Στη μεταπολεμική περίοδο που ακολούθησε την τουρκική εισβολή του 1974 με τις τόσες συμφορές που επέφερε, ο κυπριακός λαός χάρις στην εργατικότητά του, την επιχειρηματικότητα και το υψηλό δημόσιο πνεύμα που τον χαρακτηρίζει, σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα κατάφερε να επουλώσει αρκετές πληγές και με δημιουργική φαντασία να θέσει τις βάσεις για μια οικονομική ανάπτυξη ικανή να αντέξει στο βάρος της κατοχής και να ανταποκριθεί στις εθνικές ανάγκες.
Η κατάσταση της οικονομίας μπορεί γενικά να θεωρηθεί ικανοποιητική, ιδίως σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ωστόσο, μετά το 1983-84, στην οικονομίασημειώθηκε αριθμός αρνητικών τάσεων, όπως η ανακοπή στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, οι τάσεις για υπερκατανάλωση με αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση των εισαγωγών, η υποτονικότητα των επενδύσεων, η αύξηση της ανεργίας, η μείωση της συναγωνιστικότητας της οικονομίας και ο αργός ρυθμός αύξησης των εξαγωγών.
Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα είναι το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα. Το σύνολο του δημοσιονομικού ελλείμματος, με την καθιερωμένη έννοια προσδιορισμού του, ανήλθε στην περίοδο 1975-1987 στα £460,6 εκατομμύρια.
Πέρα όμως από το υπέρμετρο ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εξίσου, αν όχι και περισσότερο, ανησυχητικό είναι και το γεγονός ότι οι δημόσιες αποταμιεύσεις (η διαφορά δηλαδή μεταξύ όλων των εσόδων και των εξόδων τρεχούσης φύσεως) που κανονικά θα έπρεπε να καλύπτουν τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος των επενδυτικών και άλλων αναπτυξιακών δαπανών του δημοσίου τομέα, στη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου (1975-87) ανήλθαν σωρευτικά στα £8 εκ. μόνο. Αυτό σημαίνει ότι πρακτικά οι επενδύσεις και τα διάφορα αναπτυξιακά έργα καλύφθηκαν με δανεισμό.
Ενδεικτικό των διαστάσεων του προβλήματος αυτού είναι το γεγονός ότι οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες των Προϋπολογισμών αυξήθηκαν από £17,6 εκ. το 1975 σε £244,6 εκ. το 1987, δηλαδή κατά 14 φορές περίπου. Και ενώ το 1975 ισοδυναμούσαν με το 6,8% του ΑΕΠ, το 1987 έφθασαν στο 13,7%, δηλαδή στο διπλάσιο.
Ο δανεισμός για κάλυψη αυτών των μεγάλων χρηματοδοτικών αναγκών, σε συνδυασμό και με τις διαφοροποιήσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, οδήγησαν στην άνοδο του δημόσιου χρέους από £41,4 εκ. το 1975 σε £1.165 εκ. το 1987, δηλαδή από το 16% στο 65% του ΑΕΠ. Το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ανήλθε στο τέλος του 1987 στις £2.107. Το ποσό αυτό είναι 25 φορές πιο ψηλό από εκείνο του 1975 που ήταν μόνο £83.
Επειδή μεγάλο μέρος της κάλυψης των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα προήλθε από εξωτερική χρηματοδότηση, κατακόρυφη υπήρξε και η άνοδος του εξωτερικού χρέους. Έτσι, ενώ το 1975 το κατά κεφαλήν εξωτερικό χρέος ήταν μόνο £73, το 1987 έφθασε τις £1.237 που είναι από τα πιο ψηλά διεθνώς και δεκαεπτά φορές πιο ψηλό από εκείνο του 1975.