Στην Κύπρο έχουμε μεγάλη ποικιλία τραγουδιών τα περισσότερα-των οποίων έχουν σαν θέμα το ερωτικό στοιχείο.
Με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των τραγουδιών της Κρήτης, της Θράκης, του Πόντου, των ελληνικών νησιών, του Μοριά και της Ρούμελης, ως προς τις κλίμακες, το μέτρο κλπ., τα κυπριακά δημοτικά τραγούδια έχουν μια λεπτότητα, μια χάρη, αλλά προπαντός μια ιδιαιτερότητα. Πιστεύουμε ότι η μεγάλη χρήση μερικών διαστημάτων 2ας και η αποφυγή μεγάλων αφεστώτων διαστημάτων φανερώνει τη λεπτότητα του εσωτερικού κόσμου του λαού της Κύπρου. Η χρήση διαστημάτων 2ας και η δημιουργία «τονικών εστιών» πάνω σε χαρακτηριστικές βαθμίδες, δίνει την εντύπωση ενός «ακουστικού κεντήματος» λεπτεπίλεπτης εργασίας. Τα περισσότερα τραγούδια έχουν μικρή έκταση, απλή ρυθμική κατασκευή, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες, μια και έχουν περάσει από το «αυτί» και το «στόμα» του λαού, ο οποίος διώχνει όλα τα περιττά και τα προσαρμόζει στα δικά του μέτρα, έτσι που να τα χαίρεται όταν τα τραγουδά και να μη του είναι εμπόδιο οι τεχνικές δυσκολίες.
Πολλά τραγούδια είναι γραμμένα στην υποδώριο κλίμακα που τους δίνει ένα αρχαιοπρεπές ύφος, εντελώς διαφορετικό από τα γνωστά ευρωπαϊκά ακούσματα. Η δε χρήση της υποτονικής τόσο στα προηχήματα όσο και στις καταλήξεις τους δίνει ένα αλλιώτικο χρώμα.
Πολλές φορές η χρήση της υποτονικής γίνεται με ένα σοφό τρόπο, ώστε η κατάληξη σ' αυτήν με μια κατιούσα κίνηση από την 3η ή και 4η βαθμίδα, μετατρέπει το τετράχορδο σε μείζον και μαζί αλλάζει και το άκουσμα, παίρνοντας ένα χρώμα πιο λαμπρό. Φυσικά η αλλαγή της τονικής εστίας στη θεμέλιο αλλάζει το χρώμα και το κάνει πιο σκούρο. Και φυσικά όλα αυτά, ταιριαστά κατά τρόπο τέλειο με το περιεχόμενο του στίχου, όταν πρόκειται για τραγούδι.
Αν εξετάσουμε με λεπτομέρεια την καθαρά κυπριακή δημοτική μουσική, δηλαδή τις κυπριακές χορευτικές σουΐτες, τις «φωνές», τα δημοτικά τραγούδια, τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν χρησιμοποιούν αυτό που ονομάζουμε «κλίμακα ολοκληρωμένη» και «καθαρή», αλλά «παίζουν» διαρκώς με τετράχορδα τα οποία και συνεχώς αλλάζουν μέσα στο ίδιο τραγούδι και στον ίδιο «χορό». Έτσι αλλάζοντας τα είδη των τετραχόρδων, φτιάχνουν ένα ολοκληρωμένο «μουσικό πίνακα» με πολλά χρώματα (τετράχορδα) και όχι πίνακα με ένα χρώμα (μια συγκεκριμένη κλίμακα). Και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που στηριζόταν στα τετράχορδα.
Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν μόνο σε μερικά τραγούδια που φαίνεται καθαρά ότι ο δημιουργός τους ήταν γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής και επηρεασμένος από αυτήν.
Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται είναι ποικίλα. Από τα καθαρά αρχαία ελληνικά 5/8,7/8,9/8 που είναι και τα πιο εντυπωσιακά, μέχρι τα γνωστά, τετραγωνισμένα 2/4,3/4, 4/4,3/8, 6/8 κλπ.
Τραγούδια στον γάμο, στις γιορτές, στις «σούσες», στη δουλειά. Ακόμη, τραγούδια ιστορικά, ακριτικά, ερωτικά, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, νανουρίσματα, σατιρικά, διδακτικά, καθιστικά κ.α. αγκαλιάζουν όλες τις κοινωνικές, θρησκευτικές και άλλες εκδηλώσεις της ζωής του νησιού. Το τραγούδι είναι ένα ειρηνικό όπλο στα χέρια των ανθρώπων κάθε τόπου. Ειρηνικό αλλά αποτελεσματικό όπλο για ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο, τον πόνο, την ξενιτιά, την αγάπη, τη χαρά, τη λύπη, την κούραση.
Από τον τρόπο της κατασκευής των τραγουδιών μπορούμε αμέσως να συμπεράνουμε αν ο δημιουργός ήταν λαϊκός, αυτοδίδακτος συνθέτης, ή γνώστης των κανόνων και της θεωρίας της μουσικής. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι αυτοδίδακτοι δημιουργοί βασίστηκαν στ' ακούσματα της βυζαντινής μουσικής, με τα οποία έρχονταν σε άμεση, τακτική επαφή στην εκκλησία ή και αλλού.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως το θαυμάσιο τραγούδι του γάμου, που με τις τετραγωνισμένες μουσικές του φράσεις (ερωτηματικές και απαντητικές) και τις πτώσεις μας δίνει την εντύπωση δυτικού CHORAL.
Την ίδια κατασκευή, αλλά σε άλλο ύφος, έχει και η «Αίγια η κότσ'ινη» που παίζει συνεχώς με τις κύριες βαθμίδες τονικής - δεσπόζουσας και υποδεσπόζουσας.
Αυτά προδίδουν ότι ο δημιουργός ήταν γνώστης των κανόνων της δυτικής μουσικής ή τουλάχιστον επηρεασμένος από τα ακούσματα της Δύσης. Σ' αντίθεση μ' αυτά θα αναφέρουμε τα δυο άλλα θαυμάσια τραγούδια, την «Τηλλυρκώτισσα» η οποία ξέφυγε από τα στενά όρια της τοπικής «φωνής» και έγινε τραγούδι όλου του νησιού, όπως και το πολύ εντυπωσιακό «Το γιασεμίν». Οι κλίμακες, τα τετράχορδα και γενικά η κατασκευή αυτών των δυο τραγουδιών καμιά σχέση δεν έχουν με τα δυο προηγούμενα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που θα πρέπει ν' αναφέρουμε είναι το θαυμάσιο χορευτικό τραγούδι «Έσυρα το μήλον» με το εντυπωσιακό μέτρο του και τις εναλλαγές του είδους των τετραχόρδων του.
Αν ακόμη προχωρήσουμε πιο πέρα, στα σατιρικά τραγούδια, ορισμένα απ' αυτά έχουν μερικά πολύ βασικά χαρακτηριστικά όπως:
Κάτι δε πολύ χαρακτηριστικό είναι ότι σε μερικά τραγούδια με μικρή έκταση φωνής χρησιμοποιούνται μικρές μουσικές φράσεις, εντελώς όμοιες μεταξύ τους, που όταν εκτελεστούν και οι δυο, η πρώτη έχει θέση ερωτηματικής φράσης, η δεύτερη απαντητικής. Αυτό το φαινόμενο το συναντούμε πολύ και στην υπόλοιπη ελληνική δημοτική μουσική.
Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι το μεγάλο μέρος του λαϊκού μουσικού πλούτου της Κύπρου ή χάθηκε μαζί με τους γέροντες ή αναπαύεται στο μυαλό αρκετών άλλων, περιμένοντας τον ερμηνευτή μουσικολόγο που θα «τολμήσει».
Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο της δημοτικής μουσικής της Κύπρου που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, είναι οι λαϊκοί ποιητάρηδες που ακόμη υπάρχουν στο νησί. Οι λαϊκοί αυτοί καλλιτέχνες με την τριπλή ιδιότητα (του ποιητή, του συνθέτη και του εκτελεστή), έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Τους συναντούμε στον Όμηρο που τους ονόμαζε ραψωδούς ή θείους αοιδούς. Τους ποιητάρηδες τους συναντούμε συνήθως στα πανηγύρια. Με τη χαρακτηριστική φωνή τους και με ένα ιδιαίτερο τρόπο ερμηνείας, με δυο μουσικές φράσεις μικρής μάλλον έκτασης που η πρώτη έχει ερωτηματικό χαρακτήρα και η δεύτερη απαντητικό, έδιναν με παραστατικότητα το θέμα τους στους συγκεντρωμένους. Πολλές φορές προσπαθούσαν (όσοι μπορούσαν) να δώσουν τη μουσική τους σε ψηλό τετράχορδο για να γίνονται πιο εντυπωσιακοί και πιο «πειστικοί».
Στέκονταν σε περίοπτο θέση και γύρω τους το πλήθος μαζευόταν για να πληροφορηθεί το γεγονός, γιατί ο ποιητάρης κάτι είχε να τους διηγηθεί: «κάποιο κακό», μια τραγωδία ή ένα ερωτικό δεσμό, μια αυτοκτονία ή θέματα της καθημερινής ζωής, πολιτικά θέματα, ακρίβεια, επαγγέλματα και ό,τι άλλο νόμιζε ο ποιητάρης άξιο λόγου.
Φυσικά, στο τέλος του τραγουδιού ο ποιητάρης πουλούσε στον κόσμο σε έντυπη φυλλάδα το γεγονός που τους «τραγούδησε».
Θα πρέπει εδώ ν' αναφέρουμε τους ακούραστους ερμηνευτές οι οποίοι κατά καιρούς από αγάπη και μεράκι κατέγραψαν αρκετά τραγούδια και χορούς του νησιού: Αποστολίδης, Αρτεμίδης, Ανθίας, Καλλίνικος, Ιωαννίδης, Αβέρωφ, Τομπόλης. Ο δε μεγάλος μουσουργός Σόλων Μιχαηλίδης* με μελέτες του τα έκαμε γνωστά στο εξωτερικό. Με τους δημοτικούς χορούς της Κύπρου ασχολήθηκε ο Α. Παπανδρέου σε μια μελέτη του.
Πολύ σημαντικό θεωρείται ένα μεσαιωνικό μουσικό χειρόγραφο προερχόμενο από την Κύπρο και ευρισκόμενο στην Βιβλιοθήκη Nazionale του Τορίνο (χειρόγραφο J. 11.9). Το χειρόγραφο αυτό μελετήθηκε εξονυχιστικά κατά τα τελευταία χρόνια, περί αυτού δε έγινε και μία σειρά εκδόσεων, το 1968 κ.ε., από το American Institute of Musicology. H σειρά αυτή των πολύ επιμελημένων εκδόσεων φέρει τον γενικό τίτλο: «Cypriot Plainchant of the Manuscript Torino, Biblioteca Nazionale J. 11.9», και αποτελεί ολόκληρη επισταμένη μελέτη περί του χειρογράφου, της μουσικής του αναλύσεως και ερμηνείας, και πλήρη παρουσίαση όλων των φύλλων του. Επίσης, κατά τα τελευταία χρόνια, η μεσαιωνική αυτή μουσική της Κύπρου άρχισε να εκτελείται από εξειδικευμένα μουσικά σχήματα, όπως το Huelgas Ensemble, το οποίο μάλιστα ηχογράφησε και κυκλοφόρησε κομμάτια από το κυπριακό χειρόγραφο (η ηχογράφηση έγινε τον Ιούνιο του 1993 σε εκκλησία του Βελγίου).
Το κυπριακό αυτό χειρόγραφο χρονολογείται γύρω στο 1413, επί ημερών του βασιλιά της Κύπρου Ιανού (1398-1432). Ήταν δε τόσο σημαντικό μάλιστα, ώστε απετέλεσε μέρος της προίκας που εδόθη στην κόρη του Ιανού, την Άννα Λουζινιανή, όταν αυτή παντρεύτηκε τον δούκα της Σαβοΐας Λουδοβίκο Β' το 1434. Η Άννα το πήρε τότε μαζί της στην Ιταλία. Το χειρόγραφο αποτελείται από 159 φύλλα και περιέχει τόσο εκκλησιαστική μουσική, όσο και μη εκκλησιαστική. Μεταξύ άλλων, υπάρχουν ύμνοι στον άγιο Ιλαρίωνα και στην αγία Αννα, κομμάτια του Γρηγοριανού ρεπερτορίου (είδους ψαλμών χωρίς συνοδεία οργάνων, που έγινε αποδεκτό από τον πάπα Ιωάννηνιο 1413), μουσικά κομμάτια στη λατινική και στη γαλλική, μπαλάντες κλπ.
Το χειρόγραφο αυτό αποτελεί σήμερα τη μοναδική μαρτυρία για τα είδη της μουσικής στη βασιλική αυλή της Κύπρου, υπάρχουν δε εξ άλλου σ' αυτό και συγκεκριμένες αναφορές στην αυλή. Ωστόσο η μεγάλη σημασία του έγκειται στο γεγονός ότι, αφενός, δεν μνημονεύεται πουθενά οποιοδήποτε όνομα συγκεκριμένου συνθέτη και αφετέρου, κάθε ένα από τα κομμάτια που περιέχει είναι μοναδικό αφού παρόμοιο δεν ανευρίσκεται πουθενά σε κανένα άλλο μουσικό χειρόγραφο από όσα σώζονται στον κόσμο.
Τούτο αποδεικνύει ακριβώς ότι επρόκειτο για ένα είδος μουσικής που εξελίχθηκε τοπικά (στην Κύπρο), με στοιχεία τόσο γαλλικής μουσικής όσο και μουσικής του νησιού. Έτσι, πρόκειται για ένα χωριστό είδος φραγκοκυπριακής μουσικής, που τώρα γίνεται γνωστή και μπορεί να εκτελείται και να ακούγεται, χάρις στο χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης του Τορίνο.