Πρόξενος της Τουρκίας στην Κύπρο από τον Ιούνιο του 1925. Ελληνομαθέστατος (είχε γεννηθεί στη Μυτιλήνη), είχε διοριστεί στη θέση αυτή με κύρια αποστολή να πείσει τους Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Ανατολία, διαφημίζοντάς τους τις μεγάλες ευκαιρίες προόδου και ευημερίας που τους παρέχονταν εκεί. Με βάση τη συνθήκη της Λωζάνης οι βρεττανικές αρχές στην Κύπρο ήταν υποχρεωμένες να μη προβάλουν εμπόδια στην ελεύθερη μετανάστευση των Τουρκοκυπρίων (άρθρα 21 και 35), για την οποία όφειλαν να αποφασίσουν από τον Αύγουστο του 1924 ως τον Αύγουστο του 1926. Αλλά οι Άγγλοι στην Κύπρο έπραξαν ακριβώς το αντίθετο, θεωρώντας ασύμφορο να στερηθούν μια μειονότητα που προμήθευε την αστυνομία με 57% του δυναμικού της και που θα χρησίμευε ως αντιστάθμισμα στις αξιώσεις της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας για ένωση με την Ελλάδα ή αυτοκυβέρνηση. Τρία διαβήματα διαμαρτυρίας υπέβαλε η τουρκική κυβέρνηση στη Βρεττανία για τις σκόπιμες δυσκολίες που οι βρεττανικές αρχές στην Κύπρο παρενέβαλλαν στη μετανάστευση των Τουρκοκυπρίων: ένα στις 2.8.1926, το δεύτερο στις 13.10.1926 και το τρίτο στις 23.3.1927.
Πολλοί από τους 5.000 περίπου Τουρκοκυπρίους (από σύνολο 61.389) που είχαν μεταναστεύσει στην Τουρκία ως το 1928, επέστρεψαν απογοητευμένοι. Γύρω από το θέμα προέκυψαν περίπλοκα νομικά και διοικητικά προβλήματα, τα οποία ταλαιπωρούσαν τους Τουρκοκυπρίους ως τον Δεκέμβριο του 1929, οπότε έγινε δεκτή στο Λονδίνο η πρόταση της αποικιακής διοίκησης της Κύπρου να παραχωρηθούν πιστοποιητικά βρεττανικής υπηκοότητας σε 9.000 Τουρκοκυπρίους που είχαν παραπλανηθεί και επιλέξει τη μετανάστευση χωρίς να μπορέσουν να φύγουν από την Κύπρο.
Το τουρκικό προξενείο είχε κλειστεί την 1.6.1927 έπειτα από την παρέλευση της προθεσμίας για μετανάστευση των Τουρκοκυπρίων, αλλά ξανάνοιξε μετά ένα χρόνο πάλι υπό τον Ασάφ μπέη, που τώρα, αφού η μεταναστευτική προπαγάνδα του είχε αποτύχει και μετά το 1928 απέδιδε πενιχρά αποτελέσματα, ακολούθησε νέα πολιτική: προσπάθησε να ευθυγραμμίσει την πολιτική σκέψη και ζωή των Τουρκοκυπρίων προς τα κεμαλικά πρότυπα, και πέτυχε σε συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους, να εκλεγεί στο Νομοθετικό Συμβούλιο ο Κεμαλικός -Νεοτούρκος Νετζαττί αντί του Παλαιοτούρκου Μουνίρ μπέη. Ο Νετζαττί συνεργαζόταν με τους Ελληνοκυπρίους και τον Ασάφ σαν μαριονέτα τους (G. Hill, IV, σ. 660), και μαζί με τους Έλληνες καταψήφισε τον Απρίλιο του 1931 το νομοσχέδιο του κυβερνήτη σερ Ρόναλντ Στορρς για τους δασμούς, πράγμα που υπήρξε το προοίμιο για την οκτωβριανή εξέγερση του 1931.
Η αντιβρεττανική και φιλελληνική στάση του Ασάφ είχε αναγκάσει τους Βρεττανούς να ζητήσουν την ανάκλησή του ήδη από το 1939, αλλά το πνεύμα της πολιτικής του εξακολούθησε να επηρεάζει τους Τουρκοκυπρίους. Οι Βρεττανοί φοβούνταν την προσέγγιση Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, που ο Ασάφ είχε επιτύχει, προφανώς ακολουθώντας εντολές του Κεμάλ Ατατούρκ στα πλαίσια της τότε ελληνοτουρκικής συνεργασίας και φιλίας, και έχοντας απώτερο στόχο τη δημιουργία τουρκικής εθνικής συνείδησης αντί μουσουλμανικής στους μέχρι τότε ελάχιστα Τούρκους και μάλλον Μουσουλμάνους της Κύπρου. Χαρακτηριστικά ο Ασάφ στην πρώτη ήδη περίοδο της προξενικής του υπηρεσίας επεδίωκε τη στενή συνεργασία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, συνομιλώντας ελληνικά με τους Έλληνες και φέροντας τις δυο κοινότητες σε επαφή, π.χ. κατά την επίσκεψή του στη Λάπηθο τον Αύγουστο του 1926, οπότε επεσκέφθη και το δημαρχείο εκφράζοντας στον Έλληνα δήμαρχο τη χαρά του για τη φιλική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στο νησί.