Τα επαρχιακά και τοπικά κρατικά Μουσεία άρχισαν να ιδρύονται στη δεκαετία του 1950, λόγω της επέκτασης των ανασκαφικών δραστηριοτήτων και των αρχαιολογικών ερευνών και της επιτακτικής ανάγκης για αποκέντρωση των συνεχώς αυξανομένων κινητών ευρημάτων, και όλα σχεδόν ανακαινίστηκαν και εμπλουτίστηκαν με νέα και περισσότερα εκθέματα από την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 1960.
Το Επαρχιακό Μουσείο της Λάρνακας ιδρύθηκε το 1948 και αρχικά στεγαζόταν στο φρούριο της πόλης. Το 1969 κτίστηκε το νέο κτίριο και οι συλλογές του Μουσείου αυξήθηκαν σε ποσότητα και ποιότητα από τα ευρήματα των ανασκαφών στη Χοιροκοιτία, το Κίτιον, την περιοχή της αλυκής, την Αθηένου και από τα κτερίσματα πολυάριθμων τάφων από την πόλη του Κιτίου και ολόκληρη την επαρχία Λάρνακας. Στις αίθουσες του νέου Μουσείου αντιπροσωπεύεται ο αρχαιολογικός κινητός πλούτος της επαρχίας Λάρνακας με όλα τα επιτεύγματα της αγγειοπλαστικής, γλυπτικής, μεταλλοτεχνίας, μικροτεχνίας και άλλων τομέων της αρχαίας κυπριακής τέχνης από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων. Με το ίδιο σύστημα εκθέσεως η κυπριακή τέχνη αντιπροσωπεύεται και στ’ άλλα Επαρχιακά Μουσεία του νησιού από ευρήματα της γεωγραφικής περιφέρειάς τους. Σε ειδικό στέγαστρο στην αυλή του Επαρχιακού Μουσείου της Λάρνακας υπάρχουν διάφορα ημιτελή αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη καθώς και αρκετές σαρκοφάγοι, που αποτελούν επιπρόσθετα εκθέματα στις εκλεκτές συλλογές των εσωτερικών αιθουσών του. Στα βόρεια του στεγάστρου αναστηλώθηκε ένα ελαιοπιεστήριο που ανασκάφηκε στο χωριό Μαρί και χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο.
Εκτός από το επαρχιακό αρχαιολογικό, το 1979 δημιουργήθηκε και το μικρό ιδιόμορφο μουσείο στο κάστρο της Λάρνακας με εκθέματα διδακτικού περιεχομένου, όπως χάρτες και φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα και μερικά ευρήματα, που παρουσιάζουν τον τρόπο διεξαγωγής της αρχαιολογικής έρευνας στο Κίτιον, την περιοχή της αλυκής και σ' άλλα μέρη της επαρχίας Λάρνακας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης κοντά στο Ζωολογικό Κήπο, στεγάζει μια πλούσια και αξιόλογη συλλογή αρχαιοτήτων από τη Νεολιθική Εποχή μέχρι και τη Ρωμαϊκή Περίοδο. Τα εκθέματα προέρχονται από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους της Επαρχίας Λεμεσού.
Τα εκθέματα φιλοξενούνται σε τρία δωμάτια και χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Η πρώτη αίθουσα περιλαμβάνει δείγματα κεραμικής από διάφορες ιστορικές περιόδους, στη μεσαία αίθουσα εκτίθενται νομίσματα, κοσμήματα, λάμπες και μια ποικιλία από χάλκινα εργαλεία και αντικείμενα, ενώ η τρίτη αίθουσα παρουσιάζει γλυπτά, επιτύμβιες στήλες, κιονόκρανα, επιγραφές κι άλλα μαρμάρινα και ασβεστολιθικά αντικείμενα. Επίσης, στα εκθέματα του Μουσείου περιλαμβάνεται μια σειρά από αντικείμενα, όπως αναθήματα και γυναικεία πήλινα ειδώλια, που σχετίζονται με τη λατρεία της Θεάς Αφροδίτης. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Επαρχίας Λεμεσού ιδρύθηκε στα 1948 και στεγαζόταν αρχικά στο μεσαιωνικό Κάστρο της πόλης. Μετά τις ταραχές του 1964, οπότε το Κάστρο παραδόθηκε στην Εθνική Φρουρά, το Μουσείο παρέμεινε κλειστό για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα 1972 άρχισε η οικοδόμηση του νέου κτιρίου του Μουσείου, μαζί με το παρακείμενο συγκρότημα του Επαρχιακού Δικαστικού Μεγάρου της πόλης. Η έκθεση επαναλειτούργησε τελικά το Μάρτιο του 1975 στο νέο κτίριο, όπου συνεχίζει να στεγάζεται το Μουσείο μέχρι σήμερα. Πρόσφατα έγιναν μετατροπές και επεκτάσεις στο κτίριο με στόχο τη διεύρυνση των εκθεσιακών χώρων.
Το πρώτο Επαρχιακό Μουσείο της Πάφου αποτελούσε το σύμπλεγμα των τουρκικών λουτρών. Το νέο Μουσείο κτίστηκε το 1966 και στέγασε στις αίθουσές του όλο το ανασκαφικό υλικό της Νέας Πάφου (Κάτω Πάφου) που έφεραν στο φως το Τμήμα Αρχαιοτήτων και οι ξένες αρχαιολογικές αποστολές του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας (πολωνική αποστολή) και του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Ντάμπαρτον Όουκς (αμερικανική αποστολή). Ολόκληρο το εκθεσιακό υλικό του Μουσείου παρουσιάζεται χωρισμένο κατά εποχές. Στην πρώτη αίθουσα εκτίθενται όλα τα αντιπροσωπευτικά δείγματα των ευρημάτων της Χαλκολιθικής και της εποχής του Χαλκού, στη δεύτερη της Γεωμετρικής, της Αρχαϊκής και της Κλασσικής εποχής, στην τρίτη της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής και στην τέταρτη της Πρωτοχριστιανικής εποχής. Έτσι ο επισκέπτης με το πρωτότυπο αυτό σύστημα εκθέσεως, παρακολουθεί περιεκτικά όλα τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα μιας εποχής στον ίδιο εκθεσιακό χώρο.
Το Επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου αρχικά στεγαζόταν σε μια κατοικία της παλαιάς πόλης που ανακαινίστηκε το 1936. Το νέο κτίριο του Μουσείου βρίσκεται στο κέντρο της νέας πόλης της Αμμοχώστου και σ’ αυτό εκτέθηκαν όλες οι παλαιές και νέες συλλογές το 1967. Τα νέα εκθέματα του Μουσείου αποτελούνται από ευρήματα των ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην πόλη και τη νεκρόπολη της Σαλαμίνος, των γαλλικών αποστολών στην Έγκωμη, Σαλαμίνα (Κωνσταντία) και στον νεολιθικό συνοικισμό στο Κάστρος του ακρωτηρίου του Αποστόλου Ανδρέα, της αμερικανικής αποστολής στο Φλαμούδι και από διάφορες άλλες ανασκαφές τάφων σ' ολόκληρη την επαρχία. Άγνωστο είναι το τι απέγιναν τα εκθέματα του μουσείου μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατάληψη της Αμμοχώστου.
Όπως και στο κάστρο της Λάρνακας, έτσι και στη νεκρόπολη της Σαλαμίνος, το 1973 ιδρύθηκε ένα μικρό ιδιόρρυθμο μουσείο, όπου εκτέθηκαν αναπαραστάσεις δίφρων σε φυσικό μέγεθος, όπλων, και άλλων συναφών ευρημάτων συνοδευομένων από επεξηγηματικό και φωτογραφικό υλικό, που αντιγράφουν πιστά τα πλούσια νεκρικά κτερίσματα των δρόμων των μνημειακών «βασιλικών» τάφων.
Το Επαρχιακό Μουσείο της Κερύνειας, που ανέκαθεν στεγαζόταν στο φρούριο της πόλης, το 1972 συμπληρώθηκε με τη μετατροπή δυο αιθουσών του φρουρίου στο ειδικό μουσείο του Ναυαγίου. Στις αίθουσες αυτές παρουσιάζονται όλα τα κατάλοιπα του ελληνιστικού πλοίου και του φορτίου του, που ανασύρθηκαν από τον βυθό της θάλασσας, από την αμερικανική αποστολή. Στη μια αίθουσα εκτέθηκαν οι αμφορείς, οι μυλόλιθοι, τα αμύγδαλα και άλλα ευρήματα από το εμπόρευμα και τον εξοπλισμό του πλοίου και στη δεύτερη αίθουσα τα συντηρηθέντα υπολείμματα του πλοίου από την τρόπιδα και το αμπάρι. Σε μια τρίτη αίθουσα επρόκειτο να εκτεθεί μικρογραφικό ομοίωμα του πλοίου, αλλά η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε από την τουρκική εισβολή του 1974.
Το τοπικό αρχαιολογικό μουσείο του Κουρίου στην Επισκοπή Λεμεσού ιδρύθηκε το 1952 στην ιδιόκτητη κατοικία ενός από τους ανασκαφείς του Κουρίου, του Γ. Μακ-Φάντεν, που κληροδοτήθηκε το 1969 και 1985 και στις δυο αίθουσες του στεγάζει αντιπροσωπευτικά δείγματα των ευρημάτων από την πόλη και τα νεκροταφεία του Κουρίου, από το ιερό του Απόλλωνος Υλάτη και από τους συνοικισμούς της Μέσης και Ύστερης εποχής του Χαλκού στη Φανερωμένη και την Παμπούλα της Επισκοπής, που αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των αμερικανικών αποστολών.
Το τοπικό αρχαιολογικό μουσείο της Παλαιπάφου στα Κούκλια, ιδρύθηκε το 1958 στο κτίριο του μεσαιωνικού αρχοντικού των Κουκλιών και ανακαινίστηκε το 1970 και το 1986. Στις αίθουσές του στεγάζει τα σημαντικότερα από τα ευρήματα των ανασκαφών του Τμήματος Αρχαιοτήτων και των ξένων αποστολών, αγγλικής και γερμανοελβετικής, από το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο, από τον μεσαιωνικό ζαχαρόμυλο των Κουκλιών, από τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο και τα νεκροταφεία της Παλαιπάφου και από τη γύρω περιοχή.
Το μουσείο του ιδρύματος Πιερίδη στη Λάρνακα στεγάζεται στην πατρική αρχοντική οικία του Ζήνωνος Δ. Πιερίδη (1900-1967), που διετέλεσε δήμαρχος της Λάρνακας, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και πρόξενος της Σουηδίας και της Γερμανίας. Το Μουσείο στην αρχική του μορφή αποτελείτο από την αρχαιολογική ιδιωτική συλλογή του Δημητρίου Πιερίδη (1811-1895), που σταδιακά εμπλουτιζόταν από τους απογόνους του, στους οποίους εκληροδοτείτο. Η σημερινή διευθέτηση του μουσείου οφείλεται στη σύζυγο του Ζήνωνος Δ. Πιερίδη, Θεοδώρα, και ο πολλαπλασιασμός του στον γιο του Δημήτριο. Το ιδιωτικό αυτό μουσείο, που είναι μοναδικό στο είδος του σ’ ολόκληρη την Κύπρο και το πλουσιότερο σε εκθέματα ανάμεσα σ’ όλα τα γνωστά ομοειδή μουσεία του ελληνικού χώρου, διαθέτει στις συλλογές του εξαιρετικά δείγματα αγγειοπλαστικής και κοροπλαστικής, μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας από τη Νεολιθική εποχή μέχρι και τα τέλη της Τουρκοκρατίας, ανάμεσα στα οποία πλεονάζουν τα προϊστορικά κυπριακά αγγεία και ειδώλια.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια