Οκτωβριανά

Η εξέλιξη των γεγονότων σε Λευκωσία και άλλες πόλεις

Image

Την ίδια μέρα κατά την οποία κυκλοφόρησε την προκήρυξή του, ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς έκαμε επαναστατική ομιλία στη Λάρνακα (18 Οκτωβρίου) κατά την οποία, μεταξύ άλλων, κήρυξε ξανά την ανυπακοή προς τους Άγγλους κυριάρχους, ετάχθη για άλλη μια φορά υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα και είπε πως για την ένωση ἐν ἀνάγκῃ νά χύσωμεν τό αἷμα μας.

 

Δυο μέρες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου ο Νικόδημος πήγε στη Λεμεσό όπου έγινε ογκώδες ενωτικό συλλαλητήριο στο στάδιο της πόλης. Μίλησαν, εκτός από τον επίσκοπο, οι Ν. Κλ. Λανίτης και Ζήνων Ρωσσίδης. Στη συνέχεια έγινε διαδήλωση στους δρόμους της πόλης.

 

Στη Λευκωσία εγνώσθη το απόγευμα της επόμενης μέρας ότι τα υπόλοιπα οκτώ ελληνικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου είχαν αναθεωρήσει την προηγούμενη θέση τους κι είχαν αποφασίσει να παραιτηθούν και αυτά. Η ρήξη μεταξύ της αποικιοκρατικής κυβέρνησης της Κύπρου και των Ελλήνων βουλευτών είχε οριστικοποιηθεί.

 

Μεγαλύτερη όμως σε όγκo ήταv η συγκέvτρωση πoυ πραγματoπoιήθηκε τηv επoμέvη, 21 Οκτωβρίoυ στη Λευκωσία. Ο Αρχιμαvδρίτης Διovύσιoς Κυκκώτης, Πρωθιερέας της Φαvερωμέvης, μετά από σύvτoμη oμιλία, όρκισε τo πλήθoς στηv Ελληvική Σημαία. 

Στο μεταξύ έφθασε στην πρωτεύουσα και η είδηση για το ογκώδες συλλαλητήριο της Λεμεσού όπως και το νόημα της ομιλίας του επισκόπου Νικοδήμου Μυλωνά που ουσιαστικά καλούσε σε ξεσηκωμό. Από τη Λεμεσό ο Ν. Κλ. Λανίτης τηλεγράφησε στη Λευκωσία τα γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη του. Το τηλεγράφημα αυτό ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά: το τηλεγράφημα αναρτήθηκε από τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη (ανταποκριτή αθηναϊκής εφημερίδας και πολιτικό παράγοντα της Λευκωσίας) στην «Εμπορική Λέσχη» στο τέλος της κεντρικής οδού Λήδρας, κοντά στην εκκλησία της Φανερωμένης. Πολύς κόσμος άρχισε τότε να συρρέει προς τα εκεί για να διαβάσει το τηλεγράφημα και να πληροφορηθεί τις εξελίξεις. Η είδηση για παραίτηση και των υπολοίπων Ελλήνων βουλευτών άρχισε να διαδίδεται. Το συγκεντρωμένο πλήθος όλο και μεγάλωνε. Κάποιοι άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες της Φανερωμένης, με αποτέλεσμα να προστρέξουν προς τα εκεί και άλλοι πολλοί. Κατά τον βοηθό διοικητή Λευκωσίας, στην έκθεσή του για τα γεγονότα, το πλήθος που συγκεντρώθηκε μετά την έναρξη των κωδωνοκρουσιών ανερχόταν στις 3.000. Άλλες πηγές ανεβάζουν το πλήθος σε 6-8.000.

 

Έτσι, το απόγευμα είχε σχηματισθεί στην πρωτεύουσα ένα συλλαλητήριο που δεν είχε προγραμματιστεί. Στον χώρο της συγκέντρωσης άρχισαν τότε να καταφθάνουν και οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες που βρίσκονταν στη Λευκωσία. Το πλήθος απαιτούσε ν' ακούσει ομιλίες. Μίλησαν ο Στέλιος Κλυτίδης της ΕΡΕΚ, ο βουλευτής Γ. Χατζηπαύλου, ο επίσης βουλευτής Θ. Θεοδότου, ο επίσης βουλευτής δικηγόρος Σταύρος Σταυρινάκης, ο οικονόμος της εκκλησίας Φανερωμένης Διονύσιος Κυκκώτης (τον οποίο ο Θεοδότου στην ομιλία του χαρακτήρισε ως Κύπριο Παλαιών Πατρών Γερμανό και για τον οποίο ο βρετανός κυβερνήτης Στορρς γράφει ότι αυτός «προχώρησε [στην ομιλία του] και κήρυξε την επανάσταση»), ο βουλευτής Μιλτιάδης Σιακαλλής. Μετά τις ομιλίες, που αρκετές είχαν ως στόχο τους τον κυβερνήτη Στορρς που κατηγορήθηκε για αυταρχική διακυβέρνηση, ακούστηκε το σύνθημα: «Στο κυβερνείο!».

 

Οι παρευρισκόμενοι βουλευτές είδαν ότι τα πράγματα εισέρχονταν σε επικίνδυνη κατεύθυνση και κατέβαλαν προσπάθειες να πείσουν το πλήθος να διαλυθεί. Όμως το πλήθος επέμενε πλέον να μεταβεί στο κυβερνείο για να επιδώσει αμέσως ψήφισμα στον ίδιο τον κυβερνήτη. Έτσι, στις 18.30΄ξεκίνησε μια πορεία λαού προς το κυβερνείο, μ’ επικεφαλής την ελληνική σημαία. Κατά τη διαδρομή, και άλλοι προσετίθεντο στο πλήθος που συνεχώς μεγάλωνε. Επικεφαλής, εκτός από τον Διονύσιο Κυκκώτη που έγινε σημαιοφόρος, ετέθησαν οι βουλευτές. Στην περιοχή του σταδίου της Λευκωσίας, μικρή αστυνομική δύναμη προσπάθησε ν' ανακόψει την πορεία, χωρίς να επιτύχει τίποτα. Ακριβώς επειδή το συλλαλητήριο ήταν αυθόρμητο κι όχι προσχεδιασμένο, οι αρχές ασφαλείας δεν είχαν προβλέψει την εξέλιξή του και καταλήφθηκαν εξ απροόπτου.

 

Στο κυβερνείο, έξω από τη Λευκωσία, το πλήθος έφθασε γύρω στις 20.00. Κατέφθασαν στο μεταξύ στον ίδιο χώρο και πολλοί μαθητές και σπουδαστές. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να εμποδίσουν τους διαδηλωτές από του να εισέλθουν στο κυβερνείο, και σημειώθηκαν οι πρώτες συγκρούσεις. Εκεί οι βουλευτές προσπάθησαν και πάλι να πείσουν το λαό να διαλυθεί. Η άρνηση του κυβερνήτη Στορρς να δεχθεί ν' ακούσει τους εκπροσώπους των διαδηλωτών, η προσπάθεια ενός Τούρκου αστυνόμου να κατεβάσει μια ελληνική σημαία που είχε υψωθεί, οι διαξιφισμοί μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών, η αργοπορία των βουλευτών μέσα στο κυβερνείο (είχαν εισέλθει για να δουν τον Στορρς και η παράταση της συζητήσεως μαζί του ερμηνεύθηκε από το πλήθος ως σύλληψή τους), ήταν επεισόδια που όξυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Μερικοί θέλησαν να κατεβάσουν την αγγλική σημαία από το κυβερνείο και να υψώσουν στη θέση της την ελληνική, πράγμα που έπραξαν. Έτσι ο ενθουσιασμός των συγκεντρωθέντων πολλαπλασιάστηκε. Σύντομα άρχισε να λιθοβολείται το κτίριο, ενώ αποστελλόταν εκεί από τη Λευκωσία ένοπλο στρατιωτικό απόσπασμα, καθώς και αστυνομική ενίσχυση. Σε λίγο η σύγκρουση γενικεύθηκε. Μερικά αυτοκίνητα που βρίσκονταν στην αυλή του κυβερνείου αναποδογυρίστηκαν και κάηκαν. Έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών. Οπότε έγινε η μεγάλη επίθεση κατά του κυβερνείου, που σύντομα παραδόθηκε στις φλόγες. Ο κυβερνήτης Στορρς το εγκατέλειψε, κι όταν άρχισαν πλέον οι δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολούν αδιακρίτως, το άοπλο πλήθος υποχώρησε. Ωστόσο στη Λευκωσία και τα προάστια η κατάσταση ήταν εκρηκτική ως αργά το βράδυ.

 

Στο μεταξύ ο Στορρς ζήτησε στρατιωτικές ενισχύσεις από την Αίγυπτο, που του εστάλησαν αεροπορικώς, γιατί φοβόταν γενίκευση των επεισοδίων σε ολόκληρη την Κύπρο.

 

Από τους πυροβολισμούς στο κυβερνείο τραυματίστηκαν 15 διαδηλωτές. Ένας απ' αυτούς, ο Ονούφριος Κληρίδης, 17 χρόνων, πέθανε την άλλη μέρα στις 23 Οκτωβρίου. 

Η κηδεία τoυ έγιvε στη Φαvερωμέvη. Κατά τηv ώρα της κηδείας μαζεύτηκαv χιλιάδες άvθρωπoι για vα τιμήσoυv τov πρώτo ήρωα της εξέγερσης.

 

Τα γεγονότα στις άλλες πόλεις και στην ύπαιθρο: Στην Αμμόχωστο ο αναβρασμός άρχισε όταν έφθασαν στην πόλη οι ειδήσεις για τα γεγονότα στην πρωτεύουσα. Στο μεταξύ οι αρχές της πόλης ετέθησαν σε συναγερμό και πήραν προληπτικά μέτρα ασφαλείας, εφιστώντας και την προσοχή των ηγετών των κατοίκων της πόλης. Στις 23 Οκτωβρίου έγινε συλλαλητήριο κι εκφωνήθηκαν ομιλίες. Μεγάλο συλλαλητήριο, με συμμετοχή 8.000 περίπου, έγινε και την επομένη (24 Οκτωβρίου) το απόγευμα. Αποφασίστηκε να υιοθετηθεί το μέτρο της παθητικής αντίστασης στην πόλη και στην επαρχία. Την Κυριακή (25 Οκτωβρίου) σημειώθηκαν στην πόλη συγκρούσεις ύστερα από επιθέσεις διαδηλωτών κατά αστυνομικών σταθμών και άλλων εγκαταστάσεων. Έπεσαν πυροβολισμοί και βρήκε το θάνατο ο 18χρονος Χαράλαμπος Φιλίππου από το Λευκόνοικο, ενώ υπήρξαν και τραυματίες. Στο λιμάνι της πόλης έφθασαν στο μεταξύ αγγλικά πλοία μεταφέροντας στην Κύπρο στρατιωτικές ενισχύσεις, ενώ ο Στορρς ενέτεινε τα μέτρα που είχε πάρει. Στην Αμμόχωστο ο λαός βρισκόταν σε κατάσταση εξεγέρσεως μέχρι και τις 29 Οκτωβρίου, αν και οι συλλήψεις πολιτών από τους Άγγλους συνεχίστηκαν κι αργότερα.

 

Η Λάρνακα βρισκόταν σε αναβρασμό ήδη από τις 18 του Οκτώβρη οπότε είχε εκφωνήσει εκεί την επαναστατική του ομιλία ο Νικόδημος Μυλωνάς. Στις 22 Οκτωβρίου, στις 17.00, έγινε συλλαλητήριο στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου, ενώ εκδηλώσεις έγιναν και τις επόμενες μέρες, που εξελίχθηκαν σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας και υπήρξαν τραυματισμοί. Η Λάρνακα βρισκόταν σε κατάσταση εξεγέρσεως μέχρι την 1η Νοεμβρίου.

 

Στην Κερύνεια τα πράγματα ήσαν σχετικά ήσυχα μέχρι τις 25 Οκτωβρίου. Το πρωί της ημέρας αυτής ο επίσκοπος Κυρηνείας Μακάριος (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄) προσπάθησε να μεταβεί στη Λευκωσία αλλά εμποδίστηκε να εισέλθει στην πόλη, με εντολή του κυβερνήτη. Επέστρεψε τότε στην Κερύνεια, όπου βρήκε συγκεντρωμένο εκκλησίασμα στην εκκλησία του Αρχαγγέλου. Μίλησε τότε προς τους συγκεντρωθέντες, καταγγέλλοντας τη βρετανική τυραννία. Στη συνέχεια κάλεσε το λαό να τον ακολουθήσει, και ξεκίνησε μια πορεία προς το σπίτι του Άγγλου διοικητή στο οποίο και υψώθηκε η ελληνική σημαία. Το μεσημέρι έφθασε στην πόλη στρατιωτικό απόσπασμα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας έγινε συλλαλητήριο, ενώ στην πόλη κατέφθαναν και διαδηλωτές από τα κοντινά χωριό. Σημειώθηκαν συγκρούσεις, ρίφθηκαν πυροβολισμοί και μερικά άτομα τραυματίστηκαν. Ένα απ' αυτά, ο Μιχαήλ Ιωάννου από τον Καραβά, πέθανε στις 27 Οκτωβρίου. Ο στρατός κατέλαβε τη μητρόπολη και συνέλαβε τον επίσκοπο.

