Λουζιανός βασιλιάς της Κύπρου από το 1369 μέχρι τον θάνατό του, το 1382. Γεννήθηκε το 1354 κι ήταν γιος του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄ (1359-1369) και της βασίλισσας Ελεονώρας της Αραγονίας. Διαδέχθηκε στον θρόνο τον πατέρα του που είχε δολοφονηθεί τον Ιανουάριο του 1369. Ο Πέτρος Β΄ νυμφεύθηκε την Βαλεντίνα Βισκόντι με την οποία απέκτησε μια κόρη που όμως δεν έζησε. Έτσι, μετά τον πρόωρο θάνατο του το 1382 (σε ηλικία 28 μόλις χρόνων) τον θρόνο της Κύπρου κληρονόμησε ο Ιάκωβος Α΄ (1382-1398) που ήταν θείος του (αδελφός του πατέρα του, του Πέτρου Α΄). Η Βαλεντίνα Βισκόντι, που έγινε βασίλισσα της Κύπρου μετά τον γάμο της με τον Πέτρο Β΄ το 1378, ήταν ανεψιά του Μπερναμπώ, δούκα του Μιλάνου. Πριν από τον γάμο αυτό, στον Πέτρο έγινε η πρόταση να νυμφευθεί μια κόρη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Η πρόταση αυτή απερρίφθη για πολιτικούς λόγους, αφού οι Λατίνοι δεν ευνοούσαν γάμο του Πέτρου με μια Ελληνίδα πριγκίπισσα. Η δικαιολογία όμως που είχε δοθεί στους απεσταλμένους του Παλαιολόγου ήταν ότι ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με τους κινδύνους που απειλούσαν την Κύπρο εξαιτίας της εισβολής των Γενουατών στο νησί.
Η περίοδος της βασιλείας του Πέτρου Β΄ χαρακτηρίζεται από παρακμή σε σχέση προς την αμέσως προηγούμενη περίοδο της βασιλείας του πατέρα του. Επί Πέτρου Β΄ απωλέσθηκαν οι κυπριακές κτήσεις του Πέτρου Α΄ στη Μικρά Ασία. Ακόμη περισσότερο, η Κύπρος δέχθηκε την καταστροφική εισβολή των Γενουατών στις 14 Μαρτίου 1374 που κατέληξε σε κατάληψη και κατακράτηση της Αμμοχώστου, του σημαντικότερου λιμανιού που από τότε άρχισε να παρακμάζει. Επίσης σημαντική φθορά υπέστησαν η πρωτεύουσα Λευκωσία, η Κερύνεια, η Λεμεσός και η Πάφος, εξ αιτίας του πολέμου προς τους Γενουάτες.
Ο Πέτρος Β΄ ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Κύπρου αμέσως μετά τη δολοφονία του πατέρα του στη Λευκωσία τον Ιανουάριο του 1369. Επειδή όμως ήταν τότε ακόμη ανήλικος (15 μόλις χρόνων), την εξουσία ανέλαβε ως αντιβασιλιάς ο θείος του Ιωάννης, πρίγκιπας της Αντιόχειας, αδελφός του Πέτρου Α΄ που κυβέρνησε μέχρι την ενηλικίωση του ανεψιού του. Ωστόσο ο Ιωάννης αντιμετώπισε σοβαρές αντιδράσεις, ιδίως από τη βασίλισσα Ελεονώρα, που τον θεωρούσε ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Πέτρου Α΄, του συζύγου της. Επιθυμώντας την εκδίκηση, η Ελεονώρα ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από την Ευρώπη, προς τιμωρία των δολοφόνων του Πέτρου Α΄. Στις μυστικές της εκκλήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις, ανταποκρίθηκαν τελικά οι Γενουάτες που είδαν την όλη υπόθεση ως ευκαιρία επεμβάσεώς τους στο βασίλειο της Κύπρου.
Την αφορμή για επέμβαση στην Κύπρο βρήκαν οι Γενουάτες μετά που ενηλικιώθηκε ο Πέτρος Β΄, ο οποίος εστέφθη βασιλιάς της Κύπρου στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, στις 12 Ιανουαρίου του 1371. Στις 10 Οκτωβρίου του 1372 ο Πέτρος Β΄ εστέφθη στην Αμμόχωστο βασιλιάς των Ιεροσολύμων, κατά τη διάρκεια δε της τελετής σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια. Πρωταγωνιστές των επεισοδίων ήσαν οι Βενετοί και οι Γενουάτες της Αμμοχώστου. Σύμφωνα προς το έθιμο, οι αρχηγοί των δυο αυτών παροικιών της Αμμοχώστου κρατούσαν, κατά την τελετή της στέψης, τιμητικά, τα χαλινάρια του βασιλικού αλόγου. Τα επεισόδια άρχισαν εξαιτίας φιλονικίας για το ποιοι θα κρατούσαν το δεξιό και ποιοι το αριστερό χαλινάρι, συνεχίστηκαν δε κι επεκτάθηκαν το βράδυ στο εορταστικό δείπνο και στη συνέχεια στους δρόμους της Αμμοχώστου όπου Βενετοί και Γενουάτες συγκρούστηκαν ένοπλα, με πολλά θύματα και ζημιές. Για τα αιματηρά επεισόδια η ευθύνη επιρρίφθηκε στους Γενουάτες εμπόρους της Αμμοχώστου εκ των οποίων πολλοί συνελήφθησαν. Οι εκπρόσωποι των Γενουατών κατήγγειλαν τότε στη Γένουα τις διώξεις που υπέστησαν, κι οι αρχές της ισχυρής αυτής πόλης θεώρησαν πως βρέθηκε η ευκαιρία για επέμβαση στην Κύπρο. Έτσι οργάνωσαν μια εκστρατευτική δύναμη που χρηματοδοτήθηκε από πλούσιους Γενουάτες (υπό τύπο «δημόσιας επιχείρησης» όπου ο καθένας αγόραζε όσες «μετοχές» ήθελε!). Επικεφαλής του εκστρατευτικού αυτού σώματος τοποθετήθηκε ο Πέτρος ντε Κάμπο Φρεγκόσο, αδελφός του δόγη της Γένουας.
Ο Πέτρος και οι σύμβουλοί του στην Κύπρο έκριναν ότι χρειάζονταν πίσω στο νησί κάθε διαθέσιμη στρατιωτική δύναμη προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν τους Γενουάτες. Έτσι παρέδωσαν την Αττάλεια (στη Μικρά Ασία) στον εμίρη Τεκέ από τον οποίο την είχε κυριεύσει ο Πέτρος Α΄, αφού συνήψαν συνθήκη μαζί του, κι απέσυραν απ’ εκεί τις δυνάμεις τους.
Της αντίστασης κατά των Γενουατών δεν ηγήθηκε ο νεαρός βασιλιάς Πέτρος Β΄, αλλά οι δυο θείοι του Ιωάννης και Ιάκωβος (ο δεύτερος κατείχε τότε το αξίωμα του κοντοσταύλη της Κύπρου, ήταν δηλαδή ο αρχηγός του στρατού). Αντίθετα ο νεαρός βασιλιάς, που βρισκόταν μαζί με τη μητέρα του Ελεονώρα στην Αμμόχωστο, το μόνο που κατόρθωσε ήταν να απολέσει την τόσο σημαντική αυτή πόλη /λιμάνι και να συλληφθεί μάλιστα κι ο ίδιος αιχμάλωτος. Η Αμμόχωστος, που ήταν άριστα οχυρωμένη, κατελήφθη από τους Γενουάτες (1373) όχι εξ εφόδου (αυτό ήταν αδύνατο με τη δύναμη και τα μέσα που κατείχε το εκστρατευτικό σώμα των Γενουατών) αλλά με πονηρία. Συγκεκριμένα είχε επιτραπεί η είσοδος Γενουατών στην πόλη, δήθεν για διαπραγματεύσεις, και η είσοδός τους αυτή απεδείχθη μοιραία για την πόλη.
