Από τη Νεολιθική ΙΑ΄ περίοδο (7000-5310 π.Χ.), το πρώτο γνωστό στάδιο νεολιθικού πολιτισμού στο νησί, η Κύπρος ήταν κατοικημένη σε σημαντικό βαθμό. Τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι οι νεολιθικοί συνοικισμοί που έχουν ως τώρα βρεθεί βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετη θέση και πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο.
Ο συνοικισμός της Χοιροκοιτίας, που είναι και ο πιο σημαντικός, επιβεβαιώνει ένα ικανοποιητικό στάδιο ανάπτυξης για την εποχή και μια καλά οργανωμένη κοινότητα η οποία παρουσιάζει στοιχεία που μας επιτρέπουν να μιλούμε για πολιτισμό της Νεολιθικής εποχής.
Βλέπε λήμμα: Χοιροκοιτία- αρχαιολογικός χώρος
Από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα συνάγεται ακόμη ότι οι άνθρωποι της Νεολιθικής εποχής έχουν να παρουσιάσουν μια αξιόλογη για τις τότε συνθήκες οικονομική δραστηριότητα, με επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών τους, εκμεταλλευόμενοι τις δυνατότητες που πρόσφερε το ίδιο το φυσικό περιβάλλον, το εύφορο και γόνιμο έδαφος που βρισκόταν κοντά στους ποταμούς, τα παρθένα δάση με τα άφθονα άγρια πρόβατα, τα ελάφια, τις κατσίκες και τους αγριόχοιρους. Πρωταρχική σημασία για τον πρωτόγονο άνθρωπο είχαν η εξασφάλιση τροφής και η ασφάλεια. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από τους νεολιθικούς συνοικισμούς που έχουν ανασκαφεί ή επισημανθεί βρίσκονται σε καλά προφυλαγμένες πλαγιές βουνών, δίπλα σε αείρροες πηγές και σε κοιλάδες για την καλλιέργεια της γης και την παραγωγή τροφής.
Η πεδιάδα της Μεσαορίας ήταν μια ενιαία δασώδης περιοχή, αφιλόξενη για τον νεολιθικό Κύπριο, που προτιμούσε τις πλαγιές της βόρειας οροσειράς και της οροσειράς του Τροόδους και απέφευγε την ανατολική πεδιάδα. Οι κάτοικοι ζούσαν σε οικοδομές που κατασκεύαζαν οι ίδιοι και που χρησίμευαν και σαν κατοικία και σαν εργαστήριο. Σφονδύλια αδραχτιών, σουβλιά και βελόνες από κόκαλα, χειρόμυλοι και γουδιά, λεπίδες δρεπανιών και απανθρακωμένα δημητριακά δίνουν σαφή ίχνη καθαρά αγροτικής ζωής και μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του νησιού ήσαν γεωργοί, καλλιεργούσαν τη γη και έτρεφαν ζώα (είχαν κιόλας εξημερώσει το πρόβατο, την αίγα και τον χοίρο. Όπως δείχνουν τα σφονδύλια των αδραχτιών και οι κοκάλινες βελόνες, οι γυναίκες κατασκεύαζαν φορέματα από μαλλί). Στα δάπεδα των κατοικιών βρέθηκαν εργαλεία ενδεικτικά του είδους των ασχολιών των κατοίκων: χειρόμυλοι, δρεπάνια από πυριτόλιθο και άλλα μαρτυρούν αγροτικές ασχολίες. Αιχμές βελών από πυριτόλιθο εχρησιμοποιούντο για το κυνήγι ελαφιών και άλλων άγριων ζώων που υπήρχαν άφθονα στη γύρω δασωμένη περιοχή.
Επίσης, μια ποικιλία ευρημάτων αποδεικνύει ότι οι Κύπριοι της Νεολιθικής εποχής γνώριζαν διάφορες τέχνες: εκτός από την οικοδόμηση κατοικιών κατασκεύαζαν με δεξιότητα πέτρινα και ξύλινα αγγεία, όπως κύπελλα και άλλα, τα οποία και διακοσμούσαν, γνώριζαν την τέχνη του ραψίματος, επεξεργάζονταν και χρησιμοποιούσαν το μαλλί και τα δέρματα, κατασκεύαζαν ειδώλια από πηλό ή πέτρα κ.α. Τα υλικά της καθημερινής ζωής, κρίνοντας από τα ευρήματα, θα ήσαν η πέτρα, το ξύλο, το δέρμα και η μάλλινη κλωστή. Απ' όσα διασώθηκαν φαίνεται πως οι Κύπριοι της Νεολιθικής περιόδου χρησιμοποιούσαν την γκρίζα πέτρα, που βρίσκεται άφθονη στις κοίτες των ποταμών (ανδεσίτης) και για το κτίσιμο των κατοικιών και για την κατασκευή οικιακών σκευών. Τα οστά και ο πυριτόλιθος χρησίμευαν για την κατασκευή εργαλείων.
Όλα τα πιο πάνω φανερώνουν ότι στον συνοικισμό της Χοιροκοιτίας υπήρχε μια άρτια για τους χρόνους εκείνους οργανωμένη κοινωνία στην οποία άνδρες και γυναίκες ασχολούνταν με ποικίλες ασχολίες, κυρίως με τη γεωργία, τη κτηνοτροφία και το κυνήγι. Συνεπώς, η Κύπρος από την αυγή της Ιστορίας της ήταν χώρα γεωργική. Όμως, παρά τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της, οι μέθοδοι και η τεχνική καλλιέργειας της γης και ασφαλώς τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν είχαν για πολλούς αιώνες πρωτόγονο χαρακτήρα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Κύπριοι της Νεολιθικής εποχής θα πρέπει να πραγματοποιούσαν κάποιες μικρές εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ τους, γιατί υπήρχε επικοινωνία ανάμεσα στους διάφορους συνοικισμούς. Θα είχαν επίσης και ένα υποτυπώδες «εμπόριο» με τη νότια ακτή της Μικράς Ασίας, γιατί ο οψιανός λίθος — από τον οποίο κατασκεύαζαν λεπίδες για το κόψιμο των δερμάτων — που αφθονεί στους νεολιθικούς συνοικισμούς, δεν υπάρχει στα γεωλογικά στρώματα της Κύπρο. Θα εισαγόταν από τη Μικρά Ασία.
Νεολιθικοί συνοικισμοί
Κατά τη Νεολιθική IB' περίοδο (5310-4500 π.Χ.), που βασικά αντιπροσωπεύεται από τους ανευρεθέντες συνοικισμούς στο Δάλι-Αγρίδι, στο Τρουλλί (ανώτερα στρώματα), στον Άγιο Επίκτητο-Βρυσί και στη Φιλιά-Δράκο (κατώτερα στρώματα), η γεωργία έγινε η κύρια ασχολία των κατοίκων που ασχολούνταν συστηματικότερα με αυτή και καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, φακές, αμπέλια και ελιές παράλληλα προς την εκτροφή ημερωμένων ζώων όπως καπροειδών και χοίρων, την αλιεία και τη βιοτεχνία. Στο συνοικισμό στο Δάλι-Αγρίδι επικρατούσε μεικτή οικονομία-καλλιέργεια της γης στην κοιλάδα του ποταμού Γιαλιά που αρδευόταν από τα νερά του και κτηνοτροφία κοπαδιών από πρόβατα, αίγες και χοίρους και κυνήγι άγριων ελαφιών. Στον Άγιο Επίκτητο-Βρυσί βρέθηκαν ίχνη σιταριού, κριθαριού, φακής, σταφυλιών και ελιών, βοσκής προβάτων και εκτροφής χοίρων, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι κάτοικοι του συνοικισμού αυτού ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία. Γεωργοί, βοσκοί και κυνηγοί ήσαν και οι πρώτοι κάτοικοι του συνοικισμού Φιλιά-Δράκος, ενώ στον συνοικισμό Σωτήρας-Τεππέ η αγροτική οικονομία ήταν όμοια προς εκείνη στον Άγιο Επίκτητο-Βρυσί.
Εμφάνιση της κεραμικής
Η σημαντική νέα εξέλιξη που είχε σημειωθεί κατά την περίοδο αυτή, και που έδωσε τον χαρακτηρισμό της περιόδου ως Πρωτο-κεραμικής, ήταν η εμφάνιση των πρώτων ειδών κεραμικής. Η κεραμική αποτελούσε άγνωστο σχεδόν στοιχείο στην πρώιμη φάση Νεολιθική ΙΑ΄, παρόλο που μερικά πρωτόγονα δείγματα παρουσιάζονται στη Χοιροκοιτία. Μπορεί να γίνεται λόγος για εισαγωγή της κεραμικής, που αντικατέστησε τα αγγεία από πέτρα και ξύλο, από τα τέλη της 6ηςχιλιετίας. Η κεραμική αυτή, που έκτοτε εξελίσσεται, χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τη Νεολιθική IIπερίοδο (4500-3900 π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή έχουμε τη λεγόμενη κτενιστή κεραμική που ονομάστηκε έτσι γιατί η ζωγραφιστή διακόσμηση των αγγείων, που η παραγωγή τους αποτελούσε όλο και πιο σημαντικό μέρος της μη γεωργικής παραγωγής, αντικαταστάθηκε από την κτενιστή. Η κεραμική αυτή αποτελεί σημαντική εξέλιξη από την πρωτόγονη μονόχρωμη κεραμική του Τρουλλιού, που χρονολογείται στο τέλος της 6ης χιλιετίας.
Βλέπε λήμμα: Αγγειοπλαστική
Αύξηση του πληθυσμού
Κατά τη Χαλκολιθική εποχή (3900-2500 π.Χ.) παρατηρείται δημιουργία πολυάριθμων συνοικισμών και κατακόρυφη αύξηση του πληθυσμού. Κατοικήθηκε η ως τότε ακατοίκητη δυτική Κύπρος από νέους κατοίκους. Αποτέλεσμα της εγκατάστασης των νέων αυτών κατοίκων ήταν η δυτική και νοτιοδυτική Κύπρος να καταστεί η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του νησιού, παρόλο που βρέθηκαν οικισμοί και στην υπόλοιπη Κύπρο. Οι νέοι κάτοικοι, συνυπάρχοντες έκτοτε με τους παλαιότερους, συνέχιζαν μερικές από τις αγροτικές συνήθειες και μορφές ζωής της Νεολιθικής εποχής.
Στο συνοικισμό Λέμπας-Λάκκων βρέθηκαν οστά χοίρων, προβάτων, αιγών και ελαφιών μαζί με σμίλη και κομμάτι λεπίδας, καθώς και ποικίλα πέτρινα και οστέινα εργαλεία. Στη Λέμπα-Μηλούθκια βρέθηκαν οστά καπροειδών μαζί με οστά χοίρων και ελαφιών. Πήλινα ευρήματα αυτής της περιόδου απεικονίζουν μεταξύ άλλων και σκηνές αγροτικής ζωής, όπως όργωμα με βόδια και καλλιέργειες, που είναι πολύ ενδεικτικές για τη σημασία που εξακολουθεί να έχει η γεωργία στην οικονομία του νησιού. Από τη συνολική εικόνα των ζωικών και κυρίως των φυτικών καταλοίπων του συνοικισμού Μηλούθκια στη Λέμπα (σίκαλη, άγρια σταφύλια, κριθάρι, λάδι κ.α.) συμπεραίνουμε ότι η αγροτική οικονομία του νησιού κατά την εποχή αυτή είχε ήδη σημειώσει αρκετή πρόοδο, έτσι που επέτρεπε διατροφή επιπέδου ανώτερου από την απλή επιβίωση. Επίσης, σ' αυτό το στάδιο, είχε σημειωθεί τέτοια αύξηση της συγκομιδής-παραγωγής αγροτικών προϊόντων, που επέτρεπε την αποθήκευση ως απαραίτητης κοινωνικής λειτουργίας και αναγκαίας προϋπόθεσης για τη διεξαγωγή εμπορίου, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε από τις αποθηκευτικές στάμνες που βρέθηκαν στις μεγάλες αυλές σπιτιών του συνοικισμού στη Λέμπα.
