Στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, περίπου 3 χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού Ακρωτήρι, βρίσκεται ένα μοναστήρι γνωστό σαν μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων. Μέχρι πρόσφατα ήταν ερειπωμένο. Η πιο παλαιά αναφορά στο μοναστήρι αυτό είναι εκείνη του Στέφανου Λουζινιανού. Στη γαλλική έκδοση του βιβλίου του Περιγραφή της Νήσου Κύπρου, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1580 αναφέρει τα εξής: ...ύστερα από την επιστροφή της αγίας Ελένης, μητέρας του Κωνσταντίνου, όταν ο Καλόκαιρος, που ήταν ο πρώτος δούκας της Κύπρου, έκτισε ένα μοναστήρι μοναχών του τάγματος του Αγίου Βασιλείου προς τιμήν του αγίου Νικολάου και έδωσε όλη αυτή τη χερσόνησο σ’ αυτό το μοναστήρι με τον όρο ότι οι μοναχοί θα ήσαν υποχρεωμένοι να εκτρέφουν όλες τις μέρες 100 γάτους το λιγότερο, στους οποίους θα έπρεπε να δίδουν λίγο κρέας κάθε μέρα το πρωΐ και το βράδυ, για να μη τρώγουν συνεχώς το δηλητήριο, και να πηγαίνουν την ημέρα και το βράδυ να κυνηγούν αυτά τα ερπετά. Ακόμη και στις μέρες μας αυτό το μοναστήρι τρέφει πάνω από σαράντα γάτους. Εξαιτίας αυτού ονομάζεται ακόμη και σήμερα το ακρωτήρι των Γάτων.
Το 1483 ο Felix Faber αναφέρει απλώς ότι μερικοί αρχαίοι πατέρες έκτισαν ένα μοναστήρι, ώστε περικυκλωμένοι από ερπετά θα ήσαν ελάχιστα εκτεθειμένοι στις επισκέψεις των κοσμικών που όπως είναι γνωστό ενοχλούν τους αφοσιωμένους μοναχούς. Για να μη βλάπτουν όμως τα ερπετά τους εσώκλειστους στο μοναστήρι, αυτοί συντηρούν αριθμό γάτων που φυσικά τρώγουν οχιές, ποντικούς, αρουραίους και ερπετά και δεν επιτρέπουν σ’ αυτά να πλησιάζουν τους τοίχους (του μοναστηριού). Τα ίδια περίπου αναφέρει και ο Francesco Suriano που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1484. Ο Suriano αναφέρει την ύπαρξη ελληνικού μοναστηριού και τους γάτους που πολεμούν τα δηλητηριώδη φίδια και με το κτύπημα της καμπάνας επιστρέφουν στο μοναστήρι να φάνε.
Ούτε ο Faber ούτε ο Suriano αναφέρουν το όνομα του μοναστηριού. Μόνο ο Στέφανος Λουζινιανός και οι μεταγενέστεροι περιηγητές όπως ο Seigneur de Villamont το 1589, ο Girolamo Dandini το 1596 και 1597 και οι μεταγενέστεροι της εποχής της Τουρκοκρατίας αναφέρουν ότι στο Ακρωτήρι υπήρχε το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου που έτρεφε γάτους για την καταπολέμηση των δηλητηριωδών φιδιών.
Ένα χειρόγραφο εντούτοις του 1090 (Αγ. Σάββα 259) που γράφτηκε από τον ιερομόναχο Γεράσιμο με έξοδα του Βασιλείου Κουβουκλιείου Βάβλας, αφιερώθηκε σ’ ένα μοναστήρι το όνομα του οποίου απαλείφθηκε και αντικαταστάθηκε τον 16ο αιώνα με το όνομα του Αγίου Νικολάου Ακρωτηρίου. Πού είχε αρχικά αφιερωθεί το χειρόγραφο αυτό με βίους αγίων είναι εύκολο να το συμπεράνει κάποιος αν ληφθεί υπόψη ένα παρασελίδιο σημείωμα στο φ. 72 v που απευθύνεται στον Μακάριο ηγούμενο του Στύλου του Αγρού. Πραγματικά σε μια βούλλα του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ που εκδόθηκε στο Anagni στις 14.7.1243, εξαιρείται από τη δεκάτη η μονή της Αγίας Μαρίας του Brido στο ακρωτήρι Καβάτα, μετόχι της μονής του Αγρού. Σε μια άλλη βούλλα με ημερομηνία 25.1.1245, αναφέρεται πιο σωστά «Αγία Μαρία του Στύλου». Στο ακρωτήρι Κάβο Γάτα κατά συνέπεια υπήρχε το μοναστήρι της Παναγίας του Στύλου. Στο μοναστήρι αυτό γράφτηκαν το 1252, όπως μας αναφέρει ο κολοφών του χειρογράφου Atheniensis 842, τα μηναία των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, από κάποιο μοναχό από το Βολερό της Μακεδονίας που εκτελούσε χρέη θυρωρού («ρωμανήτη») του μοναστηριού. Ο μοναχός αυτός αναφέρει και τα εξής: Θεός ὡς οἶδεν ἔτυχα τῶν ἐνταῦθα ἔντε τῇ μονῇ τῇ ἁγίᾳ τοῦ Στύλου συνεζευγμένη Ἀγροῦ μονῇ κληθεῖσα. Τον 13ο δηλαδή αιώνα, όπως φαίνεται από το χειρόγραφο αυτό και από τις δυο παπικές βούλλες του 1243 και 1245, το μοναστήρι της Παναγίας του Στύλου είχε γίνει μετόχι της μονής του Αγρού ή Μεγάλου Αγρού που βρισκόταν στο χωριό Αγρός, εκεί που σήμερα είναι κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας. Από τη διατύπωση του κολοφώνα του χειρογράφου Athen. 842 φαίνεται ότι μόλις πρόσφατα, ίσως στις αρχές του 13ου αιώνα, το μοναστήρι της Παναγίας του Στύλου έγινε μετόχι του μοναστηριού του Αγρού «συνεζευγμένη Ἀγροῦ μονῇ κληθεῖσα».
Παρά το γεγονός όμως ότι με τις παπικές βούλλες του 1243 και 1245 το μοναστήρι του Στύλου είχε εξαιρεθεί από τη δεκάτη που πλήρωνε στο Λατίνο επίσκοπο Λεμεσού, εν τούτοις το 1368 σύμφωνα με τους λογαριασμούς της λατινικής επισκοπής Λεμεσού, πλήρωνε στον Λατίνο επίσκοπο Λεμεσού, ποσό 25 βυζαντίων. Αυτό σημαίνει ότι το εισόδημα του μοναστηριού, επίσημα τουλάχιστον, ήταν 250 βυζάντια. Το εισόδημα του μοναστηριού στα τέλη του 15ου αιώνα υπολογιζόταν σε 400 δουκάτα σύμφωνα με έγγραφα που δημοσίευσαν ο L. de Mas Latrie και ο Ν. Κυριαζής. Αναφορές στο μοναστήρι του Στύλου γίνονται στα χειρόγραφα Paris. Graec. 533 και 596. Στο χειρόγραφο Paris. Gr. 596 αναφέρεται και το όνομα ενός ηγουμένου του μοναστηριού του Στύλου, κάποιου Νεόφυτου που δώρησε το χειρόγραφο στην εκκλησία της Παναγίας στις Κιβίδες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου δεν βρέθηκαν τα ίχνη άλλου μοναστηριού αν και βρέθηκαν ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής και μικρών παρεκκλησιών. Πώς συμβαίνει τότε το μοναστήρι της Παναγίας του Στύλου που ήταν γνωστό μέχρι τον 15ο αιώνα, όπως φαίνεται από σημειώματα στον κώδικα Paris. Graec. 