Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-71, εισάγεται στο νησί το νομισματικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που βασική του μονάδα από τον 14ο αιώνα ήταν το akçe, ένα μικρό ασημένιο νόμισμα, που εξαιτίας του χρώματος του στα ελληνικά ονομαζόταν άσπρο.
Βλέπε λήμμα: Οθωμανοκρατία
Η αξία του το 1571 ισοδυναμούσε με το 1/60 του βενετικού δουκάτου ή τα 9/20 της αγγλικής χρυσής λίρας. Επειδή το άσπρο, με την πάροδο του χρόνου είχε υποτιμηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, παρουσιάστηκε η ανάγκη να εκδοθεί μια νέα νομισματική μονάδα μεγαλύτερης αξίας, πράγμα που έγινε το 1620 με την έκδοση του ασημένιου παρά, που άξιζε 3 άσπρα. Για τον ίδιο λόγο η τουρκική κυβέρνηση, εβδομήντα περίπου χρόνια αργότερα, το 1688, εξέδωσε ένα πολύ μεγαλύτερο ασημένιο νόμισμα, κατ’ απομίμηση του αυστριακού Groschen, που ονομάστηκε Kurus. Από τότε το νόμισμα αυτό, που στα ελληνικά ονομάστηκε γρόσι, απετέλεσε τη βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το γρόσι υποδιαιρείτο σε 40 παράδες. Στο ευρωπαϊκό εμπόριο το γρόσι αποκαλείτο πιάστρο.
Βλέπε λήμμα: Γρόσι
Τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήσαν εκείνα που κόβονταν από το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο. Ωστόσο ένας μικρός αριθμός νομισμάτων του 2ου αιώνα μαρτυρεί την ύπαρξη νομισματοκοπείου στην Κύπρο, που έκοβε ασημένια νομίσματα μικρής αξίας.
Οι υποδιαιρέσεις του τουρκικού νομίσματος που ίσχυαν μέχρι το 1789 ήσαν το μπεσλίκ που αντιστοιχούσε σε 5 παράδες, το ονλούκ που αντιστοιχούσε σε 10 παράδες, το γιρμιλίκ που αντιστοιχούσε σε 20 παράδες, το ιζλότ που αντιστοιχούσε σε 40 παράδες, το αλτμισλίκ που αντιστοιχούσε σε 60 παράδες, το ικιλίκ που αντιστοιχούσε σε 80 παράδες και το γιουσλούκ που ήταν το μεγαλύτερο και αντιστοιχούσε σε 100 παράδες.
Το 1789 εκδόθηκαν άλλα γρόσια με μικρότερη περιεκτικότητα ασημιού, γεγονός που αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο στη νομισματική πράξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1829 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) έκοψε την πρώτη και το 1833 τη δεύτερη σειρά μεταλλικών νομισμάτων. Η πρώτη ήταν γνωστή ως σειρά του μπεσλίκ και είχε τίτλο ασημιού 170-120, ενώ η δεύτερη ήταν γνωστή ως σειρά του αλτιλίκ και είχε τίτλο ασημιού 430. Τα μεταλλικά νομίσματα των δυο αυτών σειρών κυκλοφορούσαν στην Κύπρο για πολλές δεκαετίες, ακόμη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας.
Το 1844 ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861) στα πλαίσια μεταρρυθμίσεων που έγιναν γνωστές ως Tanzimat εισήγαγε: α) ως νέα νομισματική μονάδα τη χρυσή τούρκικη λίρα, β) ασημένια νομίσματα των 1,2,5,10 και 20 γροσιών που έγιναν γνωστά ως «μετζίτικα» και γ) νέα χάλκινα νομίσματα των 1, 5, 10, 20 και 40 παράδων.
Βλέπε λήμματα: Αβδούλ Μετζίτ και Τανζιμάτ
Το 1878 όταν η Αγγλία πήρε την Κύπρο, στο νησί κυκλοφορούσαν ακόμη τα εξής τουρκικά νομίσματα: α) χρυσά νομίσματα των 5, 2 1/2, 1, 1/2 και 1/4 της λίρας, β) τα ασημένια «μετζίτικα» νομίσματα με τίτλο γνησιότητας 830 του 1,1/2 και 1/4 του μετζίτ και των 2,1 και 1/2 γροσιού, γ) τα λεγόμενα «μεταλλικά» γρόσια της πρώτης και δεύτερης σειράς του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, δ) χάλκινα νομίσματα που είχε εισαγάγει από το 1844 με τη μεταρρύθμιση του ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ και ε) τα χάρτινα γρόσια γνωστά ως «caime» που εισήχθησαν το 1876 και το 1877, δηλαδή 1-2 χρόνια πριν από το τέλος της Τουρκοκρατίας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια