Κατά την ημέρα αυτή φτιάχνονται από τις οικοκυρές οι φλαούνες, παραδοσιακό κυπριακό έδεσμα. Γίνονται από μείγμα αυγών και τυριού και λίγου αλεύρου (κάποτε τοποθετούν και ζάχαρη, μαστίχα, σταφίδες και παλαιότερα κανναβούρι), που ζυμώνουν σε λεπτό φύλλο ζυμαριού που το πασπαλίζουν με σησάμι. Για να πετύχει το ψήσιμό τους που γίνεται στον παραδοσιακό φούρνο, σε μερικές περιοχές οι γυναίκες χοροπηδούν γύρω από τον φούρνο, κτυπώντας τα χέρια τους και λέγοντας την επωδό:
Κότσ’ινες σαν τα καντήλια
τζ'αι ψηλές σαν τα καμίνια.
Η φλαούνα ανιχνεύεται ως την αρχαία Ελλάδα, όπου παρασκευαζόταν ένα γλύκισμα καμωμένο από ξηρούς καρπούς, με το όνομα παλάθη. Αυτό προσφερόταν στα παιδιά που έψαλλαν στις πόρτες των σπιτιών τραγούδια για να καλωσορίσουν τον ερχομό των χελιδονιών και, κατ' επέκταση, της άνοιξης. Έτσι έχουμε: παλάθη > flado-onis > flaon > φλαούνα (βλέπε Κυρ. Χατζηιωάννου, Τά ἐν Διασπορᾷ, Β', 1969, σσ. 56-59).
Για το κυπριακό αυτό παρασκεύασμα βλέπε περισσότερα στο λήμμα φλαούνα.
Στις εκκλησίες, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου όταν ψάλλεται το «Ἀνάστα ὁ Θεός...», οι πιστοί κτυπούν τους σκάμνους (στασίδια) κάνοντας θόρυβο. Επίσης παλαιότερα συνηθιζόταν κάποιος να στροβιλίζει τον δίσκο στον οποίο βρίσκονταν τα αντίδωρα, κάνοντας θόρυβο. Ο θόρυβος διώχνει το κακό που παραμονεύει. Στο μεταξύ ο ιερέας σκορπίζει στην εκκλησία δάφνη και μυρσίνη ενώ αφαιρούνται και τα μαύρα σκεπάσματα από τις εικόνες. Όλα αυτά αποτελούν, και πάλι, στοιχεία θεατρικότητας που υποβοηθούν στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας.
Σε περιοχές της βορειοδυτικής Πάφου, παράλληλα προς τη φλαούνα παρασκευάζεται και η εμπασκιά ή πασκιά ή και εμπασ'ιά. Πρόκειται για παρασκεύασμα που περιέχει γέμιση (έμβασμα, απ' όπου και η ονομασία) με κομμάτια αρνίσιου κρέατος. Το αρνί είναι χριστιανικό σύμβολο, διότι Αμνός του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός. Παλαιότερα όμως είχε την ιερή σημασία του ζώου-θεού που αποθνήσκει στην ακμή της νεότητας του αλλ' αμέσως αναστήνεται και επευφημείται ως χορηγός μιας νέας ζωής.
Βλέπε λήμμα: Εμπασκιά
Ζυμώνονται ακόμη και λαμπριάτικα ψωμιά, ζυμαρένιοι βάτραχοι, ζυμαρένια ανθρωπάκια κ.α., για τα παιδιά. Επίσης και οι λεγόμενες αυκωτές, βυζαντινής προελεύσεως. Πρόκειται για πίττες στις οποίες τοποθετούνται κόκκινα αυγά, που ψήνονται επίσης στον φούρνο. Σε μερικές περιοχές φτιάχνονταν τέτοιες πίττες με 5 αυγά τοποθετημένα, σταυροειδώς, οι λεγόμενες πούλλες, που προσφέρονταν από την αρραβωνιαστικιά στον αρραβωνιαστικό (Ακανθού). Αλλού (Ριζοκάρπασο), συνηθιζόταν να παίρνουν αυκωτές στο νεκροταφείο, μαζί με κόλλυβα, κι εκεί ο ιερέας μνημόνευε τους νεκρούς συγγενείς. Οι αυκωτές αποτελούσαν, τελικά, αμοιβή για τον ιερέα.
Στον περίβολο των εκκλησιών άντρες και παιδιά μεταφέρουν κορμούς δέντρων και ξύλα για την λαμπρατζ'ιάν (= μεγάλο λαμπρόν-φωτιά) της Αναστάσεως. Η μεγάλη φωτιά ανάβει το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Σε μερικές περιοχές συνηθίζεται να κλέβονται τα ξύλα για τη φωτιά αυτή. Η κλοπή γίνεται για λόγους μαγείας, διότι η φωτιά αυτή είναι καθαρτική αφού καίει το παλαιό κακό για να έλθει το καινούργιο καλό. Ο συμβολισμός αυτός παριστάνεται και με το κάψιμο του Ιούδα (= το κακό) και την ανάσταση του Χριστού (= το καλό).
Η διαπόμπευση του Ιούδα, που είναι πανελλήνιο έθιμο, γινόταν κυρίως στον Άγιο Κασσιανό της Λευκωσίας και σε λίγες άλλες ενορίες, όπως και σε χωριά της Κύπρου. Πρόκειται για έθιμο που συνίστατο στην κατασκευή ομοιώματος του Ιούδα, που ντυνόταν με κουρέλια και περιφερόταν χλευαζόμενο, και κατέληγε στο να καεί στη μεγάλη φωτιά. Πρόσφατα το έθιμο αυτό αναβίωσε στον Άγιο Κασσιανό.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου σε πολλά χωριά ομάδες παιδιών περιέρχονται τα σπίτια ψάλλοντας το τραούδιν της Ανάστασης και παίρνοντας ως αμοιβή φλαούνες και κόκκινα αυγά. Σε μερικά χωριά υπήρχαν οι κράχτες που περιέρχονταν κατά τα μεσάνυχτα τα σπίτια, χτυπούσαν τις πόρτες και ξυπνούσαν τους Χριστιανούς για να πάνε στις εκκλησίες ν' ακούσουν τον Καλόν Λόγον (Καλόλλοον). Εξ άλλου το τραούδιν της Ανάστασης περιλαμβάνει και στίχους που καλούν τους Χριστιανούς στις εκκλησίες:
... Οι ιερείς προσμένουσιν μέσα στην εκκλησίαν,
δράμετε όλοι, δράμετε. όλοι σας με την βίαν,
με πόθον και μ' ευλάβειαν, γυναίκες και παιδία.
Να φθάσετε εις την λιτήν, ν' άψετε τα κεριά σας
και να πανηγυρίσετε διά την Πασχαλιά σας.
Ν' ακούσετε Καλόν Λόγον, που λέγουν οι δασκάλοι,
λέγουν τον δασκαλόπουλλα κι είναι χαρά μεγάλη...
