Η παφιακή επαρχία είναι μια από τις σημαντικότερες περιοχές της Κύπρου σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία και γενικά σε κινητές και ακίνητες αρχαιότητες. Πολλοί από τους αρχαιολογικούς της χώρους έχουν ήδη ανασκαφεί τμηματικά, αρκετοί όμως άλλοι, που έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί, παραμένουν ανεξερεύνητοι.
Οι ανασκαφέντες αρχαιολογικοί χώροι πόλεων και συνοικισμών απέδωσαν επιβλητικά δημόσια κτίρια και ιδιωτικές κατοικίες των Προχριστιανικών και Μεταχριστιανικών χρόνων και αναρίθμητα εκλεκτά δείγματα κινητών ευρημάτων, που περιλαμβάνουν πήλινα, χάλκινα και γυάλινα αγγεία, χρυσά, αργυρά και χάλκινα κοσμήματα, μαρμάρινα και ασβεστολιθικά αγάλματα και γλυπτά, πήλινα και λίθινα ειδώλια, χάλκινα και σιδηρά όπλα, πήλινους και χάλκινους λύχνους, λίθινα και μετάλλινα οικιακά σκεύη και αγροτικά εργαλεία, βιοτεχνικά είδη και πολυποίκιλα άλλα έργα σφραγιδογλυφίας, ελεφαντουργίας, νομισματικής και επιγραφικής. Τα περισσότερα από τα ανασκαφικά αυτά ευρήματα αποτελούν τα εκθέματα του Επαρχιακού Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάφου και του τοπικού Μουσείου της Παλαιπάφου στα Κούκλια, αρκετά σπάνια και μοναδικά στο είδος τους κοσμούν τις αίθουσες του Κυπριακού Μουσείου στη Λευκωσία και πολυάριθμα άλλα βρίσκονται σε μουσεία και ιδιωτικές αρχαιολογικές συλλογές της Κύπρου και του εξωτερικού.
Εκτός από τα ανασκαφέντα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και τα μεγαλόπρεπα ταφικά μνημεία, σημαντικά δείγματα ακίνητων μνημειακών αρχαιοτήτων αποτελούν τα κάστρα και τα αμυντικά τείχη, οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, τα ιστορικά μοναστήρια, τα γεφύρια, οι οικίες παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής και διάφορα άλλα παρεμφερή αρχιτεκτονικά έργα. Τη σημαντικότητα και παγκόσμια ακτινοβολία των παφιακών αρχαιοτήτων αναγνώρισε επίσημα και η ΟΥΝΕΣΚΟ το 1980 με τη συμπερίληψη των μνημείων της Παλαιπάφου και της Νέας Πάφου στον Κατάλογο των Εκλεκτών Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τα Μνημεία αυτά, που χρονολογούνται από τις αρχές των Νεολιθικών χρόνων, γύρω στο 7000 π.Χ., μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ. και που διατηρούν αναλλοίωτη την πολιτιστική ταυτότητα της Πάφου και της Κύπρου γενικότερα, κατά χρονολογική σειρά αντιπροσωπεύουν οι πιο κάτω αρχαιολογικοί χώροι και οικοδομήματα:
Ο νεολιθικός συνοικισμός στην τοποθεσία Άγιος Μάμας στο χωριό Ανδρολίκου.
Οι χαλκολιθικοί συνοικισμοί στην τοποθεσία Λάκκους του χωριού Λέμπα και στις τοποθεσίες Μοσφύλια και Μηλούδκια του χωριού Κισσόνεργα.
Το χαλκολιθικό νεκροταφείο στις τοποθεσίες Βαθυρκάκας και Λαόνα του χωριού Σουσκιού.
Τα νεκροταφεία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στην τοποθεσία Αμμούδκια του χωριού Κισσόνεργα και στα νοτιοδυτικά περίχωρα του χωριού Γιαλιά.
Το νεκροταφείο της Μέσης εποχής του Χαλκού στο χωριό Πάνω Αρόδες.
