Οι συνθήκες, για ολόκληρη την Κύπρο, διαφοροποιήθηκαν εντελώς μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βρετανούς, κι επηρέασαν βέβαια αποφασιστικά και την επαρχία της Πάφου. Ετέθησαν κάποιες βάσεις οικονομικής ανάπτυξης, που ως αποτέλεσμα είχε και την κοινωνική και πολιτιστική άνοδο. Έγιναν έργα υποδομής, όπως δρόμοι, συστήματα άρδευσης καλλιεργειών κ.α., έφθασε ο ηλεκτρισμός και, γενικότερα, μια γεύση του πολιτισμού. Η λειτουργία μεταλλείων στην επαρχία Πάφου (όπως εκείνο της Λίμνης*), αν και αποτελούσε εκμετάλλευση από ξένες εταιρείες, έδωσε εργασία σε πολλούς κατοίκους της περιοχής. Η ίδρυση και λειτουργία του μεγάλου μεταξουργείου* στη Γεροσκήπου ήταν επίσης σημαντική για την οικονομική ανακούφιση πολλών οικογενειών της επαρχίας, όχι μόνο όσων εργάζονταν στην επιχείρηση αυτή αλλά και πάρα πολλών άλλων που εξέτρεφαν στα σπίτια μεταξοσκώληκες χωρίς πρόβλημα διαθέσεως της παραγωγής τους. Ιδρύθηκαν και λειτούργησαν, τόσο στην πόλη όσο και στην επαρχία, πολλά σχολεία.
Έτσι, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα η επαρχία της Πάφου βρέθηκε σε πολύ καλύτερη μοίρα, σε σχέση όμως με την υπόλοιπη Κύπρο εξακολουθούσε να είναι μακρινή και απομονωμένη (παρά την κατασκευή δρόμων και την εισαγωγή του αυτοκινήτου), συνεπώς και περισσότερο παραμελημένη. Η μακρινή απόσταση από τους τόπους παραγωγής των γεωργικών προϊόντων της επαρχίας έως τους τόπους κατανάλωσης (όπως το αστικό κέντρο της Λευκωσίας) ή τους τόπους εξαγωγής (λιμάνια Λεμεσού, Αμμοχώστου) ή και τους τόπους επεξεργασίας (όπως οι μεγάλες οινοβιομηχανίες της Λεμεσού), αποτελούσε ακόμη βασικό πρόβλημα.
Το τουριστικό ρεύμα που ανακάλυψε την Κύπρο, αρχικά διοχετευόταν στα ορεινά θέρετρα της επαρχίας Λεμεσού κι αργότερα στις παραλιακές περιοχές άλλων μερών της Κύπρου και ιδίως της Αμμοχώστου.
Γενικά, ακόμη και μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960 κ.ε.), η επαρχία της Πάφου εξακολουθούσε να είναι η περισσότερο παραμελημένη. Τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν ριζικά, προς όφελος της Πάφου και της επαρχίας της, μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 και την κατοχή μεγάλου τμήματος της βόρειας Κύπρου, περιλαμβανομένων της Αμμοχώστου και της Κερύνειας. Νωρίς το 1975 απεχώρησαν από την επαρχία της Πάφου οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοί της, που κατέφυγαν στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Στην πόλη και την επαρχία της Πάφου εγκαταστάθηκαν χιλιάδες Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Πολλές δραστηριότητες αναπτύχθηκαν από τότε στην επαρχία της Πάφου. Ιδίως η διοχέτευση του τουριστικού ρεύματος προς τα εκεί, συνδυάστηκε με την οικοδόμηση πολυτελών ξενοδοχειακών συγκροτημάτων. Σημαντικές βελτιώσεις έγιναν και σε έργα υποδομής (όπως στο οδικό δίκτυο), ενώ κατασκευάστηκε και αεροδρόμιο. Επίσης η κατασκευή μεγάλων φραγμάτων και υδατικών έργων, έδωσε σημαντικότατη ώθηση στις καλλιέργειες, τόσο παραδοσιακές όσο και νέες όπως η μπανανοκαλλιέργεια.
Τα προτερήματα της επαρχίας Πάφου (σημαντικότατες αρχαιότητες, θαυμάσιο κλίμα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον τοπίο, φυσικές καλλονές, πλούσια χλωρίδα) ανακαλύφθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια τόσο από τους ίδιους τους Κυπρίους όσο κι από τις χιλιάδες των ξένων τουριστών και επισκεπτών.
Έτσι η πόλη και η επαρχία της Πάφου βαδίζουν με ιδιαίτερα γοργό ρυθμό προς την πρόοδο και την ευημερία. Με τον ίδιο ρυθμό αλλάζει όψη και το παραλιακό μέτωπο στην περιοχή της πόλης της Πάφου, που έχει γίνει τόσο κοσμοπολίτικο όσο ήταν και πριν από 2.000 ή και περισσότερα χρόνια. Όμως στα ενδότερα της επαρχίας τα πράγματα δεν έχουν ακόμη αλλοιωθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό. Κατά μήκος των κοιλάδων των ποταμών, ιδίως στα ημιορεινά και ορεινά, η άγρια βλάστηση είναι ακόμη οργιαστική. Την άνοιξη θρασομανούν τ' αγριολούλουδα. Γραφικά χωριουδάκια βρίσκονται κτισμένα στις όχθες των ποταμών και σε κοιλάδες, πολλά δε διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία της ενδιαφέρουσας ημιορεινής και ορεινής λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ακόμη, στις κοίτες των μεγάλων ποταμών μπορεί να συναντήσει κανένας τα κατάλοιπα παλαιών νερόμυλων που άλεθαν το σιτάρι σε περασμένους καιρούς με κινητήρια δύναμη το νερό.
Η επαρχία της Πάφου είναι καθαρά γεωργοκτηνοτροφική. Είναι δε ένας χώρος όπου συναντούσε κανένας μέχρι πριν από μερικά χρόνια τη συνύπαρξη του παλαιού — ακόμη και του πανάρχαιου —με το σύγχρονο. Στην καλλιέργεια για παράδειγμα των χωραφιών, όπου άλλοτε εχρησιμοποιείτο η σύγχρονη μηχανή και άλλοτε (ιδίως όταν η μορφολογία του εδάφους δεν επιτρέπει τις μηχανές) εχρησιμοποιείτο το αλέτρι που το σέρνουν τα ζώα, γεωργικό όργανο που ελάχιστα διαφέρει από το αντίστοιχο των αρχαίων χρόνων, το ησιόδειον άροτρον. Ή πάλι στην ύφανση, όπου οι γυναίκες χρησιμοποιούν ακόμη τον πατροπαράδοτο αργαλειό — τη βούφα — με ξεχωριστή δεξιοτεχνία και έμπνευση. Τα περισσότερο φημισμένα υφαντά της Πάφου είναι τα λεγόμενα φυδκιώτικα που κατασκευάζονται στο χωριό Φύτη και σε άλλα χωριά της περιοχής του. Χαρακτηρίζονται από τα έντονα χρώματά τους και τα ποικίλα διακοσμητικά τους σχέδια. Παλαιότερα η επαρχία παρήγε ανάμεσα σ' άλλα και άφθονο μετάξι από το οποίο υφαίνονταν ωραιότατα υφάσματα. Ακόμη μπορεί να συναντήσει κανένας στις αυλές των χωριάτικων σπιτιών τον παραδοσιακό κτιστό φούρνο στον οποίο ψήνονται το ψωμί και τα μυρωδάτα κουλούρια, καθώς και είδη της παραδοσιακής κυπριακής κουζίνας. Στα χωράφια, ή στις αυλές των εκκλησιών, βρίσκονται σκόρπια απομεινάρια παλαιών μυλόπετρων που άλεθαν τις ελιές για παραγωγή λαδιού. Το λάδι ήταν ανέκαθεν σημαντικό αγροτικό προϊόν, συνδεδεμένο και με την ίδια τη θρησκεία: λάδι χρησιμοποιείται στο μυστήριο της βάπτισης αλλά και στην τελετή της κηδείας, και λάδι ανάβει τα καντήλια ακόμη και στο πιο μικρό και απομακρυσμένο ξωκλήσι. Τα καντήλια αυτά, που είναι αμαρτία αν σβήσουν, θαρρείς πως κρατούν άσβεστη όχι μόνο τη θρησκευτική πίστη αλλά και την ίδια τη φλόγα της ζωής. Μιας ζωής που στην επαρχία της Πάφου ακολουθεί ακόμη τον δικό της ρυθμό γιατί δεν έχει ακόμη αλλοιωθεί αθεράπευτα από τον σύγχρονο πολιτισμό.