Η γοτθική εκκλησία του Αγίου Νικολάου άρχισε να κτίζεται το 1308 με δωρεά 70.000 βυζαντίων από το Λατίνο επίσκοπο Γκυ Ντ Ιμπελέν. Το 1311 ο Λατίνος επίσκοπος Βαλδουίνος Lambert ξανάρχισε με πολύ ζήλο την ανοικοδόμηση του καθεδρικού ναού αλλά δεν είναι βέβαιο αν ευτύχησε να τον δει ολοκληρωμένο.
Αρχιτεκτονική
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου από άποψη αρχιτεκτονικής μιμείται τον καθεδρικό ναό της γαλλικής πόλης Reims. Σ’ αυτόν οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου στέφονταν και βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ. Το 1361 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο η εικόνα του αγίου Νικολάου από τον ορθόδοξο καθεδρικό ναό Αγίου Νικολάου στα Μύρα μετά την κατάληψη της πόλης από τον στρατό του Φράγκου βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Α΄. Στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου τάφηκε το 1473 ο τελευταίος Φράγκος βασιλιάς της Κύπρου, Ιάκωβος Β΄.
Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι τρίκλιτη, χωρίς ambulatoire. Τα τρία κλίτη, που χωρίζονται με δυο σειρές από έξι κυλινδρικές κολόνες, καταλήγουν σε πολυγωνικές αψίδες. Η εκκλησία δεν έχει πρόπυλο. Στις δυο γωνιές της πρόσοψης υψώνονται δυο τετράγωνοι πύργοι. Στην πρόσοψη υπάρχουν τρεις πύλες με βαθμιδωτά περίθυρα που σχηματίζονται από εναλλασσόμενες ανάγλυφες σπείρες και σκοτίες. Η κεντρική είσοδος είναι ευρύτερη και χωρίζεται σε δύο από μαρμάρινο πεσσίσκο. Ενώ στις πλάγιες εισόδους της πρόσοψης οι σπείρες και οι σκοτίες που σχηματίζουν τα οξυκόρυφα περίθυρα καταλήγουν μέχρι το έδαφος, στην κεντρική περιορίζονται ουσιαστικά μόνο στο οξυκόρυφο τόξο. Πιο κάτω στο ύψος των ορθοστατών σχηματίζονται ορθογωνικές κόγχες που καλύπτονται από ανάγλυφα κιβώρια, τρεις σε κάθε πλευρά, για να δέχονται αγάλματα. Πάνω από το οριζόντιο μαρμάρινο ανώφλι των εισόδων σχηματίζονται μέσα στο βαθμιδωτό οξυκόρυφο τόξο, στη μεν κεντρική είσοδο μεγάλο ανάγλυφο τετράφυλλο που στηρίζεται σε δυο άλλα μικρότερα κάτω από τα οποία υπάρχουν ανάγλυφα τρίλοβα ανοίγματα, ενώ στις πλάγιες εισόδους τα οξυκόρυφα τόξα γεμίζουν από ένα ανάγλυφο τετράφυλλο που στηρίζεται σε δυο τρίλοβα ανοίγματα.
Η βαθμιδωτή διάταξη των περιθύρων που γεμίζουν όλο τον δυτικό τοίχο μεταξύ των πύργων δημιουργεί στον όροφο διάδρομο που ενώνει τους δυο πύργους. Ο διάδρομος αυτός περιορίζεται εξωτερικά με ανάγλυφο λίθινο στηθαίο στο οποίο κυριαρχούν τα τετράφυλλα που τοποθετούνται λοξά. Το στηθαίο αυτό διακόπτεται από τα αετώματα που περιβάλλουν τα περίθυρα. Τα αετώματα γεμίζουν από ανάγλυφους ρόδακες. Η κορυφή των αετωμάτων διαμορφώνεται σε ορθογώνια βάση στην οποία στέκονταν αγάλματα τα οποία, όπως και τα αγάλματα που βρίσκονταν στις κόγχες της κεντρικής εισόδου, καταστράφηκαν από τους Τούρκους το 1571 όταν μετέτρεψαν τον καθεδρικό ναό σε τζαμί.
Η βόρεια θύρα, που βρίσκεται στο τέταρτο από τα ανατολικά διάχωρο, ανάμεσα στην τέταρτη και την πέμπτη αντηρίδα, είναι απλή και κομψή. Αποτελείται από απλό ανάγλυφο οξυκόρυφο τόξο εντός του οποίου σχηματίζεται τρίλοβο τόξο. Αντίθετα η νότια θύρα σχηματίζεται με βαθμιδωτό περίθυρο από πέντε εναλλασσόμενες σπείρες και σκοτίες που σχηματίζουν οξυκόρυφο τόξο που περιβάλλεται από αέτωμα, την κορυφή του οποίου επιστέφει ανάγλυφος βλαστός. Το αέτωμα περικλείει μεγάλο ανάγλυφο τρίλοβο εντός του οποίου εγγράφονται τρία άλλα ανάγλυφα τρίλοβα. Εξωτερικά το τόξο της νότιας εισόδου στολίζεται με ανάγλυφο φύλλωμα.