Η Χαλκολιθική εποχή είναι μεταβατική περίοδος από τη Νεολιθική περίοδο στη Χαλκοκρατία, που αποτελούν τους δυο μεγάλους πόλους της κυπριακής Προϊστορίας.
Εμφάνιση του χαλκού
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η εμφάνιση του χαλκού, παρόλο που τα χάλκινα αντικείμενα από την περίοδο αυτή είναι ελάχιστα. Εκμεταλλεύσιμες ποσότητες του χαλκού δεν παρουσιάζονται παρά μόνο στις αρχές της Χαλκοκρατίας. Ωστόσο και μόνο η ανακάλυψη χαλκοφόρων στρωμάτων προετοίμασε το έδαφος για νέους εποίκους. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στις ανοικτές πια πεδιάδες της Μεσαορίας και της Καρπασίας, που σ' όλο το μακρό διάστημα της Νεολιθικής και Χαλκολιθικής περιόδου ήσαν σχεδόν ακατοίκητες και δημιούργησαν την τρίτη περίοδο της κυπριακής Προϊστορίας, την περίοδο της Χαλκοκρατίας, που υποδιαιρείται στην Πρώιμη, στη Μέση και στην Ύστερη εποχή του Χαλκού.
Βλέπε λήμμα: Εποχή του χαλκού
Κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.) η ανακάλυψη εκτεταμένων χαλκοφόρων στρωμάτων και η χρήση του χαλκού έφερε σημαντικό πλούτο στην Κύπρο και συνέβαλε στη γρήγορη και αισθητή ανάπτυξη του εξωτερικού της εμπορίου. Η ανακάλυψη και χρήση του χαλκού επηρέασε καθοριστικά την ιστορία και την οικονομική εξέλιξη του νησιού και είχε πολλές και σοβαρές συνέπειες: πρώτο, εξασφάλισε πλούτο και ευημερία στους κατοίκους και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός αξιόλογου πολιτισμού που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μνημειώδης· δεύτερο, η εξαγωγή του χαλκού, μια και η Κύπρος είναι νησί, προκάλεσε την ανάγκη δημιουργίας λιμανιών (η αρχική εμφάνισή τους μπορεί να τοποθετηθεί στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού) και εμπορικού στόλου. Η δημιουργία λιμανιών και η δημιουργία εμπορικού στόλου συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ Κύπρου και γειτονικών μεσογειακών χωρών (Συρία, Αίγυπτος, Μ. Ασία, Κρήτη, Φοινίκη κ.α.). Η Κύπρος εκτός από τον χαλκό εξήγε αγγεία σε μεγάλες ποσότητες, ξυλεία, μυρωδικά από κυπριακά αρωματικά αγριολούλουδα κ.α., και εισήγε προϊόντα τα οποία δεν υπήρχαν, ακατέργαστα ή και κατεργασμένα, όπως φαγεντιανή, αλάβαστρο και αλαβάστρινα αγγεία, χρυσό κ.α.
Πληθυσμιακές ανακατατάξεις
Μια τρίτη συνέπεια ήταν η πληθυσμιακή ανακατάταξη στην ίδια την Κύπρο. Αυτή εκδηλωνόταν με τη μετακίνηση πληθυσμών από φτωχότερες μη χαλκοφόρες σε πλουσιότερες χαλκοφόρες περιοχές ή περιοχές που εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα επεξεργασίας και εξαγωγής χαλκού. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε σημαντικά και η σταδιακή διείσδυση νέων κατοίκων που έρχονταν από γειτονικές χώρες, κυρίως τη νοτιοδυτική Ανατολία, στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη από την εκμετάλλευση του χαλκού. Οι νέοι αυτοί κάτοικοι αρχικά συνυπήρχαν ειρηνικά με τους παλαιότερους κατοίκους και για κάποια περίοδο, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταβατική, οι δυο πληθυσμοί είχαν μια παράλληλη αγροτική ζωή με πολλές ομοιότητες. Τελικά, με την πάροδο του χρόνου, επήλθε η ανάμειξη και αλληλοαφομοίωσή τους σ' ένα λαό που είχε την ίδια οικονομία.
Η οικονομία και ειδικά η γεωργία σταδιακά υφίσταντο τις συνέπειες της τεχνικής, για την τότε εποχή, επανάστασης από τη χρήση ενός νέου υλικού για την κατασκευή εργαλείων, του ορείχαλκου, γιατί ο χαλκός εχρησιμοποιείτο ευρύτατα, όχι πια καθαρός, όπως στη Χαλκολιθική εποχή, αλλά ως κράμα με κασσίτερο, που εισαγόταν από το εξωτερικό. Η γεωργία με βάση το ορειχάλκινο άροτρο εξακολουθούσε να είναι η κύρια οικονομική δραστηριότητα μαζί βέβαια με το κυνήγι (ακόμη και ελαφιών όπως φαίνεται από παραστάσεις αγγείων) και τη νέα μεταλλουργική «βιομηχανία», την υφαντική, την αγγειοπλαστική και την αρτοποιία.
Επαφές με γειτονικές χώρες
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.), που αποτελεί συνέχεια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού με φυσιολογικές εξελίξεις στον συνολικό πολιτισμό και στις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, η εσωτερική κατάσταση στο νησί ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Το δυτικό τμήμα του νησιού δεν ήταν πια τόσο πυκνοκατοικημένο. Αντίθετα, το ανατολικό τμήμα, που ήταν σχεδόν ακατοίκητο πρωτύτερα, άρχισε να αποκτά σημασία, και σιγά-σιγά η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χαλκού διευρύνθηκε και αναπτύχθηκε με γρηγορότερο ρυθμό, δημιουργήθηκαν νέα κέντρα απ’ όπου εξαγόταν χαλκός και οι επαφές του νησιού με τον έξω κόσμο, κυρίως με τις γειτονικές χώρες, σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη.
Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις επέφεραν αισθητή διαφοροποίηση στο εσωτερικό του νησιού σε βαθμό που να μπορεί να γίνεται λόγος για δυο κυρίως τμήματα - το δυτικό και το ανατολικό - με διαφορετικά χαρακτηριστικά και προοπτικές. Το δυτικό τμήμα του νησιού δεν ήταν πια τόσο πυκνοκατοικημένο, γιατί η τάση συγκέντρωσης του πληθυσμού κοντά στις χαλκοπαραγωγικές περιοχές μειώθηκε. Αντίθετα το ανατολικό τμήμα, που πρωτύτερα ήταν σχεδόν ακατοίκητο, άρχισε να αποκτά σημασία και σιγά-σιγά κατέστη το σημαντικότερο μέρος του νησιού, με κέντρο την Καλοψίδα. Το εμπόριο με την Ανατολή ασφαλώς θα επέδρασε στη νέα αυτή εξέλιξη. Ένεκα αυτού ακριβώς του εμπορίου, προς το τέλος της περιόδου αναπτύχθηκαν παράλιες πόλεις που διέθεταν λιμάνια, όπως η Έγκωμη —που εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο εξαγωγής του χαλκού— και η πόλη κοντά στην αλυκή της Λάρνακας. Παράλληλα, η Λάπηθος και γενικά η βόρεια ακτή, που μέχρι τις αρχές της Μέσης εποχής του Χαλκού διατήρησε τη σημασία της, προς το τέλος της περιόδου άρχισε να παρακμάζει εκτός από τη Μόρφου και την Αγία Ειρήνη, που συνέχισαν να εμπορεύονται τόσο με την Ανατολή όσο και με το Αιγαίο.
Οι επαφές του νησιού με τον έξω κόσμο, κυρίως με τις πλησιέστερες χώρες,έφθασαν στη μεγαλύτερη ανάπτυξή τους στη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή εξαγωγές γίνονταν βασικά στην Αίγυπτο, στη Συρία και στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το εξαγωγικό εμπόριο και κυρίως οι εξαγωγές χαλκού, η παραγωγή του οποίου είχε ήδη αυξηθεί σημαντικά, έφεραν πλούτο στο νησί και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του έφθασε σε ψηλό επίπεδα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1400-1200 π.Χ.
Μυκηναίοι έμποροι και τεχνίτες
Είναι ακριβώς την εποχή αυτή που οι Μυκηναίοι έμποροι και τεχνίτες ήλθαν σ' επαφή με την Κύπρο. Στην αρχή ήλθαν σαν έμποροι που τους προσείλκυσε ο χαλκός του νησιού, ενώ αργότερα, γύρω στα 1400 π.Χ. και εξής, εγκαταστάθηκαν μόνιμα ως άποικοι. Η στενή επαφή με το Αιγαίο και ο μυκηναϊκός αποικισμός, που είχε ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο εξελληνισμό της Κύπρου, αποτελούν τα κυριότερα γεγονότα της Ύστερης εποχής του Χαλκού.
Βλέπε λήμμα: Αχαιοί και Κύπρος
Κατά την ίδια περίοδο η ένταση μεταξύ ανατολικής και δυτικής Κύπρου συνεχίστηκε, αρχικά για τους ίδιους όπως και πριν λόγους και αργότερα εξαιτίας επιδράσεων που οφείλονταν σε εξωτερικούς παράγοντες. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, μεταξύ των δυο περιοχών επήλθε συμφιλίωση και ομοιογένεια. Σ' αυτό συνέβαλε και η ανάπτυξη αγροτικών κέντρων στο εσωτερικό, η γεωργική παραγωγή των οποίων προμήθευε με τρόφιμα τις παραλιακές πόλεις-λιμάνια που ήταν κέντρα εξαγωγής χαλκού, όσο και η δημιουργία εγκαταστάσεων για την επεξεργασία χαλκού δίπλα στις χαλκοφόρες περιοχές. Η αλληλοεξάρτηση των πόλεων και της υπαίθρου οδήγησε στη δημιουργία μιας σύνθετης οικονομίας που ήταν αποτέλεσμα της σύζευξης αγροτικών και αστικών στοιχείων. Κατά τα μέσα και τα τέλη της περιόδου οι έντονες διεθνείς σχέσεις, οι επιδρομές και ο μυκηναϊκός αποικισμός επηρεάζουν και την αγροτική ζωή. Αλλά οι μαρτυρίες που σώθηκαν από την εποχή αυτή και μετά αφορούν περισσότερο τον ραγδαία αναπτυσσόμενο αστικό βίο και πολιτισμό του νησιού και λιγότερο τον αγροτικό που προηγουμένως υπερτερούσε. Ο αστικός αυτός πολιτισμός στηρίχτηκε σε σταδιακή αφομοίωση των νέων κατοίκων προς τους παλαιότερους, τους οποίους εξελλήνισαν. Κάτι ανάλογο πρέπει να συνέβη και στην αγροτική ζωή.
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι ο σημαντικός ορυκτός πλούτος που διέθετε η Κύπρος συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία μιας σχετικά οργανωμένης για τις τότε συνθήκες οικονομικής ζωής ώστε η εποχή της Χαλκοκρατίας να θεωρείται εποχή πραγματικής ακμής. Όμως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν και ο χαλκός ήταν το κύριο εξαγωγικό είδος της Κύπρου καθ’ όλη την εποχή του Χαλκού, η οικονομία του νησιού δεν έπαψε να βασίζεται και στη γεωργία, όπως συνέβαινε και στις εποχές που ακολούθησαν. Η ανάπτυξη της γεωργίας μαζί με την εκμετάλλευση του ορυκτού και δασικού πλούτου του νησιού και κατ’ επέκταση η ανάπτυξη του εμπορίου του με τις γύρω χώρες, αποτέλεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η ευρωστία της κυπριακής οικονομίας που συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια