντήρη, κι επέβλεψε την κατασκευή τους στην Πάφο.
Γενικά, η οικονομία του νησιού κατά τα Ελληνιστικά χρόνια φαίνεται ότι ήταν εύρωστη. Οι ειρηνικές συνθήκες που επεκράτησαν για ένα μεγάλο σχετικά διάστημα βοήθησαν σ’ αυτό. Η αξιοποίηση, επίσης, των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Κύπρου, ιδίως των δασών για ξυλεία και των μεταλλείων για εξαγωγή μεταλλευμάτων, συνέβαλε πολύ στην οικονομική άνθηση του τόπου. Παράλληλα η Κύπρος εξακολουθούσε να είναι βασικά γεωργοκτηνοτροφική χώρα. Οι εμπορικές δραστηριότητες των Κυπρίων είχαν βέβαια εξασφαλισμένη την αγορά της Αιγύπτου αλλά ήσαν πυκνές και με την Ελλάδα κι άλλα μέρη. Εξαιτίας του θαλάσσιου εμπορίου οι περισσότερο ανεπτυγμένες πόλεις του νησιού εξακολουθούσαν να είναι οι παραθαλάσσιες: Πάφος, Σαλαμίς, Κούριον, Αμαθούς, Κίτιον, Λάπηθος, Σόλοι. Οι νέες πόλεις, εξ άλλου, που ιδρύθηκαν από τους Πτολεμαίους (οι τρεις Αρσινόες) ήσαν παραθαλάσσιες επίσης.
Ωστόσο ανθούσε και η πειρατεία, ιδίως σε σχέση προς το εμπόριο σκλάβων. Ο Στράβων γράφει ότι μετά την καταστροφή της Καρχηδόνος και της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, οι τελευταίοι πλούτισαν περισσότερο κι άρχισαν ν’ αγοράζουν όλο και πιο πολλούς σκλάβους. Η ζήτηση σκλάβων ώθησε τους πειρατές στο να επιδοθούν σ’ αυτό το είδος του εμπορίου, στο οποίο συνεργάζονταν και οι βασιλείς της Κύπρου και της Αιγύπτου που προμηθεύονταν το «εμπόρευμά» τους από την εχθρική προς αυτούς Συρία (Στράβων, Γεωγραφικά, 14,668-669). Για ύπαρξη πολλών Κυπρίων πειρατών κάνει λόγο κι ο Αππιανός (Μιθριδάτειος, 92), που γράφει ότι πάρα πολλοί Κύπριοι, μαζί με άλλους πειρατές (Κίλικες, Σύρους, Ποντίους κ.α.) προτίμησαν τη θάλασσα παρά τη στεριά και λυμαίνονταν όχι μόνο την Ανατολική Μεσόγειο αλλά ολόκληρη τη θάλασσα μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες (=Γιβραλτάρ).
Η δραστηριότητα των πειρατών, εξ άλλου, ήταν που έδωσε στους Ρωμαίους την αφορμή να καταλάβουν την Κύπρο.