Το ιερό της Αφροδίτης και το πλούσιο νεκροταφείο της Ύστερης εποχής του Χαλκού στην Παλαίπαφο-Κούκλια.
Ο μυκηναϊκός συνοικισμός στην τοποθεσία Μάα-Παλαιόκσστρο, στον κόλπο των Κοραλλίων.
Τα κυπρο-γεωμετρικά νεκροταφεία στην τοποθεσία Σκάλες της Παλαιπάφου και στην τοποθεσία Μούτταλλος της πόλης της Πάφου.
Τα κυπρο-κλασσικά αμυντικά έργα στην Παλαίπαφο και το νεκροταφείο της ίδιας περιόδου στο Μάριον- Πόλη Χρυσοχούς, από το οποίο προέρχονται τα περισσότερα από τα περίφημα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αττικά αγγεία.
Οι μνημειακοί ελληνιστικοί λαξευτοί «τάφοι των βασιλέων» στην Κάτω Πάφο και το νεκροταφείο της ίδιας περιόδου στη Γεροσκήπου.
Η «Οικία του Διονύσου», η «Οικία του Θησέα», η «Οικία του Αιώνα», η «Οικία του Ορφέα» με τα περίτεχνα και πολύχρωμα ψηφιδωτά δάπεδά τους, το ωδείο, το ασκληπιείο και η αγορά, των Ελληνο-Ρωμαϊκών χρόνων, στη Νέα Πάφο, όπου και το νέο θέατρο της πόλης.
Οι πρωτοχριστιανικές βασιλικές της Αγίας Κυριακής και της Παναγίας Λιμενιώτισσας στη Νέα Πάφο και οι δυο βασιλικές της ίδιας περιόδου στον Άγιο Γεώργιο Πέγειας.
Οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου, της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Έμπα, της Αγίας Κυριακής στη Νέα Πάφο, της Παναγίας Καθολικής στα Κούκλια, του Αγίου Θεοδοσίου στην Αχέλεια, των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης στη Λετύμπου, του Αγίου Γεωργίου στην Κάτω Αρχιμανδρίτα, του Αγίου Νικολάου στη Γαλαταριά, της Αγίας Μαρίνας στη Φιλούσα, της Παναγίας του Σίντη στην Πενταλιά, του Αγίου Γεωργίου στην Κοίλη, της Παναγίας Χόρταινης στην Πελαθούσα, της Παναγίας Θεοτόκου στη Χούλου, της Αγίας Αικατερίνης στην Κρίτου Τέρρα, του Αγίου Γεωργίου στη Δρούσεια και της Παναγίας Χρυσοσπηλιώτισσας στις Πάνω Αρόδες.
Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες του Αγίου Νεοφύτου στην Τάλα, του Αγίου Σάββα της Καρόνος στην Τραχυπέδουλα, του Σταυρού της Μίθθας στη Τσάδα, της Αγίας Μονής στον Στατό και της Παναγίας Χρυσορροϊάτισσας στην Πάνω Παναγιά.
Το βυζαντινό-μεσαιωνικό φρούριο των «Σαράντα Κολώνων», το βενετικό κάστρο, ο γοτθικός ναός και τα μεσαιωνικά λουτρά στη Νέα Πάφο.
Το μεσαιωνικό αρχοντικό (Manor house) και ο ζαχαρόμυλος της ίδιας περιόδου στα Κούκλια.
Η οικία παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής Χατζησμίθ, που στεγάζει το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Γεροσκήπου και τα γεφύρια του Σκάρφου στη Σίμου, του Κελεφού (ή Τζελεφού)στον Άγιο Νικόλαο και του Ρουδιά στον Άγιο Ιωάννη.
Στην εκτενή περιοχή της Κάτω Πάφου (Νέας Πάφου), συνεχίζονται οι ανασκαφικές εργασίες από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου αλλά και από διάφορες ξένες αρχαιολογικές αποστολές. Στην όλη έκταση περιλαμβάνεται και ο χώρος των λεγομένων «Τάφων των Βασιλέων», όμως για τα νεότερα στοιχεία περί του χώρου αυτού, δες χωριστό λήμμα. Όσο για τους υπόλοιπους χώρους, οι κυριότερες νεότερες πληροφορίες είναι οι ακόλουθες:
1. Η νεότερη αρχαιολογική έρευνα απεκάλυψε ολόκληρο το αρχαίο θεάτρο της Πάφου. Το θέατρο της πόλης βρίσκεται στη νότια πλαγιά του χαμηλού λόφου «Φάπρικα», στη βορειοανατολική άκρη του αρχαιολογικού χώρου της πόλης, και χρονολογείται στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά Χρόνια. Δυστυχώς το κάτω μέρος του θεάτρου, η ορχήστρα και η
σκηνή, που ήταν κτισμένο από πελεκητούς ασβεστόλιθους, έχει υποστεί καταστροφή σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, ιδίως λόγω μετακινήσεως και εξαφανίσεως των λίθων με τους οποίους ήταν κτισμένο (πιθανότατα οι λίθοι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για οικοδόμηση νεότερων κτιρίων κατά τα Βυζαντινά Χρόνια και τα χρόνια της Φραγκοκρατίας). Έχουν ωστόσο αποκαλυφθεί σειρές κερκίδων του θεάτρου, που ήταν λαξευτές στην πλαγιά του λόφου. Η «επένδυσή» τους όμως με κατεργασμένους λίθους, απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό.
2. Έχει εντοπισθεί η προβλήτα του αρχαίου εσωτερικού λιμανιού της Πάφου, που φαίνεται ότι εκτεινόταν σε μια απόσταση περίπου 50 μέτρων προς τα ενδότερα από το σημείο της σημερινής ακτής. Η προβλήτα εντοπίστηκε στον κενό χώρο μεταξύ του φρουρίου «Σαράντα Κολώνες» και της σημερινής ακτής και μεταξύ του σημερινού παραλιακού δρόμου και της βασιλικής της «Λιμενιώτισσας». Δεν έχουν όμως πραγματοποιηθεί ακόμη εργασίες έρευνας και ανασκαφής του χώρου και έτσι δεν υπάρχουν τελεσίδικα συμπεράσματα, όπως για την έκταση, τον τρόπο κατασκευής, την εποχή της καταστροφής και επίχωσης κλπ.
3. Ενδιαφέροντα στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση της ιστορίας της Πάφου και ιδίως της περιόδου της εισαγωγής και σταθεροποίησης της νέας θρησκείας, δηλαδή του Χριστιανισμού, προσθέτουν οι συνεχιζόμενες για πολλά χρόνια στην Κάτω Πάφο, για οκτώ τώρα χρόνια, ανασκαφικές εργασίες της ιταλικής αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Κατάνια, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Filippo Giudice. Η αποστολή αυτή ανασκάπτει μία «γειτονιά» της Πρωτο Χριστιανικής Πάφου, και έχουν έλθει στο φως τα κατάλοιπα ενός μικρού ιερού, με υπόγειους θαλάμους, ενός παλαιοχριστιανικού ναού και άλλα ευρήματα. Μεταξύ άλλων, ανασκάφηκε μεγάλο τμήμα ενός δρόμου. Στον λοφίσκο που δεσπόζει του χώρου του μικρού ναού, βρέθηκαν τα κατάλοιπα ενός κτιρίου που χρονολογείται στα τέλη των Μεσαιωνικών Χρόνων, και το οποίο πιθανώς είχε καταστραφεί από σεισμούς.
Η ανασκαφή που έγινε στα βόρεια του αποκαλυφθέντος δρόμου και δίπλα από τα τείχη της Πάφου, έφερε στο φως μεγάλες βαθμιδωτές επιφάνειες, μερικώς λαξευμένες στον φυσικό βράχο και μερικώς κτισμένες (στα σημεία όπου δεν υπάρχει βράχος). Βάσει των ενδείξεων, πιστεύεται ότι ο χώρος αυτός πιθανόν να ήταν ένας «ξυστός», δηλαδή ένα μικρό στάδιο που εχρησιμοποιείτο κυρίως για προπονήσεις.
Τομές στην περιοχή έναντι των υπογείων δωματίων του ιερού, έδωσαν επίσης πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα. Στον χώρο αυτό, δηλαδή απέναντι από το ειδωλολατρικό ιερό, υπήρχε μία μικρή πρωτο-χριστιανική βασιλική με διπλή αψίδα (ένα πολύ σπάνιο στοιχείο με ελάχιστα υπάρχοντα παραδείγματα στη λαϊκή αρχιτεκτονική της Πρωτοχριστιανικής Εποχής). Η μικρή αυτή βασιλική δεν έχει ακόμη ανασκαφεί πλήρως. Είναι όμως ήδη γνωστό από την έως τώρα έρευνα ότι αποτελείτο από ένα κεντρικό κλίτος, νάρθηκα και ένα μεγάλο χώρο μεταξύ των δύο αψίδων. Ο χώρος αυτός έδινε πρόσβαση σε ένα είδος «κρύπτης» που σχηματιζόταν μεταξύ των δύο τοίχων του διαδρόμου του γειτονικού ειδωλολατρικού ιερού και ενός μεταγενέστερου τοίχου της Πρωτο-Χριστιανικής Εποχής. Επρόκειτο, συνεπώς, για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνύπαρξης, για κάποιαν χρονική περίοδο, του ειδωλολατρικού ιερού και του χριστιανικού ναού, σε μία εποχή κατά την οποία η νέα θρησκεία δεν είχε ακόμη καθιερωθεί πλήρως και οριστικά αλλά υφίστατο και εδημιουργείτο δίπλα από τις παλαιές.
Δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες μέσα στην «κρύπτη» και γύρω από μία μικρή τετράπλευρη κατασκευή γεμάτη με καμένο χώμα, απέδωσαν μερικά αγγεία. Σε ένα από αυτά — έναν θραυσμένο αμφορέα — βρέθηκαν μερικά οστά και τεμάχια από ύφασμα. Ο αμφορέας είχε πιθανότατα χρησιμοποιηθεί ως οστεοφυλάκιο. Οι ενδείξεις δείχνουν καταστροφή του χώρου κατά τη διάρκεια των πρώτων αραβικών επιδρομών (μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα).
Η μικρή βασιλική (δηλαδή η χριστιανική εκκλησία) φαίνεται από την έρευνα ότι είχε πρωτοκτιστεί στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα, είχε ανοικοδομηθεί κατά τα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 7ου αιώνα, και καταστράφηκε στα μέσα του 7ου αιώνα.
Η συνύπαρξη του ειδωλολατρικού ιερού και του χριστιανικού ναού τερματίστηκε με την ολοκληρωτική πλέον επικράτηση του Χριστιανισμού. Όταν έπαυσε η λατρευτική χρήση του ειδωλολατρικού ιερού, η περιοχή του δρόμου καταλήφθηκε από νέες κατασκευές οι οποίες, μεταξύ άλλων, κατέστρεψαν τον νότιο τοίχο του ιερού. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε ένα άλλο κτίριο στην ίδια περιοχή, που περιελάμβανε ένα μεγάλο δωμάτιο του οποίου το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με ωραία ψηφιδωτή σύνθεση γεωμετρικών σχεδίων.
* Στο μεταξύ, έχουν γίνει μελέτες και σχέδια για την ανάδειξη και την όσο το δυνατόν καλύτερη προβολή του ευρύτερου αρχαιολογικού χώρου της Κάτω (Νέας) Πάφου. Τα ιδιαίτερα αξιόλογα μνημεία ολοκλήρου του χώρου, θα αποτελέσουν ένα εντυπωσιακό και ενιαίο «αρχαιολογικό πάρκο», με κατάλληλα «μονοπάτια» για τους επισκέπτες, ειδικές διευκολύνσεις για την καλύτερη μελέτη των μνημείων, και καλύτερη διαμόρφωση των χώρων.