533, τον 16ο αιώνα να γίνει μοναστήρι του Αγίου Νικολάου; Έχει σημειωθεί προηγουμένως ότι το 1483 ο Felix Faber και το 1484 ο Francesco Suriano μιλούν για ένα ελληνικό μοναστήρι που έτρεφε γάτους για εξόντωση των εχιδνών, χωρίς να αναφέρουν το όνομά του. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1494, ο Pietro Casola αναφέρει ότι υπήρχε εκεί ένα ίδρυμα που διατηρούσε πολλούς γάτους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όταν ο ίδιος επισκέφθηκε την περιοχή δεν βρισκόταν σε λειτουργία το μοναστήρι, γιατί ίσως καταστράφηκε από κάποιο σεισμό και εγκαταλείφθηκε. Όπως είναι γνωστό στα τέλη του 15ου αιώνα σεισμοί κατέστρεψαν και τη Λεμεσό. Είναι βέβαιο ότι η εκκλησία του μοναστηριού έπαθε πολλή καταστροφή. Ολόκληρη η ανωδομή καταστράφηκε. Όπως θα δούμε πιο κάτω τα αρχικά σταυροθόλια που καταστράφηκαν αντικαταστάθηκαν από οξυκόρυφη καμάρα. Φαίνεται ότι ύστερα από εγκατάλειψη αρκετών χρόνων, το μοναστήρι επισκευάσθηκε και αφιερώθηκε στον άγιο Νικόλαο. Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου κάηκε και λεηλατήθηκε από τους Τούρκους το 1570 σύμφωνα με τον Angelo Calepio. Αντίθετα οι περιηγητές Carlier, το 1578, και Henri de Beauvau το 1608 αναφέρουν ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν μοναχοί στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Αυτό είναι κάπως παράξενο γιατί ο Seigneur de Villamont που επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1589 με συνοδεία Κύπριο μοναχό που μιλούσε ελληνικά, αναφέρει ότι άνκαι το μοναστήρι παρέμεινε σχεδόν ακέραιο, οι Τούρκοι το 1570 σκότωσαν ή έδιωξαν τους Έλληνες μοναχούς που το κατοικούσαν και ούτε επιτρέπουν έκτοτε σε κανένα μοναχό να κατοικήσει εκεί. Μόλις τον 18ο αιώνα ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος ανακαίνισε το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου που ήταν εγκαταλειμμένο και ακαλλιέργητο (ἦτο βιράνιν καί ἀκατοίκητος). Ο μητροπολίτης Μακάριος εγκατέστησε εκεί μοναχούς μέ ζευγάρια καί περβόλια καί δεξαμενήν καινούργιαν μέ σκεύη τῆς ἐκκλησίας καί κελλία διάφορα, μέ ὅλα του τά ὑποστατικά, όπως σημειώνει ο ίδιος στον κώδικα Α΄ της Μητροπόλεως Κιτίου. Φαίνεται όμως ότι γρήγορα διαλύθηκε ξανά.
Το μοναστήρι αποτελείται από την εκκλησία στη βόρεια πλευρά, μια πτέρυγα στην ανατολική πλευρά που ενώνεται με το καμαροσκέπαστο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας και μια σειρά κελλιών, μεγάλων αιθουσών και αποθηκών στα δυτικά της εκκλησίας. Η δυτική αυτή πτέρυγα, πιθανότατα τα κελλιά που έκτισε ο μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος τον 18ο αιώνα, είχε ερειπωθεί και τα θεμέλια των κτισμάτων σώζονταν σε ύωος 0,40 -1 μ. περίπου. Δυστυχώς πρόσφατα καταστράφηκαν τελείως και τα θεμέλια αυτά. Οι δυο πτέρυγες του μοναστηριού επικοινωνούσαν με στοά προσαρτημένη στη νότια πλευρά της εκκλησίας.
Η εκκλησία του μοναστηριού κτίσθηκε πιθανότατα τον 13ο ή 14ο αιώνα και καλυπτόταν με δυο σταυροθόλια με νευρώσεις που ξεκινούσαν από προβόλους ψηλά στον νότιο και βόρειο τοίχο. Η αψίδα είναι ημικυκλική εσωτερικά και οι τοίχοι κτισμένοι με καλά τετραγωνισμένους πωρόλιθους. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο μέσο της βόρειας πλευράς και το ανώφλι της είναι από μάρμαρο στο οποίο είναι χαραγμένα τέσσερα οικόσημα ανά δύο, από τις δυο πλευρές ενός σταυρού. Το ανακουφιστικό τόξο, πάνω από την είσοδο αυτή είναι οξυκόρυφο και σχηματίζει οξυκόρυφο τόξο από σπείρες και σκοτίες που ξεκινούν από προβόλους. Στην κορυφή του τόξου υπήρχε ανάγλυφο ανθέμιο. Οι πρόβολοι ήσαν ανάγλυφοι και στολίζονταν με χονδροκομμένες μορφές των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στα τέλη του 15ου αιώνα η άνω δομή της εκκλησίας καταστράφηκε και οι τοίχοι έμειναν για αρκετό καιρό εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Αργότερα, όταν επισκευάσθηκε η εκκλησία, αντί να ξανακτισθούν τα σταυροθόλια, κτίσθηκαν στο εσωτερικό νέοι τοίχοι, εφαπτόμενοι των αρχικών, που στήριξαν οξυκόρυφη καμάρα. Σ’ επισκευή της εκκλησίας το 1960 αφαιρέθηκαν τμήματα των μεταγενέστερων εσωτερικών τοίχων και αποκαλύφθηκαν οι αρχικοί τοίχοι με τους προβόλους και τα κάτω τμήματα των βεργίων των αρχικών σταυροθολίων. Τότε βρέθηκαν στους τοίχους και τοιχογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους και τα σταυροθόλια της εκκλησίας του 13ου ή 14ου αιώνα. Στο ανατολικό άκρο του νότιου τοίχου είναι προσαρτημένο τετράγωνο θολωτό σκευοφυλάκιο που επικοινωνεί με το βήμα της εκκλησίας. Προς νότον του σκευοφυλακίου σωζόταν η ανατολική πτέρυγα του μοναστηριού. Ο ανατολικός τοίχος της πτέρυγας αυτής σώθηκε μέχρι σχεδόν το αρχικό του ύψος, ενώ οι άλλοι τοίχοι σώζονταν σε ύψος 1 - 2 μ. Μπροστά στη πτέρυγα υπάρχει μια τοξοστοιχία από επτά τόξα οξυκόρυφα, από τα οποία τα τρία νοτιότερα ήσαν πιο πλατιά και πιο ψηλά. Στα τρίγωνα που σχηματίζονταν ανάμεσα στα μεγαλύτερα τόξα υπήρχαν κυκλικά ανοίγματα. Η τοξοστοιχία αυτή σωζόταν ακέραιη μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Προ 30ετίας αναστηλώθηκε με βάση τα σωζόμενα στοιχεία και τα σχέδια του C. Enlart. Άλλη τοξοστοιχία υπήρχε κατά μήκος του νότιου τοίχου της εκκλησίας που ένωνε την ανατολική πτέρυγα του μοναστηριού με τη δυτική. Και η τοξοστοιχία αυτή αναστηλώθηκε πρόσφατα με βάση τα σωζόμενα ποδαρικά και το ανατολικό τόξο που σωζόταν μερικώς. Και οι δυο τοξοστοιχίες στήριζαν στέγη από δοκίδες, οι θέσεις των οποίων διακρίνονταν στον νότιο τοίχο της εκκλησίας. Για τις κολόνες και τα ποδαρικά των τοξοστοιχιών αυτών χρησιμοποιήθηκαν κομμάτια από μαρμάρινες κολόνες, κιονόκρανα και επίκρανα παραστάδων από αρχαιότερα κτίρια.
Προς βορράν της εκκλησίας και στη νοητή επέκταση της ανατολικής πτέρυγας του μοναστηριού υπάρχουν μερικά νεώτερα κτίρια. Το μοναστήρι αναβίωσε πρόσφατα. Σ' αυτό εγκαταστάθηκαν καλογριές.