Με την κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο, τέθηκε τέρμα στην τυραννική εξουσία του Ισαάκιου Κομνηνού, γόνου της οικογένειας των Κομνηνών, που το 1185 κατόρθωσε να αναλάβει με πλαστά έγγραφα τη διοίκηση της Κύπρου και να την αποσπάσει από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα του νησιού. Ο νέος αφέντης του νησιού, Ριχάρδος Λεοντόκαρδος, μη επιθυμώντας να διατηρήσει μόνιμα το νησί, το πώλησε στους Ναῒτες ιππότες. Όμως, επειδή οι τελευταίοι σύντομα αντελήφθησαν ότι δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την εξουσία στην Κύπρο, ακύρωσαν τη συμφωνία τους με τον Ριχάρδο, ο οποίος αναζητώντας νέο αγοραστή, πώλησε την Κύπρο στον Γκυ ντε Λουζινιάν, ιδρυτή της δυναστείας των Λουζινιανών που κυβέρνησε την Κύπρο για τρεις περίπου αιώνες. Κατά τη μακρά αυτή περίοδο (1192-1489), που είναι γνωστή ως Φραγκοκρατία, κυβέρνησαν την Κύπρο δεκαεπτά συνολικά βασιλιάδες και βασίλισσες της δυναστείας των Λουζινιανών.
Ο Γκυ ντε Λουζινιάν, ιδρυτής της δυναστείας των Λουζινιανών, αν και διοίκησε την Κύπρο μόνο δυο χρόνια, στο διάστημα αυτό οργάνωσε το φεουδαρχικό σύστημα στο νησί κατά τα φραγκικά πρότυπα. Όλη τη γη που πήρε από τους αγρότες τη μοίρασε σε τιμάρια που τα έδωσε στους ιππότες και στους κατώτερους ευγενείς και σε τυχοδιώκτες σταυροφόρους που έτρεξαν στην Κύπρο από τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αρμενία μόλις πληροφορήθηκαν ότι ο Γκυ ντε Λουζινιάν τους χορηγεί δωρεάν φέουδα. Τα φέουδα ήταν κληρονομικά. Σε περίπτωση που ο φεουδάρχης δεν είχε άμεσο κληρονόμο, τότε το φέουδο το έπαιρνε πίσω ο βασιλιάς. Εκτός από τα φέουδα υπήρχαν και τα κτήματα που δόθηκαν στη Λατινική Εκκλησία, αποσπώντας ένα σημαντικό μέρος από τα κτήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας του νησιού.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Κύπρος έχει να παρουσιάσει μια σημαντική οικονομική πρόοδο, γεγονός που αντικαθρεφτίζεται τόσο στην ανάπτυξη της γεωργικής και βιοτεχνικής παραγωγής όσο και στην ανάπτυξη του εμπορίου. Στη γεωργική παραγωγή κυριαρχούν τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως τα σιτηρά, το βαμβάκι, το ελαιόλαδο, τα χαρούπια, το κρασί και οι βαφικές ύλες. Αργότερα και ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους δυο αιώνες της Φραγκοκρατίας (14ος-15ος αι.) μεγάλη σημασία απέκτησε η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου και η παραγωγή της ζάχαρης, της κουμανταρίας, του αλατιού και διαφόρων υφαντουργικών και άλλων βιοτεχνικών ειδών, που σιγά-σιγά όχι μόνον αποκτούν μεγάλη σπουδαιότητα, αλλά και δεσπόζουν στο εξαγωγικό εμπόριο.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας η Κύπρος αναπτύσσει ακόμη πιο έντονες εμπορικές σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα με τα λιμάνια της Συρίας και της Παλαιστίνης, των οποίων η εμπορική κίνηση και σπουδαιότητα στη Μεσόγειο, χάρις στις ζωηρότερες εμπορικές σχέσεις με τη Δύση, αυξάνονταν διαρκώς. Ιδιαίτερη σημασία κατά την περίοδο αυτή, αρχίζοντας από την εποχή της τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192), αποκτά το λιμάνι της Αμμοχώστου. Η Αμμόχωστος το 1373 κατελήφθη από τους Γενουάτες που τη διατήρησαν υπό την κατοχή τους μέχρι το 1464. Η κατάληψη της Αμμοχώστου αποτέλεσε την απαρχή ανάπτυξης του λιμανιού της Λάρνακας, που κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα κατέστη το σημαντικότερο λιμάνι της Κύπρου. Ο ρόλος της Κύπρου ως σημαντικού εμπορικού κέντρου της ανατολικής Μεσογείου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την πτώση της Άκρας το 1291, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής δραστηριότητας της Συρίας μεταφέρθηκε στην Κύπρο.
Στην ανάπτυξη της Κύπρου ως σημαντικού εμπορικού κέντρου της ανατολικής Μεσογείου συνέβαλε σημαντικά και το γεγονός ότι τον 13ο και τον 14ο αιώνα στην Κύπρο είχαν εγκατασταθεί διάφοροι ξένοι έμποροι, τραπεζίτες και άλλοι από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και άλλα μέρη της Ευρώπης και της Μεσογείου. Οι ξένοι αυτοί έμποροι, στους οποίους οι Λουζινιανοί βασιλιάδες παραχώρησαν εξαιρετικά εμπορικά και άλλα προνόμια, ίδρυαν τις δικές τους εμπορικές κοινότητες τόσο στη Λευκωσία όσο και στα σημαντικότερα λιμάνια (Αμμόχωστος, Λάρνακα, Λεμεσός και Πάφος) και διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή του νησιού. Μερικές απ' αυτές τις κοινότητες (Γενουάτες και Βενετοί) αριθμητικά ήταν αρκετά σημαντικές και καλά οργανωμένες.
Η σημαντική ανάπτυξη που γνώρισε το εμπόριο του νησιού και τα τεράστια κέρδη που πραγματοποιούσαν οι επιδιδόμενοι σ' αυτό ξένοι έμποροι συνέβαλαν ώστε η περίοδος της Φραγκοκρατίας να χαρακτηρίζεται συχνά ως «χρυσός αιώνας» του νησιού. Η πρόοδος που γνώρισε το εμπόριο της Κύπρου κατά τη Φραγκοκρατία ήταν πράγματι εξαιρετική και η ευημερία εκείνων που απασχολούνταν μ' αυτό οπωσδήποτε μεγάλη. Αλλά όταν ληφθεί υπόψιν η κοινωνικοοικονομική δομή του νησιού, η περίοδος της Φραγκοκρατίας μπορεί πράγματι να χαρακτηριστεί ως «χρυσός αιώνας» μόνο για τις τάξεις των ευγενών και των εμπόρων, τις οποίες αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά ξένοι. Όμως ασφαλώς δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για τον αυτόχθονα ελληνικό πληθυσμό, τον οποίο το αυστηρό φεουδαρχικό σύστημα, οργανωμένο κατά τα δυτικά πρότυπα, απέκλειε ουσιαστικά από τις ευεργετικές επιπτώσεις μιας τέτοιας προόδου που σημειώθηκε στην παραγωγή και το εμπόριο του νησιού. Ιδιαίτερα άθλια ήταν η κατάσταση των Κυπρίων αγροτών που χωρίζονταν σε δυο κατηγορίες — τους περπυριάριους και τους πάροικους. Οι περπυριάριοι δούλευαν κι αυτοί και τα παιδιά τους στα κτήματα των γαιοκτημόνων που τους πλήρωναν με ελάχιστα χρήματα. Φοβερή ήταν η κατάσταση της μεγάλης μάζας των Κυπρίων αγροτών που ήταν πάροικοι (δουλοπάροικοι) στα κτήματα των Φράγκων φεουδαρχών.