Εξάλλου κατά τις αυγινές ώρες παλαιότερα (σήμερα στις 23.00 ή στα μεσάνυχτα) κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών κι ο κόσμος, ντυμένος στα γιορτινά του, τρέχει για ν' ακούσει τον Καλόν Λόγον, δηλαδή το άγγελμα της ανάστασης του Χριστού. Κατά τη διάρκεια της τελετής απαντώνται και πάλι αρκετά θεατρικά στοιχεία, όπως το σβήσιμο όλων των φώτων και η αναπαράσταση της μεταδόσεως του αγίου φωτός. Όλοι κρατούν λαμπάδες που έχουν φέρει μαζί τους, για να πκιάσουν άγιον φως. Από τη λαμπάδα του ιερέα ανάβουν μερικοί, κι ο ένας δίνει σε άλλους για ν' ανάψουν τις δικές τους λαμπάδες, μέχρι που ανάβουν όλοι, ενώ ο ιερέας ψάλλει το «Δεύτε λάβετε Φως». Το έθιμο αυτό λέγεται συναδελφάτον γιατί συμβολίζει, μεταξύ άλλων, τη συναδέλφωση όλων των Χριστιανών την ημέρα αυτή (ο ένας ανάβει από τον άλλο). Ύστερα ο ιερέας και όλοι οι άλλοι βγαίνουν στην αυλή της εκκλησίας για τη λιτήν (λιτανεία). Σε σημείο έξω από την εκκλησία η πομπή σταματά κι ο ιερέας διαβάζει το ευαγγέλιο της Αναστάσεως κι ύστερα ψέλνεται το «Χριστός Ανέστη». Ταυτόχρονα ρίχνονται πολλές κροτίδες (σε παλαιότερα χρόνια και πυροβολισμοί). Οι κροτίδες ήσαν, παλαιότερα, διαφόρων ειδών κατασκευάσματα των παιδιών, που χρησιμοποιούσαν υλικά που μπορούσαν να βρουν στα χωριά τους (λ.χ. μείγμα από θειάφι και κάλι, πάνω στο οποίο ετοποθετείτο μια πέτρα που, όταν την κτυπούσαν δυνατά, το μείγμα εκρηγνυόταν, ή ακόμη κεφάλια των σπίρτων με τα οποία γέμιζαν το εσωτερικό μεγάλων κλειδιών [αννοιχτάρια] που τα χτυπούσαν μ' ένα καρφί, κλπ.).
Σε μερικά χωριά απαντώνται και άλλα θεατρικής μορφής έθιμα, όπως το ακόλουθο: όταν το εκκλησίασμα έβγαινε για τη λιτή, κλείνονταν οι πόρτες της εκκλησίας μέσα στην οποία έμενε ένα μόνο άτομο· αυτό προσποιείτο τον προσωποποιημένο Άδην· όταν τελείωνε η λιτανεία, ο ιερέας φθάνοντας έξω από την κλειστή πόρτα, έλεγε μεγαλοφώνως: «Άρατε πύλας οι άρχοντες και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης...»۬ αυτός που ήταν μέσα στην εκκλησία ρωτούσε: «τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»۬ ο ιερέας έδινε την απάντηση: «Κύριος κραταιός...» και ταυτόχρονα έδινε μια κλοτσιά στην πόρτα που άνοιγε διάπλατα για να εισέλθουν όλοι.
Πολλοί συνηθίζουν, αυτό το βράδυ, να παίρνουν μαζί τους στην εκκλησία φλαούνες και αυγά κόκκινα που, μετά το τέλος της λειτουργίας, τα τρώνε στο προαύλιο, τερματίζοντας έτσι και τη νηστεία τους. Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών αρχίζει από τώρα και συνεχίζεται και την Κυριακή. Όποιος νικήσει το αυγό του αντιπάλου του, του το παίρνει ως έπαθλο, γι’ αυτό και τα παιδιά συνήθιζαν να διαλέγουν, με διάφορους τρόπους, τα αυγά τους που τα θεωρούσαν ως τα πιο δυνατά. Παιδιά πολλές φορές έφτιαχναν και ψεύτικα αυγά για να νικούν τα άλλα. Ένα είδος τέτοιων ψεύτικων αυγών ήσαν οι λεγόμενοι κουλούπετροι που φτιάχνονταν ως εξής: έπαιρναν άψητο αυγό που το τρυπούσαν στο πίσω μέρος ανοίγοντας με καρφίτσα μια πολύ μικρή τρύπα۬ με σύρμα και πολλή υπομονή άδειαζαν το περιεχόμενό του και γέμιζαν το άδειο τσόφλι με γύψο۬ στη συνέχεια, το ψεύτικο αυγό βαφόταν κόκκινο, μαζί με τα αληθινά.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια