Είναι κτισμένη σε ύψωμα που δεσπόζει του χωριού από τα νότια. Είναι εκκλησία μονόκλιτη ξυλόστεγη με αψίδα ημικυκλική τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Έχει εσωτερικές διαστάσεις, χωρίς την αψίδα, 6,73 Χ 3,75 μ. Η αψίδα έχει χορδή 1,95 μ. και βέλος 1,30 μ. Σ' απόσταση 1 μ. από τον ανατολικό τοίχο υπάρχει στον νότιο και τον βόρειο τοίχο ορθογωνική παραστάδα ύψους 2 μ. Οι παραστάδες αυτές είναι χαμηλότερες των τοίχων κατά 0,70 μ. Η εκκλησία έχει δυο εισόδους, μια στον βόρειο τοίχο και μια στον δυτικό τοίχο πλάτους 1,10 μ. Στο κέντρο της αψίδας υπάρχει μικρό, στενό άνοιγμα. Στο ανατολικό και το δυτικό αέτωμα υπάρχει μικρό ορθογώνιο άνοιγμα. Αρχικά η εκκλησία δεν είχε νάρθηκα ή στοές. Αργότερα προστέθηκε στη βόρεια και τη δυτική πλευρά Γαμματόσχημη στοά. Τότε ίσως προστέθηκε στη βορειοδυτική γωνία μια αντηρίδα και σ' όλο το μήκος του βόρειου τοίχου χαμηλό πεζούλι. Οι προσθήκες αυτές πρέπει να έγιναν τον 14ο αιώνα πριν από την τοιχογράφηση της εξωτερικής πλευράς του βόρειου τοίχου της εκκλησίας. Η είσοδος στη Γαμματόσχημη στοά γίνεται από θύρες στο μέσο του βόρειου και του δυτικού τοίχου. Δεξιά και αριστερά της βόρειας θύρας υπάρχουν μικρά ορθογώνια παράθυρα.
Οι τοίχοι της εκκλησίας έχουν πάχος 50-60 εκατοστόμετρα και είναι κτισμένοι με λίθους και λάσπη. Στην εσωτερική τους επιφάνεια είναι επιχρισμένοι με αχυροπηλό. Το δυτικό αέτωμα της εκκλησίας φαίνεται ότι καταστράφηκε και ξανακτίσθηκε. Γι’ αυτό, ίσως, και δεν είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες.
Η ξύλινη στέγη της εκκλησίας κάλυπτε και τη βόρεια στοά και την αψίδα του βήματος. Η δυτική στοά καλυπτόταν με απλή, επικλινή στέγη, με κλίση προς τα δυτικά, μέχρι την επισκευή της από το Τμήμα Αρχαιοτήτων το 1951. Η επικλινής αυτή στέγη είναι αποτέλεσμα πρόχειρης επισκευής, μετά την κατάρρευση του δυτικού αετώματος της εκκλησίας και την καταστροφή της στέγης, για λόγους οικονομικούς. Το δάπεδο της εκκλησίας είναι καλυμμένο σήμερα με γυψομάρμαρα. Η κάλυψη όμως αυτή δεν είναι η αρχική. Η βόρεια είσοδος της εκκλησίας διατηρεί τα παλαιά ξυλόγλυπτα θυρόφυλλα.
Το εσωτερικό της εκκλησίας είχε διακοσμηθεί ολόκληρο με τοιχογραφίες. Σήμερα το δυτικό αέτωμα δεν διασώζει τοιχογραφίες. Καταστράφηκαν ακόμη οι τοιχογραφίες του δυτικού άκρου του νότιου τοίχου όπως και το πάνω τμήμα της τοιχογραφίας του ανατολικού αετώματος. Φθορά έχουν πάθει ακόμη και τοιχογραφίες του Χριστολογικού κύκλου και η κτιτορική επιγραφή.
Στην κορυφή του ανατολικού αετώματος είναι ζωγραφισμένος ο Θρόνος της Ετοιμασίας. Το πάνω μέρος της τοιχογραφίας αυτής έχει καταστραφεί. Χαμηλότερα, δεξιά και αριστερά του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας, είναι ζωγραφισμένος ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ, στα βόρεια της αψίδας έχει, σχεδόν, καταστραφεί τελείως. Αντίθετα η Θεοτόκος διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση.
Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας είναι ζωγραφισμένη, σε πρασινομπλέ βάθος, η Θεοτόκος από τη μέση και πάνω, με τα χέρια υψωμένα σε δέηση και τον Χριστό σε μετάλλιο μπροστά στο στήθος. Δεξιά και αριστερά είναι ζωγραφισμένοι, σε μικρότερη κλίμακα, οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ όρθιοι. Οι αρχάγγελοι είναι στραμμένοι στη Θεοτόκο την οποία θυμιάζουν με τα θυμιατήρια που κρατούν. Πιο χαμηλά, στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας, εικονίζονται μέσα σε κόκκινο βάθος έξι ιεράρχες όρθιοι στραμμένοι στο κέντρο της αψίδας, σε δυο ομάδες. Στο βόρειο μισό εικονίζονται οι άγιοι Νικόλαος, Γρηγόριος και Χρυσόστομος, και στο νότιο μισό οι άγιοι Βασίλειος, Επιφάνιος και Αυξίβιος.
Στον νότιο τοίχο, δυτικά της παραστάδας είναι ζωγραφισμένη η Θεοτόκος ένθρονη με τον Χριστό. Δυτικότερα είναι ζωγραφισμένες η Γέννηση του Χριστού και η Υπαπαντή πάνω, και οι άγιοι Χριστόφορος έφιππος και Θεόδωρος και ο απόστολος Παύλος. Δυτικότερα διασώζεται κομμάτι από κεφάλι αγίου. Η τοιχογραφία του αγίου Χριστοφόρου είναι αναθηματική, κάποιου Χριστοφόρου ὁμώτου. Στον δυτικό τοίχο, στην πάνω ζώνη εικονίζονται η Έγερση του Λαζάρου, η Βαϊοφόρος και η Σταύρωση. Στην κάτω ζώνη, στα νότια της θύρας εικονίζονται η αγία Αθανασία και η αγία Μαύρα, και στα βόρεια η αγία Βαρβάρα, η αγία Μαρίνα και η αγία Αναστασία. Αρχικά στα νότια της δυτικής εισόδου εικονιζόταν, πολύ πιθανόν, και ο άγιος Ανδρόνικος.
Στο βόρειο τοίχο, στην πάνω ζώνη εικονίζονται η εις Άδου Κάθοδος (= Ανάσταση) του Χριστού και η Κοίμηση της Θεοτόκου, και στην κάτω ζώνη, δυτικά της βόρειας εισόδου ο άγιος Στυλιανός, ο αρχάγγελος Μιχαήλ και ο απόστολος Πέτρος. Στ’ ανατολικά της βόρειας εισόδου εικονίζονται ο άγιος Γεώργιος να σκοτώνει ανθρωπόμορφο δράκο και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Στη δυτική όψη της βόρειας παραστάδας εικονίζεται η Θεοτόκος Παράκληση που μαζί με τον Πρόδρομο και τον Χριστό, που εικονίζεται στη δυτική όψη της νότιας παραστάδας, αποτελούν τη Δέηση.
Στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου είναι η κτιτορική επιγραφή και τα πορτραίτα των δωρητών, Ιωάννη του Μουτουλλά και της συζύγου του Ειρήνης που έκτισαν και διακόσμησαν την εκκλησία το 1280. Τα ονόματα των δωρητών επαναλαμβάνονται τόσο στη κτιτορική επιγραφή όσο και στην τοιχογραφία με τα πορτραίτα τους. Όμως στη κτιτορική επιγραφή το επώνυμο του κτίτορα αρχικά είχε γραφεί Γερακιώτη και αργότερα έγινε προσπάθεια να αλλάξει σε Μουτουλλά. Είναι πολύ πιθανόν ότι ο Ιωάννης Μουτουλλάς ήταν γνωστός σαν Ιωάννης ο Μουτουλλάς ο Γερακιώτης επειδή καταγόταν από το γειτονικό χωριό Γερακιές. Βαθμιαία επεκράτησε το επώνυμο Μουτουλλάς, αφού αυτό το όνομα δόθηκε και στο χωριό που κατοικούσε ο Μουτουλλάς. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο το πρώτο επώνυμο της καταγωγής του κτίτορα, έγινε προσπάθεια να μεταβληθεί στη κτιτορική επιγραφή σε Μουτουλλά. Όμως η εκκλησία της Παναγίας του Μουτουλλά εξακολούθησε για πολλά χρόνια να λέγεται της Θεοτόκου του Γερακιώτη, αν πραγματικά οι παρασελίδιες σημειώσεις στο χειρόγραφο 1129 της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού αναφέρονται στην εκκλησία αυτή.
Με εξαίρεση την τοιχογραφία της Υπαπαντής, που είναι μεταγενέστερη, όλες οι άλλες τοιχογραφίες στο εσωτερικό της εκκλησίας είναι σύγχρονες και έργα του ίδιου ζωγράφου. Οι τοιχογραφίες αυτές ξεχωρίζουν για τον έντονο αντικλασσικό χαρακτήρα τους. Είναι εντελώς γραμμικές χωρίς σωστές αναλογίες, τα κεφάλια είναι δυσαναλόγως μεγάλα, τα σώματα σχετικά κοντά και σε ορισμένες σκηνές φαίνονται να αιωρούνται μάλλον παρά να πατούν σταθερά στο έδαφος, το φόντο των τοιχογραφιών είναι κόκκινο και μ’ εξαίρεση τη σκηνή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, χωρίς κανένα αρχιτεκτόνημα που να δίνει έστω μια δειλή υποψία βάθους. Στις τοιχογραφίες αυτές κυριαρχούν οι δυο διαστάσεις. Η τρίτη διάσταση είναι εντελώς άγνωστη. Χαρακτηρίζονται όμως από μια ευχάριστη πολυχρωμία, στην οποία συμβάλλουν τα κυπριακά υφαντά της εποχής, που συνεχίζουν όμως να παράγονται μέχρι σήμερα σ’ ορισμένα χωριά. Από την άποψη αυτή οι τοιχογραφίες είναι πολύ σημαντικές.
Τοιχογραφίες υπάρχουν και στην εξωτερική πλευρά του δυτικού και του βόρειου τοίχου της εκκλησίας. Στο δυτικό τοίχο, στα νότια της θύρας, υπάρχει τοιχογραφία του Χριστού, και στα βόρεια της θύρας τοιχογραφία του αγίου Γεωργίου. Από την άποψη της τεχνοτροπίας οι τοιχογραφίες αυτές μοιάζουν με τις τοιχογραφίες του εσωτερικού της εκκλησίας. Φαίνονται όμως κάπως μεταγενέστερες.
Ολόκληρη η εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου της εκκλησίας καλύπτεται με την τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας. Πάνω από την είσοδο είναι ζωγραφισμένη η Δέηση και δεξιά και αριστερά οι απόστολοι. Στα δεξιά του Χριστού, δηλαδή στ’ ανατολικά της βόρειας εισόδου, εικονίζονται ο Παράδεισος και οι Χοροί των Δικαίων, ενώ αριστερά στα δυτικά της εισόδου εικονίζονται η Κόλαση, τα πλήθη των αμαρτωλών και τα μαρτύρια των κολασμένων. Η γιγαντιαία αυτή σκηνή φέρει έντονη την επίδραση της Παλαιολόγειας ζωγραφικής και πιθανότατα μπορεί να χρονολογηθεί, όπως και η σκηνή της Υπαπαντής στο εσωτερικό της εκκλησίας, στον 14ο αιώνα.