Οι κυπριακοί χοροί εκτελούνται σε δυο όργανα, το βιολί και το λαούτο, που έχουν ξένη προέλευση. Δέθηκαν όμως τόσο πολύ με τον τόπο και τους χορούς του νησιού, όπως το κλαρίνο με το τσάμικο και η κιθάρα με την ισπανική μουσική.
Εδώ θα πρέπει ν' αναφέρουμε και το λαϊκό - βουκολικό όργανο, το πιθκιαύλι (αυλός), που αρκετοί Κύπριοι, ιδίως βοσκοί, το είχαν παλαιότερα συντροφιά και εκτελούσαν σ' αυτό διάφορα δημοτικά τραγούδια ή χορούς, ή αυτοσχεδιάζοντας περνούσαν μέσα από τις λιγοστές τρύπες του τις λύπες και χαρές τους.
Η εσωτερική κατασκευή των χορών, με όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αποτελούν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο μελωδικής ομορφιάς, εντυπωσιακής ρυθμικής ποικιλίας, σοφής εναλλαγής τρόπων και κτίσιμο φράσεων με τέλεια τεχνική. Τα μέτρα που χρησιμοποιούνται είναι καθαρά αρχαία ελληνικά: 5/8 (πεντάσημος), 7/8 (επτάσημος), 9/8 (εννιάσημος). Το μέτρο των 9/8 έχει εντελώς διαφορετική εσωτερική κατασκευή απ' ό,τι το ευρωπαϊκό μέτρο των 9/8.
Όλα αυτά τα μέτρα έχουν μια ιδιομορφία στην εσωτερική τους κατασκευή. Το πλεονάζον μέρος του μέτρου, ή καλύτερα το μέρος του μέτρου με τη μεγαλύτερη διάρκεια, αλλάζει πολλές φορές θέση ανάλογα με τα βήματα του χορού.
Είναι πράγματι πολύ εντυπωσιακό το άνοιγμα του πρώτου ανδρικού χορού, του πρώτου καρτζ'ιλαμά. Με τη συνήχηση δυο φθόγγων με το διάστημα της 5ης καθαρής, (ΛΑ-ΜΙ), που είναι το τελειότερο των διαστημάτων, και βασισμένος στο επίσης εντυπωσιακό μέτρο των 9/8, της ελληνικής μορφής έχει σκέδια με νότες δαμέ, και όχι της ευρωπαϊκής έχει σκέδια με νότες δαμέ και σε μια μέτρια ρυθμική αγωγή, έχει ένα άνοιγμα μεγαλοπρεπές. Μπορεί να εμφανιστεί και έτσι: έχει σκέδια με νότες δαμέ, πάλαι. Δηλαδή, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν το μέτρο των 9/8 σαν μεικτό ενώ οι Ευρωπαίοι σαν σύνθετο. Αν και είναι πολλές και εντυπωσιακές οι εναλλαγές που κάνει από πλευράς τονικότητας, από την αρχή ως το τέλος, ο θεμέλιος φθόγγος ΛΑ παραμένει πρωταγωνιστής και ηχεί στ' αυτιά, η δε δύναμη της ηχητικής παρουσίας του είναι έντονη και όταν ακόμη μια μουσική φράση καταλήγει στην υποτονική ή ακόμη και στην επιτονική.
Η αναφορά της ονομασίας υποτονική είναι πολύ συχνή στην ελληνική δημοτική μουσική, αφού ένας μεγάλος αριθμός χορών και τραγουδιών είναι γραμμένα στην αρχαία ελληνική κλίμακα υποδώριο ή αιολική.
Ο δεύτερος χορός είναι γραμμένος στο μέτρο των 7/8. Έχει πιο γρήγορη ρυθμική αγωγή. Δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια του πρώτου χορού, αλλά έχει τη δική του χάρη. Εδώ, το μέτρο των 7/8, ένα από τα πιο συνηθισμένα μέτρα στην ελληνική δημοτική μουσική, χορεύεται με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι χορεύεται ο ελληνικός καλαματιανός, που είναι ο καθαυτό χορός των 7/8.
Και στον δεύτερο χορό έχουμε συχνές εναλλαγές τονικότητας, ιδίως όταν με μια Coda θα επιχειρήσει το πέρασμα στον 3ο χορό.
Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο τρίτος χορός διαδέχεται τον δεύτερο. Με μια τονισμένη καταληκτική φράση και μια πτώση στον φθόγγο ΡΕ που ταυτόχρονα αποτελεί και την αρχή του τρίτου χορού, ο οποίος είναι ακόμη πιο γρήγορος από τον δεύτερο και πιο ρυθμικός. Την εικόνα ολοκληρώνει και η αλλαγή του μέτρου από 7/8 σε 2/4. Ο χορός αυτός μετά από μια σύντομη εισαγωγή οδηγεί κατά τρόπο θαυμαστό σ' ένα ωραίο ιντερμέτζο όπου έρχεται τώρα να προστεθεί και το τραγούδι που δίνει διπλή ευκαιρία, τόσο στους χορευτές όσο και στον λαουτάρη, να δείξουν τα προσόντα τους τα φωνητικά αλλά επιπλέον, μέσα από τον στίχο, να πουν τα χίλια δυο καλά λόγια και τις ευχές τους για το αντρόγυνο, τους συμπεθέρους, τους άλλους συγγενείς αλλά και για τα «κάλλη της καλής τους», γενικά για τους «καμούς του έρωτα». Επίσης ανταλλάσσουν μεταξύ τους χαριτωμένα «πειράγματα», τα περισσότερα των οποίων εκείνη την ώρα αυτοσχεδιάζουν. Αυτά τα τραγούδια τα λένε τσιαττιστά, από το τσιαττίζω (=ταιριάζω).
Μετά τα τραγούδια του τρίτου χορού αρχίζει ο τέταρτος χορός, που, όπως τον πρώτο, είναι και αυτός γραμμένος σε μέτρο 9/8 και έχει, μπορούμε να πούμε, την ίδια ρυθμική «αρχοντιά». Σ' αυτόν ειδικά τον χορό συναντούμε αρκετές παραλλαγές ο' όλη την Κύπρο. Αυτό οφείλεται στο ότι διάφοροι εκτελεστές προσθέτουν δικά τους τμήματα, ή αλλάζουν μουσικές φράσεις ή ακόμη, για να εντυπωσιάσουν, ορισμένες μουσικές φράσεις τις ανεβάζουν κατά μια οκτάβα. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικά τα χρωματικά τετράχορδα που χρησιμοποιούνται από μερικούς εκτελεστές. Το άνοιγμα του χορού με την υποτονική και αμέσως το χρωματικό τετράχορδο, του δίνει μια ιδιαιτερότητα. Εντυπωσιακές παραμένουν και οι μετατροπίες που γίνονται.
Μετά τον τέταρτο χορό, και πάλι με ένα τρόπο ιδιόμορφο, ακολουθεί χωρίς διακοπή ο μπάλος. Ο μπάλος είναι χορός - τραγούδι, σε μέτρο 7/8. Η κατασκευή του τραγουδιού αυτού είναι πολύ εντυπωσιακή, και εντελώς διαφορετική από το τραγούδι που αναφέραμε πιο πάνω, στον τρίτο χορό, τα τσιαττιστά. Είναι ένα τραγούδι αργό, μακρόσυρτο, γεμάτο μελίσματα, που απαιτούσε από τον τραγουδιστή ιδιαίτερα χαρίσματα φωνητικά, ερμηνευτικά, εκφραστικά. Ενόσω διαρκεί το τραγούδι, τα όργανα κρατούν ένα ρυθμικό ισοκράτη. Μετά, το βιολί κάνει ένα οργανικό μέρος για να ξεκουραστεί ο τραγουδιστής, και να ετοιμαστεί για την άλλη στροφή. Τα λόγια του τραγουδιού στον μπάλο είναι συνήθως για τον «καμό της αγάπης», δηλαδή πρωταγωνιστεί και εδώ το ερωτικό στοιχείο.
Τον μπάλο ακολουθούσαν διάφοροι άλλοι χοροί, πολλές φορές μετά από ειδική παραγγελία του χορευτή, όπως συρτοί, ζεϊμπέκκικα, αραπιέδες, σέρβικος, καροτσέρης κλπ., που δεν έχουν καμιά σχέση με τις δυο σουΐτες που αναφέραμε, αλλά είναι ξενόφερτοι χοροί οι περισσότεροι.
Για τέλος, οι χορευτές συνήθως χορεύουν τον πολύ ωραίο χορό μάντρα που είναι γραμμένος σε μέτρο 7/8 με την εσωτερική διαίρεση ******Π Π ΠΙ. Εδώ συναντούμε την περίπτωση που όμοιες ακριβώς μουσικές φράσεις επαναλαμβανόμενες, η πρώτη έχει θέση ερωτηματική και η δεύτερη απαντητική.
Τα τσιαττιστά στον κατάλογο της ΟΥΝΕΣΚΟ
Τα τσιαττιστά, ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια της κυπριακής λαϊκής παράδοσης, αποτελούν αυτοσχέδια ποιητικά δημιουργήματα στιγμιαίας έμπνευσης, με ως επί το πλείστον διαγωνιστικό χαρακτήρα. Ονομάζονται τσιαττιστά επειδή ο δημιουργός «τσιαττίζει», δηλαδή συνταιριάζει στίχους με ενιαίο νόημα και περιεχόμενο σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο. Τα τσιαττιστά έχουν συμπεριληφθεί στον παγκόσμιο Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο ’υλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco με απόφαση της επιστροπής την 1η Δεκεμβρίου 2011 με κριτήριο α) ότι αποτελούν προφορική παράδοση που αναδεικνύει την ευγενή άμιλλα στα πλαίσια του αυτοσχεδιασμού, παρέχοντας στην κυπριακή κοινότητα ένα αίσθημα κοινής ταυτότητας και συνέχειας και β) συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση για τη σημασία παρόμοιων προφορικών παραδόσεων σε όλο τον κόσμο, προωθώντας συγχρόνως και το διαπολιτισμικό διάλογο.