Ο Πέτρος Β΄ κρατήθηκε αιχμάλωτος των Γενουατών, όπως κρατήθηκε και η μητέρα του Ελεονώρα. Οι Γενουάτες επετέθησαν και κατά της Λεμεσού και κατά της Πάφου, ενώ εισήλθαν και σ’ αυτή την ίδια την πρωτεύουσα Λευκωσία. Οι δυο θείοι του βασιλιά, Ιωάννης και Ιάκωβος, επιτυχημένα αντιστάθηκαν στους Γενουάτες από το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος και από την πόλη της Κερύνειας.
Τελικά, τον επόμενο χρόνο 14 Μαρτίου 1374, ο Πέτρος εξαναγκάστηκε να έλθει σε μια ταπεινωτική συμφωνία με τους Γενουάτες, που μεταξύ άλλων πρόβλεπε: παραμονή της Αμμοχώστου υπό γενουατική κατοχή, καταβολή υπέρογκων αποζημιώσεων στους Γενουάτες (και αποστολή ομήρων στη Γένουα ως εγγυήσεως), παράδοση της Κερύνειας και αναχώρηση του Ιακώβου εκτός Κύπρου. Ο Ιάκωβος υπάκουσε κι εγκατέλειψε την Κερύνεια, φεύγοντας όμως για την Ευρώπη συνελήφθη από τους Γενουάτες (παρά την υπόσχεσή τους ότι θα παρέμενε ανενόχλητος) κι εστάλη κι αυτός αιχμάλωτος στη Γένουα. Απ’ εκεί επέστρεψε πλέον μετά τον θάνατο του Πέτρου Β΄, όταν εξελέγη βασιλιάς της Κύπρου.
Η όλη επιχείρηση των Γενουατών στην Κύπρο τους απέφερε σημαντικά οφέλη. Ωστόσο, πριν αναχωρήσουν, φρόντισαν να εκτελέσουν εκείνους που είχαν ανάμειξη στη δολοφονία του βασιλιά Πέτρου Α΄, εκπληρώνοντας την αρχική υπόσχεση προς τη βασίλισσα Ελεονώρα. Η τελευταία, λίγο μετά το τέλος του πολέμου με τους Γενουάτες, οργάνωσε και πέτυχε και τη δολοφονία του πρίγκιπα Ιωάννη που, όπως προαναφέρθηκε, τον θεωρούσε ηθικό αυτουργό για τον θάνατο του Πέτρου Α΄.
Τελικά η δυναμική Ελεονώρα είχε έλθει σε σύγκρουση και με τη Βαλεντίνα, μετά τον γάμο της τελευταίας με τον Πέτρο Β΄, ενώ συνεχώς αναμειγνυόταν και σε άλλες πολλές υποθέσεις και σκάνδαλα. Έτσι, κάποτε ο Πέτρος Β΄ αποφάσισε να διώξει τη μητέρα του από την Κύπρο. Παρά τις σφοδρές της διαμαρτυρίες, η Ελεονώρα εστάλη πίσω στην Ισπανία τον Σεπτέμβριο του 1378.
Ο Πέτρος Β΄ είχε διαπραγματευθεί κι επιτύχει τη σύναψη ειρήνης με τον σουλτάνο της Αιγύπτου. Είχε επίσης κτίσει και βελτιώσει οχυρώσεις της Λευκωσίας. Έκτισε εξάλλου τη βασιλική έπαυλη στο χωριό Ποταμιά (που καταστράφηκε από τους Μαμελούκους το 1426) κι άλλα έργα. Όπως κι ο πατέρας του, έκοψε κι αυτός δικά του, παρόμοια, νομίσματα. Πέθανε στις 3 Οκτωβρίου του 1382.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια