Μαζί με τις δυο χορευτικές σουΐτες, εξέχουσα θέση στην κυπριακή δημοτική μουσική κατέχουν οι «φωνές». Η «φωνή» λεγόταν και «ίσια» από το «ίσον», το γνωστό βυζαντινό ισοκράτημα, που χαρακτήριζε τον θεμέλιο φθόγγο.
Με την ονομασία αυτή, «φωνές» χαρακτηρίζουμε διάφορα τραγούδια, αργά, εκφραστικά, ορισμένα με κάποιες τεχνικές δυσκολίες, και με ιδιαίτερες απαιτήσεις στην ερμηνεία τα περισσότερα. Ήσαν μάλλον τραγούδια του τραπεζιού, που έδιναν την ευκαιρία στον τραγουδιστή να δείξει τα φωνητικά του χαρίσματα, αλλά και τις δυνατότητές του στην ερμηνεία. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κάθε περιοχή, ή χωριό, δημιούργησε και τραγουδούσε τη δική του «φωνή». Ορισμένες «φωνές» άρχιζαν με μια κορώνα στην υποτονική η οποία λειτουργούσε σαν ισχυρή απποτζιατούρα πάνω στον φθόγγο της πάνω τονικής, γιατί άρχιζαν με το πάνω τετράχορδο το οποίο τους έδινε τη δυνατότητα ν' ακουστούν καλύτερα και να εντυπωσιάσουν. Ας μη ξεχνούμε ότι ο γάμος και μερικές άλλες διασκεδάσεις - συγκεντρώσεις, ήσαν οι μόνοι τρόποι για την προβολή των τραγουδιστών, οργανοπαικτών, χορευτών κλπ.
Η έκταση των τραγουδιών αυτών, των «φωνών», δεν ήταν και πολύ μεγάλη. Ούτε επίσης και ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες είχαν, αλλά χρειάζονταν ερμηνευτικές ικανότητες. Πολλές φορές παρεμβάλλονταν μικρά ιντερμέτζι, είτε στο όργανο, ή μαζί με τα όργανα τραγουδούσαν και οι παρευρισκόμενοι με το ΛΑ. Αυτά τα τμήματα ήσαν συνήθως πιο γρήγορα και πιο ρυθμικά. Ήταν και μια ευκαιρία για τον τραγουδιστή να ανασάνει και να ετοιμαστεί για την άλλη στροφή.
Θα πρέπει ν' αναφέρουμε ότι το περιεχόμενο των στίχων ήταν ως επί το πλείστον ερωτικό, όπως και τα περισσότερα από τα κυπριακά δημοτικά τραγούδια. Φυσικά δεν έλειπαν και άλλης φύσεως στίχοι για διάφορα άλλα θέματα. Πάντως ο «καμός της αγάπης», η «θύμηση της αγαπημένης», οι «χαρές της καλής του», η «σκληρή ξενιτιά» που τον κρατεί μακριά της και άλλα παρόμοια, ήσαν τα βασικά θέματα.
Η εσωτερική κατασκευή των μελωδικών φράσεων, οι πτώσεις, ο τρόπος των καταλήξεων, οι τονικές εστίες γύρω από σημαντικούς φθόγγους, η αλλαγή είδους τετραχόρδων από διατονικό σε χρωματικό, το διάστημα της 2ας αυξ. και πάνω απ’ όλα η συνεχής χρήση διαστημάτων 2ας, δίνουν την εντύπωση κατασκευής κάποιου «ακουστικού κεντήματος». Η δε σοφή χρήση του ανάλογου είδους τετραχόρδου με το περιεχόμενο του στίχου, έδειχνε τον εσωτερικό πλούτο και την πληρότητα του λαϊκού δημιουργού.
Σε όλη την Κύπρο συναντούμε πάνω από είκοσι «φωνές». Απ’ αυτές οι πιο γνωστές είναι: Παφίτιτζ'η, Καρπασίτιτζ'η, Πεγιώτισσα, Παραλιμνίτισσα, Αυκορίτισσα, Ακαθκιώτισσα, Τηλλυρκώτισσα, Πιτσιλλίσιμη, Ζωθκιάτισσα, Σολιάτισσα, Καμηλαρίσιμη, Μεσαρϊτισσα, Λιοπετρίτισσα. Επίσης οι «φωνές» της σούσας, ενώ γνωστή ήταν και η ακριτική φωνή και μάλιστα σε ρυθμό 7/8.
(ΣΗΜ. Θα πρέπει ν' αναφέρουμε ότι στους κυπριακούς χορούς και τα τραγούδια σημαντική θέση έχει η κλίμακα υποδώριος ή αιολική, που δεν έχει προσαγωγέα, και έτσι δεν δημιουργείται η έλξη της 8ης βαθμίδας αλλά έχει μια δική της ιδιομορφία ακουστική).
Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που να μας αναφέρουν χαρακτηριστικά πότε ακριβώς έχουν γραφεί τα δημοτικά τραγούδια και οι δυο χορευτικές σουΐτες (καρτζ'ιλαμάδες).
Τα τραγούδια είναι φυσικό να γράφτηκαν κατά καιρούς, από διάφορους λαϊκούς δημιουργούς. Έγιναν δε γνωστά σε όλο το νησί μέσα από τις κατά τόπους διασκεδάσεις - γιορτές - γάμους κλπ. ή από εργάτες - μαστόρους -θεριστές κλπ., οι οποίοι σε διάφορες εποχές ταξίδευαν, για επαγγελματικούς λόγους, για μεγάλο χρονικό διάστημα, από την μια επαρχία στην άλλη. Και όπως ξέρουμε, ώρα για τραγούδι είναι η ώρα της δουλειάς, ή του φαγητού (π .χ. στο βραδινό φαγητό που όλοι μαζεύονταν μετά την κούραση της μέρας). Σ' αυτές τις ώρες γίνονταν «οι ανταλλαγές της μουσικής πραμάτειας». Ήταν ένα είδος «μουσικών ταχυδρόμων», ή νέων «τροβαδούρων».
Οι δυο χορευτικές σουΐτες όμως θα πρέπει να γράφτηκαν από τον ίδιο συνθέτη, την ίδια εποχή. Τουλάχιστον έτσι φαίνεται από την ομοιογένεια του ύφους όλων των χορών, που εσωτερικά δένονται μεταξύ τους τέλεια.
Φυσικά, μπορεί να εξεταστεί και η περίπτωση να ήσαν προηγουμένως αυτοτελείς χοροί, ξεχωριστά μόνοι τους και σιγά - σιγά, ίσως συνήθισαν να τους εκτελούν μαζί, τον έναν κατόπιν του άλλου. Έτσι, με τον καιρό απετέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο, όπως ακριβώς παρουσιάζεται σήμερα. Υποθέτοντας αυτά, προχωρούμε πιο πέρα, και λέμε ότι, αν κάποιος από τους χορούς είχε σημαντικές διαφορές με τους άλλους, από πλευράς ύφους και τονικής κατασκευής, οι εκτελεστές τον διαφοροποίησαν και τον έφεραν «στα μέτρα» των υπολοίπων, ώστε να υπάρχει ομοιογένεια μεταξύ τους και να αποτελούν μια ενότητα «καλά δεμένη» όπως ακριβώς είναι σήμερα.
Το πότε ακριβώς γράφτηκαν οι δυο κυπριακές χορευτικές σουΐτες μπορεί να είναι άγνωστο. Θα πρέπει όμως να μας προβληματίσουν πολύ τα εξής: Ο ρυθμός, το μέτρο, η εσωτερική κατασκευή των φράσεων, οι πτώσεις, οι μετατροπίες, η χρήση μεικτών τετραχόρδων, η μεγάλη χρήση της υποτονικής και τόσα άλλα βασικά πράγματα τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση με την ευρωπαϊκή μουσική, η οποία ανθεί από τον 16ο αι. και μετά, και έχει τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα, δηλαδή τις δυο βασικές κλίμακες μείζονα και ελάσσονα, πτώσεις και μελωδικές γραμμές τετραγωνισμένες, μεγάλη χρήση των δυο βασικών βαθμίδων τονικής και δεσπόζουσας, μέτρα γνωστά όπως 2/4,3/4,4/4 κλπ. Η κυπριακή δημοτική μουσική και φυσικά και η υπόλοιπη ελληνική δημοτική μουσική, δεν έχουν μ' αυτά απολύτως καμιά σχέση. Γι’ αυτό και θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την πηγή της κυπριακής δημοτικής μουσικής. Είναι πολύ πιθανό ότι η βυζαντινή μουσική έπαιξε πρωταρχικό ρόλο. Πριν από μερικούς αιώνες, σε καιρούς δύσκολους για το νησί, η Εκκλησία και κατά συνέπειαν η βυζαντινή μουσική, ο ύμνος, η λειτουργία, ένωναν τους ανθρώπους. Όλοι έψαλλαν. Όλοι λάμβαναν μέρος στη θεία λειτουργία. Άρα το μουσικό τους αισθητήριο είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με τους «ήχους» της βυζαντινής υμνωδίας, η οποία με τη σειρά της πηγάζει από την αρχαία ελληνική μουσική.
Ήταν λοιπόν πολύ φυσικό, οι δημιουργοί - συνθέτες της κυπριακής δημοτικής μουσικής (χοροί - τραγούδια, «φωνές» κλπ.) να συνέθεσαν έργα «κοσμικού χαρακτήρα» όπως τα πιο πάνω, που αργότερα κόσμησαν όλες τις γιορτές και διασκεδάσεις, γάμους κλπ., αλλά τα έργα τους αυτά είχαν όλα τα γνωρίσματα της βυζαντινής μουσικής, γιατί ήταν αδύνατο οι δημιουργοί τους να ξεφύγουν από τον επηρεασμό αλλά και γιατί μόνο αυτά τα ακούσματα γνώριζαν. Ήταν τόσο έντονη η παρουσία του βυζαντινού στοιχείου παντού, που ήταν φυσικό κάθε είδος δημιουργίας να παίρνει στοιχεία από εκεί. Δεν αποκλείεται ακόμη οι λαϊκοί οργανοπαίκτες - συνθέτες των λαϊκών χορών, παράλληλα, να ήσαν και ψάλτες.