Το κεντρικό τμήμα της πρόσοψης, στον όροφο, καταλαμβάνει μεγάλο παράθυρο με οξυκόρυφο τόξο που στολίζεται με ανάγλυφα φύλλα, μέσα στο οποίο σχηματίζεται πάνω οκτάκτινος ρόδακας. Το κάτω μέρος του παραθύρου διαιρείται με πέντε κιονίσκους σε τρία παράθυρα με οξυκόρυφα τόξα. Το κάθε παράθυρο διαιρείται σε δυο παράθυρα με λεπτότερους κιονίσκους που στηρίζουν τρίλοβα τόξα. Ο χώρος μεταξύ των τριλόβων αυτών και του οξυκόρυφου τόξου που τα περιβάλλει γεμίζει με ανάγλυφο τετράλοβο στο κεντρικό παράθυρο, που είναι μικρότερο σε ύψος, και σύνθετα τρίλοβα στα δυο ακρινά που είναι ψηλότερα. Το παράθυρο περιβάλλεται από αέτωμα με ανάγλυφο διάκοσμο, η κορυφή του οποίου επιστέφεται από ανάγλυφο βλαστό. Τα παράθυρα του νότιου και του βόρειου τοίχου είναι απλούστερα. Αποτελούνται από ανοίγματα που καταλήγουν σε οξυκόρυφα τόξα τα οποία υποδιαιρούνται σε δυο με κεντρικό κιονίσκο που στηρίζει δυο μικρότερα οξυκόρυφα τόξα που υποδιαιρούνται με τη σειρά τους σε δυο τρίλοβα τόξα που στηρίζονται σε κεντρικό κιονίσκο. Το καθ’ αυτό τόξο των παραθύρων, όπως και τα μικρότερα τόξα στα οποία υποδιαιρούνται, γεμίζουν με ανάγλυφα τετράφυλλα.
Τα παράθυρα του φωταγωγού του κεντρικού κλίτους είναι παρόμοια μ’ εκείνα του βόρειου και του νότιου τοίχου αλλά με τόξα διακοσμημένα με ανάγλυφα φύλλα. Τα τόξα των παραθύρων του φωταγωγού περιβάλλονται με ανάγλυφα αετώματα που καταλήγουν σε διπλό φυτικό βλαστό. Το βάθος του αετώματος πάνω από το τόξο του κάθε παραθύρου γεμίζει με μετάλλιο που περικλείει κεντρικό ανάγλυφο λουλούδι και περιβάλλεται με ανάγλυφα φύλλα.
Ανάλογα ήσαν και τα παράθυρα του τελευταίου ορόφου των δυο πύργων. Τα αετώματα που περιβάλλουν τα παράθυρα αυτά στηρίζονταν σε προβόλους με ανθρώπινες μορφές φυσικού μεγέθους, τις οποίες κατέστρεψαν οι Τούρκοι το 1571. Μια μόνο μορφή, ενός νέου που κρατεί ανθισμένο κλαδί, σώθηκε στον βόρειο πύργο. Στις δυο εξωτερικές γωνιές των πύργων υπάρχουν οκταγωνικά, εξωτερικά, κλιμακοστάσια που περικλείουν κλίμακες με μορφή κοχλία. Το βόρειο κλιμακοστάσιο επεκτάθηκε σε μιναρέ μετά τη μετατροπή του καθεδρικού ναού σε τζαμί.
Στην κεντρική αψίδα, στο ύψος της επίπεδης εξωτερικά στέγης των πλαγίων κλιτών, υπάρχουν λίθινοι πρόβολοι που κρατούσαν πλάκες ώστε να σχηματίζεται στενός διάδρομος. Εσωτερικά οι οξυκόρυφοι θόλοι σχηματίζονταν από οξυκόρυφα σταυροθόλια με βεργία και εκκινούσαν, ανά τρία, από τους κυλινδρικούς κίονες των κιονοστοιχιών.
Τζαμί
Αρχικά το εσωτερικό του καθεδρικού ναού ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες που καταστράφηκαν το 1571 όταν μετατράπηκε σε τζαμί. Σήμερα σώζονται ίχνη τοιχογραφίας του αγίου Γεωργίου έφιππου στον βόρειο τοίχο και μιας Σταύρωσης στην αψίδα.
Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα προστέθηκαν δυο παρεκκλήσια με ημικυκλικές αψίδες στον νότιο τοίχο του καθεδρικού στα οποία η είσοδος έχει αποφραχθεί από το μιχράμπ και το μιμπάρ. Στο ανατολικότερο σώζεται τοιχογραφία της Σταύρωσης του Χριστού. Φαίνεται ότι χρησίμευαν σαν νεκρικά παρεκκλήσια. Κάτω από την τοιχογραφία της Σταύρωσης υπάρχουν υπολείμματα επιτάφιας επιγραφής και η χρονολογία 1383. Άλλο παρεκκλήσι υπήρχε στη βόρεια πλευρά αλλά κατεδαφίστηκε από τους Οθωμανούς. Στο ανατολικό τμήμα του βόρειου τοίχου κτίστηκε σκευοφυλάκιο.
Το 16ο αιώνα κτίσθηκε στη νότια πλευρά της αυλής μπροστά από τον καθεδρικό ναό ορθογώνια αίθουσα καλυμμένη με σταυροθόλια (loggia). Τους μαρμάρινους κιονίσκους του περιθύρου της loggia αυτής αφαίρεσαν οι Οθωμανοί και τους χρησιμοποίησαν για στήριξη ορθογώνιου κατασκευάσματος μέσα στον καθεδρικό, αφού τους έβαψαν με πράσινο χρώμα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια