Η Κύπρος υπήρξε πάντοτε τόπος που προσείλκυε ξένους περιηγητές. Η Πάφος, σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, προσείλκυε το ενδιαφέρον ξένων περιηγητών από τα πανάρχαια χρόνια.
Τα ταξίδια των ξένων περιηγητών κατά την περίοδο αυτή συνδέονταν με τη λατρεία της Αφροδίτης. Επισκέψεις ξένων περιηγητών, σε μικρότερο όμως αριθμό, η Κύπρος γνώρισε και κατά τις επόμενες περιόδους. Κάποια αύξηση του αριθμού ξένων περιηγητών, κυρίως προσκυνητών που κατευθύνονταν προς τους Αγίους Τόπους — μέσω της Κύπρου — σημειώθηκε κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Βέβαια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο τουρισμός που κατά κάποιο τρόπο παρατηρείτο την εποχή εκείνη, δεν είχε ούτε τον χαρακτήρα ούτε την έκταση του σημερινού, αλλά αν ληφθούν υπόψιν οι συνθήκες και τα μέσα της εποχής, αναμφίβολα αποτελούσε ένα αξιοσημείωτο φαινόμενο. Κατά τους επόμενους αιώνες, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν επί Τουρκοκρατίας, παρατηρήθηκε μείωση των επισκέψεων ξένων περιηγητών στο νησί.
Κατά τη σύγχρονη εποχή, ο τουρισμός στην Κύπρο, σε περιορισμένη ασφαλώς κλίμακα, αρχίζει γύρω στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, από τις πρώτες δηλαδή δεκαετίες της αγγλικής κατοχής. Τούτο είναι φυσικό, αφού άλλωστε ο σύγχρονος τουρισμός θεωρείται σαν φαινόμενο βρετανικής προέλευσης. Κατά το 1905, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, κάθε πόλη της Κύπρου είχε και τα ξενοδοχεία της. Κατά το 1882 τρεις χιλιάδες Άγγλοι παραθέρισαν στο Τρόοδος. Από τότε ουσιαστικά αρχίζει και η ανάπτυξη των ορεινών θερέτρων Τροόδους, Πλατρών, Πεδουλά, Καλοπαναγιώτη κ.α. με Αιγυπτίους, Σύρους και Άγγλους από τις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Από το 1924 και μετά άρχισε τακτική ατμοπλοϊκή συγκοινωνία μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, ενώ από το 1947 άρχισαν τη λειτουργία τους οι Κυπριακές Αερογραμμές. Το 1949 ιδρύθηκε το Κυβερνητικό Γραφείο Τουρισμού το οποίο το 1955 έγινε μέρος του Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών και μετά το 1958 του Τμήματος Εμπορίου και Βιομηχανίας. Όλες οι πιο πάνω εξελίξεις απέβησαν καθοριστικής σημασίας και συνέβαλαν ουσιαστικά στη μετέπειτα ανάπτυξη του τουριστικού ρεύματος προς την Κύπρο.
(α) Τουριστική κίνηση κατά τη διάρκεια 1950-1959: Σημαντική για τα δεδομένα της εποχής αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Κύπρο σημειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1950. Εξαίρεση βέβαια, όπως ήταν φυσικό, αποτελεί η περίοδος του απελευθερωτικού αγώνα (1955-59), κατά την οποία η τουριστική κίνηση μειώθηκε αισθητά, επειδή το νησί βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των τουριστών αποτελούσαν οι Βρετανοί τουρίστες, που έρχονταν στο νησί για να επισκεφθούν τους συγγενείς τους. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε σημαντικά την τουριστική κίνηση.
Ο αριθμός των ξένων τουριστών, που έφθασαν στην Κύπρο κατά την περίοδο 1950-1959 δίνεται στον πιο κάτω πίνακα.
ΑΦΙΞΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1950-1959
ΕΤΟΣ ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΓΓΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ ΑΛΛΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ
1950 20.094 1.850 4.220 14.024
1951 28.820 5.907 3.443 19.470
1952 48.516 21.163 9.267 18.086
1953 46.061 19.139 10.761 16.161
1954 53.962 21.207 14.532 18.223
1955 37.823 5.674 14.705 17.444
1956 12.545 — 6.268 6.277
1957 11.387 — 4.839 6.548
1958 11.110 — 3.598 7.512
1959 21.076 — 3.055 18.021
Από τον πιο πάνω πίνακα φαίνεται ότι η τουριστική κίνηση κατά την περίοδο 1952-1954 σημείωσε σημαντική αύξηση, ενώ αντίθετα κατά την περίοδο 1955-59, εξαιτίας του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, σημειώθηκε μια παρακμή που στο τέλος της περιόδου αυτής υποβίβασε τον τουρισμό στο ίδιο σχεδόν επίπεδο στο οποίο βρισκόταν στην αρχή της δεκαετίας του 1950.
(β) Από την ανεξαρτησία ως την τουρκική εισβολή: Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960), το κράτος αρχίζει να ενδιαφέρεται ενεργά για την ανάπτυξη του τουρισμού. Αυτό μαρτυρείται από τη σημασία που έδιδε στον τουρισμό το πρώτο Πενταετές Σχέδιο Οικονομικής Αναπτύξεως και τα μέτρα που σύμφωνα μ' αυτό πάρθηκαν για την προώθηση του τουρισμού.
Ως αποτέλεσμα της πολιτικής που υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε, ο τουρισμός μετά την ανεξαρτησία, και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία 1960-1970, άρχισε να διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη γενική οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου. Η γεωγραφική της θέση, οι φυσικές ομορφιές, οι αρχαιότητες, το ευνοϊκό κλίμα και οι σύγχρονες και ψηλής ποιότητας τουριστικές εγκαταστάσεις της, συνέτειναν ώστε κατά την περίοδο πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 η Κύπρος να γίνει ένα από τα κύρια τουριστικά κέντρα της Μεσογείου. Οι πιο δημοφιλείς περιοχές για τους τουρίστες ήσαν η Κερύνεια και η Αμμόχωστος, ενώ οι πιο σημαντικές χώρες - πηγές τουρισμού ήσαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δυτική Γερμανία, οι Σκανδιναβικές χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Λίβανος και η Ελλάδα.
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1960-1974
ΕΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ
+ 23,5
+ 58,3
+ 25,2
+ 46,4
- 81,1
+124,9
+ 70,6
+ 33,7
+ 29,4
+ 33,4
+ 7,3
+ 14,1
+ 27,8
+ 15,7
+ 43,0
ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ (%) ΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΤΟΣ
1960 24.254
1961 38.396
1962 48.055
1963 70.373
1964 13.307
1965 29.977
1966 51.139
1967 68.397
1968 88.472
1969 118.006
1970 126.580
1971 178.598
1972 228.309
1973 264.066
1974 150.478
Από τον πιο πάνω πίνακα φαίνεται ότι η μεγαλύτερη αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Κύπρο σημειώθηκε κατά την περίοδο 1965-73. Ο αριθμός των ξένων τουριστών το 1973 σε σύγκριση με το 1965 ήταν 8,8 φορές μεγαλύτερος. Η θεαματική αύξηση που σημειώθηκε κατά την περίοδο 1965-73 φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ οι ρυθμοί αύξησης των περιηγητών κατά τις περιόδους 1960-66 και 1960-73 ήσαν 13% και 20% αντιστοίχως, κατά την περίοδο 1965-73 ο ρυθμός αύξησης ήταν 25%. Το πολύ μειωμένο τουριστικό ρεύμα, κατά το 1964-65 οφειλόταν στην ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί εξαιτίας της ανταρσίας των Τουρκοκυπρίων.
Η περίοδος μετά την τουρκική εισβολή: Ο τουριστικός τομέας δέχτηκε σοβαρότατο πλήγμα το 1974 με την απώλεια των δυο κύριων τουριστικών περιοχών, Κερύνειας και Αμμοχώστου, και την παράνομη κατοχή τους από τα τουρκικά στρατεύματα. Σαν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής χάθηκαν 13.000 κλίνες που αντιπροσώπευαν το 71,7% του τότε ξενοδοχειακού δυναμικού, άλλες 5.000 κλίνες που βρίσκονταν υπό ανέγερση και περίπου 40% του συνόλου των τουριστικών εγκαταστάσεων σε κέντρα, εστιατόρια, καφετερίες, μπαρ κλπ.
Η κυβέρνηση, ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, οι ξενοδόχοι και όλοι οι τουριστικοί επαγγελματίες εργάστηκαν πολύ σκληρά για την επαναδραστηριοποίηση του τομέα, με άμεσες επιδιώξεις:
α) την επανατοποθέτηση της Κύπρου στον τουριστικό χάρτη.
β) τη δημιουργία νέου ξενοδοχειακού δυναμικού και την ανάδειξη νέων τουριστικών περιοχών για την αναπλήρωση αυτών που χάθηκαν, και
γ) την κατασκευή αεροδρομίου στη Λάρνακα και αργότερα αεροδρομίου στην Πάφο για την αεροπορική επανασύνδεση της Κύπρου με τον υπόλοιπο κόσμο.
Στα Έκτακτα Σχέδια Οικονομικής Δράσης 1977-1978 και 1979-1981 ο τουρισμός πήρε ξανά τη θέση του σαν τομέας προτεραιότητας. Χάρις στις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατεβλήθησαν, η επαναδραστηριοποίηση του τομέα του τουρισμού υπήρξε εντυπωσιακή. Οι αφίξεις περιηγητών αυξήθηκαν ως ακολούθως:
ΕΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΦΙΞΕΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΕΚΑΤΟ ΑΛΛΑΓΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΕΤΟΣ
1974 150.478
1975 47.084
1976 180.206
1977 178.185
1978 216.679
1979 297.013
1980 403.420
1981 498.058
- 43,0
- 68,7 +282,7
- 1,1
+ 21,6
+ 37,1
+ 35,8
+ 21,5
+ 21,8 + 17,9 + 15,5
1982 606.877
1983 715.497
1984 826.453
Η συνεχής αύξηση του αριθμού των αφίξεων περιηγητών συνεχίστηκε και κατά τα έτη μετά το 1984. Ο τουρισμός αποτελεί ήδη, την υπ' αριθμόν ένα πηγή ξένου συναλλάγματος και συμβάλλει σημαντικά στη δραστηριοποίηση της οικονομίας του τόπου. Ο αριθμός των ξενοδοχειακών κλινών στις ελεύθερες περιοχές αυξήθηκε σταδιακά και μέχρι το 1981 έφθασε ξανά τα επίπεδα του 1973, δηλαδή γύρω στις 15.000 κλίνες. Το 1984 λειτούργησαν 25.760 κλίνες σε 234 ξενοδοχεία και οργανωμένα διαμερίσματα, ενώ άλλες 6.627 κλίνες βρίσκονταν υπό ανέγερση.
Το 1987 υπήρξε χρόνος επίδοσης στην ιστορία του κυπριακού τουρισμού, αφού οι συνολικές αφίξεις περιηγητών ξεπέρασαν το εκατομμύριο και τα έσοδα από τον τουρισμό ξεπέρασαν τα £320 εκατομμύρια. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι το 1987 η Κύπρος εισέπραξε από τον τουρισμό περισσότερο συνάλλαγμα απ' ό,τι εισέπραξε απ' όλες τις εξαγωγές της. Αυτή η μεγάλη πρόοδος του τουρισμού αντανακλά την υψηλή ποιότητα που προσφέρει η Κύπρος ως τουριστικός προορισμός.
Οι κύριες χώρες προέλευσης τουρισμού για την Κύπρο κατά την περίοδο 1975-1985 ήσαν οι παραδοσιακές ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δυτική Γερμανία, η Ελλάδα, η Γαλλία, οι Σκανδιναβικές χώρες και οι χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού κόλπου. Ο μεγαλύτερος αριθμός περιηγητών που φθάνει στην Κύπρο προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης που επιτεύχθηκαν κατά τη δεκαετία 1979-1988 ήταν πρωτοφανείς: οι αφίξεις περιηγητών σημείωσαν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης που ξεπερνούσε το 30%, οι ξενοδοχειακές κλίνες υπερδεκαπλασιάστηκαν και το ξένο συνάλλαγμα από τον τουρισμό ξεπέρασε τα συνολικά έσοδα από τις εξαγωγές. Παράλληλα επιτεύχθηκε η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και η εξεύρεση καινούργιων αγορών, κυρίως στην Ευρώπη, προβάλλοντας πάντα την Κύπρο σαν προορισμό για περιηγητές μέσου και ψηλού εισοδηματικού επιπέδου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στην Κύπρο άρχισαν να αναπτύσσονται ορισμένες ειδικές μορφές τουρισμού όπως για παράδειγμα του τουρισμού συνεδρίων, του τουρισμού της τρίτης ηλικίας, του χειμερινού τουρισμού, του τουρισμού ειδικών ενδιαφερόντων κλπ. Με την ανάπτυξη των ειδικών αυτών μορφών τουρισμού επιδιώκεται η απάμβλυνση του προβλήματος της εποχικότητας και η ορθολογιστικότερη χρήση του υφιστάμενου ξενοδοχειακού δυναμικού.
Πρωταρχικός σκοπός και στόχος της επίσημης τουριστικής πολιτικής είναι η αύξηση της συνεισφοράς του τουρισμού στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου με την αξιοποίηση των μακροπροθέσμων δυνατοτήτων που προσφέρει ο τομέας. Για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού καταβάλλονται συνεχείς και έντονες προσπάθειες για τη βελτίωση της τουριστικής υποδομής στο νησί και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του κυπριακού τουριστικού προϊόντος. Οι προσπάθειες αυτές εντοπίζονται κυρίως στην κατασκευή υπερσύγχρονων ξενοδοχειακών μονάδων, τόπων αναψυχής, τουριστικών περιπτέρων, εγκαταστάσεων κολύμβησης, δημοσίων ακτών, στη βελτίωση και τον εξοπλισμό των αεροδρομίων και λιμανιών, στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος της υδατοπρομήθειας, στη βελτίωση του οδικού δικτύου, στη βελτίωση της εκπαίδευσης του προσωπικού που απασχολείται στον ευρύτερο τουριστικό τομέα κ.α.