 

Στην Πάφο, η δραστηριότητα και οι ομιλίες του επισκόπου Λεοντίου (μετέπειτα αρχιεπισκόπου Κύπρου) κρατούσαν τον λαό σε αναβρασμό ήδη αρκετά πριν από τα γεγονότα. Όταν όμως ξέσπασε η εξέγερση, ο Λεόντιος απουσίαζε στο εξωτερικό. Στις 22 Οκτωβρίου, το απόγευμα, πλήθη λαού από την πόλη και την επαρχία συγκεντρώθηκαν σε συλλαλητήριο, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν συνεχώς. Το πλήθος διαλύθηκε το βράδυ. Το πρωί της επομένης έφθασε στη θαλάσσια περιοχή της Πάφου ένα πολεμικό πλοίο. Οι εκδηλώσεις του λαού ωστόσο συνεχίστηκαν. Το Σάββατο (24 Οκτωβρίου) πραγματοποιήθηκε νέο μεγάλο συλλαλητήριο. Στην πόλη κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος. Την Κυριακή (25 Οκτωβρίου) οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν από νωρίς το πρωί, ενώ το πλήθος άρχισε και πάλι να συγκεντρώνεται στην περιοχή της μητρόπολης. Σημειώθηκαν επεισόδια κι έγιναν συλλήψεις που συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες και ιδίως το Σάββατο, 31 Οκτωβρίου.

 

Στη Λεμεσό η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από την Τρίτη, 20 Οκτωβρίου 1931, όταν ο επίσκοπος Κιτίου Νικόδημος Μυλωνας (η Μητρόπολη Κιτίου μέχρι το 1973 περιελάμβανε τις επαρχίες Λεμεσού και Λάρνακας)  είχε κάμει στην πόλη επαναστατική ομιλία. Συγκεντρώσεις λαού, επεισόδια και συγκρούσεις έγιναν το απόγευμα και το βράδυ της Πέμπτης, 22 Οκτωβρίου, οπότε πολιορκήθηκε και κατελήφθη το σπίτι του Άγγλου διοικητή της πόλης. Ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει μαζί με την οικογένεια και τα δυο σκυλιά του και να καταφύγει στο αρχηγείο της αστυνομίας. Το σπίτι πυρπολήθηκε. Στις 23 Οκτωβρίου έφθασε στη Λεμεσό βρετανικό πολεμικό πλοίο που αποβίβασε στην πόλη ενισχύσεις. Η κατάσταση στην πόλη ήταν εκρηκτική, ιδίως επειδή μαθεύτηκε ότι είχε εκδοθεί διάταγμα για σύλληψη του επισκόπου Νικοδήμου Μυλωνά, που τον φρουρούσε πλήθος λαού έξω και μέσα στο μητροπολιτικό κτίριο. Τελικά η σύλληψη του Νικοδήμου έγινε τα ξημερώματα της 24ης Οκτωβρίου, όταν ο λαός κοιμόταν. Ωστόσο, όταν οι Βρετανοί στρατιώτες εισήλθαν στη μητρόπολη την βρήκαν γεμάτη από κόσμο που όμως ήταν άοπλος και δεν μπόρεσε να προβάλει σοβαρή αντίσταση. Όταν όμως το επόμενο πρωί ο λαός πληροφορήθηκε τη σύλληψη του Μυλωνά, συγκεντρώθηκε με το σύνθημα των καμπάνων που κτυπούσαν όλες μαζί. Σημειώθηκαν σοβαρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας. Ρίχτηκαν πυροβολισμοί και υπήρξαν τραυματίες, εκ των οποίων πέθανε ένας. Στην πόλη επεβλήθη κατ’ οίκον περιορισμός, ενώ εστάλησαν και πρόσθετες στρατιωτικές ενισχύσεις. Τότε άρχισαν και οι συλλήψεις, που συνεχίστηκαν μέχρι την 1η του Νοεμβρίου.

 

Σοβαρές ταραχές έγιναν και στην κυπριακή ύπαιθρο, ιδίως δε στα μεγάλα αγροτικά κέντρα. Στη Μόρφου έγιναν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, ιδίως στις 23 Οκτωβρίου. Στο χωριό Κάμπος συνεστήθη σώμα εθελοντών κατοίκων που οπλίστηκε με κυνηγετικά όπλα. Αργότερα έγιναν στο χωριό συλλήψεις. Στη Ζώδια οι κάτοικοι επετέθησαν κατά στρατιωτικού αποσπάσματος που περνούσε από το χωριό. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κατά του πλήθους και τραυμάτισαν μερικά άτομα, μεταξύ των οποίων και ένα παιδί 10 χρόνων. Ένας από τους τραυματισθέντες πέθανε. Παρόμοια επεισόδια, με τραυματίες, έγιναν και στο χωριό Αργάκι, όπως και στην Ψημολόφου και στον Καλοπαναγιώτη. Στο Παραλίμνι έγινε επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού, που πυρπολήθηκε. Πυρπολήθηκε επίσης ο αστυνομικός σταθμός στο Μπογάζι Αμμοχώστου, όπως κι εκείνος στην Κώμη Κεπίρ, όπου έγιναν αργότερα συλλήψεις. Σε άλλα χωριά, όπως στη Βάσα, στο Όμοδος, στη Λόφου, στη Ζωοπηγή, ο λαός αφόπλισε αστυνομικούς. Στο  Άρσος και στη Μαλιά σημειώθηκαν επίσης επεισόδια, όπως και στον Αγρό, στις Κιβίδες και αλλού. Εξάλλου πολλοί μουκτάρηδες (κοινοτάρχες) υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους.

 

Εκτός από αστυνομικούς σταθμούς σε διάφορες περιοχές της Κύπρου που καταλήφθηκαν, λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, έγιναν επιθέσεις κι εναντίον άλλων κυβερνητικών εγκαταστάσεων ενώ σε μερικές περιπτώσεις καταστράφηκαν γεφύρια προκειμένου να παρεμποδιστούν οι μετακινήσεις του αγγλικού στρατού στην ύπαιθρο. Σε αρκετές περιπτώσεις, πάλι, εδάρησαν κι εκδιώχθηκαν οι φοροεισπράκτορες που εργάζονταν σε χωριά, όπως και άλλοι κυβερνητικοί υπάλληλοι.

 

Σοβαρά επεισόδια, που περιελάμβαναν πυρπόληση αστυνομικού σταθμού, έγιναν και στο Ριζοκάρπασο, όπου κάηκε και η τοπική φυλακή. Πυρπολήσεις έγιναν και στη Γιαλούσα, όπου καταστράφηκαν αποθήκες αλατιού, όπως και στην Κώμα του Γιαλού, στο Πραστειό και αλλού. Σε διάφορα άλλα χωριά πυρπολήθηκαν τα κτίρια του δασονομείου. Σε αρκετά χωριά όπου επίσης σημειώθηκαν ταραχές, όπως στη Μύρτου, στη Λάπηθο, στο Δίκωμο, στον Άγιο Αμβρόσιο, στον Κορμακίτη κ.α., επεβλήθη κατ’ οίκον περιορισμός.

 

Γενικά, σοβαρότερης ή μικρότερης έκτασης ταραχές έγιναν στα περισσότερα κυπριακά χωριά σε ολόκληρη την Κύπρο. Έτσι, κατά το διάστημα από την 21η μέχρι την 28η του Οκτώβρη η εξέγερση είχε πάρει παγκύπρια μορφή. Όμως με την εσπευσμένη άφιξη στρατιωτικών αποσπασμάτων, που εστάλησαν στην Κύπρο από την Αίγυπτο και από τη ναυτική βάση της Σούδας στην Κρήτη και που έφθασαν τόσο αεροπορικώς όσο και με πολεμικά πλοία, η κατάσταση επανήλθε υπό τον έλεγχο της αποικιοκρατικής κυβέρνησης και το κίνημα κατεστάλη πλήρως μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου.

 

Δεν υπήρχε, εξάλλου, πιθανότητα επιτυχίας του κινήματος, αφού τούτο ούτε προετοιμασμένο ήταν, ούτε κι είχε σχεδιαστεί για ν' αποβλέπει προς κάποιους στόχους.

 

Φώτο Γκάλερι

Image