Η λατρεία του αγίου Μάμα στη Μόρφου, όπου υφίστατο και φημισμένο ομώνυμο μοναστήρι, συνδέεται άμεσα με το βυζαντινό παρελθόν της περιοχής. Ο άγιος Μάμας, που δεν ήταν Κύπριος τοπικός άγιος, λατρεύθηκε ιδιαίτερα στη Μόρφου. Κατά τα Βυζαντινά χρόνια ο άγιος Μάμας ήταν ο προστάτης ακριτικού πολεμικού σώματος, των Απελατών Μαρδαϊτών, που είχαν μάλιστα αποτυπωμένη τη μορφή του στο τρομερό όπλο τους, το απελατίκι. Πιστεύεται ότι γύρω στον 7ο-8ο μ.Χ. αιώνα (μετά την έναρξη των ιδιαίτερα καταστροφικών αραβικών επιδρομών), σώμα Μαρδαϊτών πολεμιστών είχε μεταφερθεί στην Κύπρο κι είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Μόρφου. Οι Μαρδαΐτες αυτοί εισήγαγαν στην Κύπρο και την ιδιαίτερη λατρεία του προστάτη αγίου τους, του αγίου Μάμα. Αργότερα δημιουργήθηκε και η τοπική θρησκευτική παράδοση για τη θαυματουργό άφιξη στην περιοχή της Μόρφου από τα μικρασιατικά παράλια της σαρκοφάγου με τα οστά του αγίου. Η λατρεία του καθιερώθηκε εκεί, όπου κτίστηκε εκκλησία, ιδρύθηκε αργότερα μοναστήρι και υφίσταται ως σήμερα ο ναός του (βλέπε λεπτομερέστερα στα λήμματα Μάμα Αγίου εκκλησίες, Μάμα Αγίου μοναστήρι, Μάμας άγιος και Μαρδαΐτες). Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς αφηγείται στο Χρονικόν του (παρ. 33) την παράδοση για τον άγιο Μάμα και την άφιξη των οστών του στην Κύπρο, καθώς και για τον ναό που υφίστατο στη Μόρφου που βρύει μύρος καί πολομᾷ μεγάλα θαύματα εἰς οὖλον τόν κόσμον.
Ο ίδιος χρονογράφος αναφέρει (παρ. 32) και δυο Αλαμάνους αγίους, από τους πολλούς που είχαν έλθει στην Κύπρο από την Παλαιστίνη, ότι είχαν ασκητεύσει στην περιοχή της Μόρφου: ...καί εἰς τοῦ Μόρφου ὁ ἅγιος Θεοδόσιος καί ὁ ἅγιος Πολέμιος... Οι δυο αυτοί Αλαμάνοι θα πρέπει να ασκήτευσαν στην περιοχή κατά τα Βυζαντινά χρόνια, σε ακαθόριστο όμως χρόνο.
Στην περιοχή της Μόρφου λατρεύθηκαν, πιθανώς, από τα Βυζαντινά χρόνια και άλλοι άγιοι, εάν λάβουμε υπόψιν την ετυμολογία σωζόμενων τοπωνυμίων όπως το Μνασίν* ή Πνασίν (=μικρός ναός του αγίου Μνάσωνος) και το Σαντενί (=st. Denis κατά τη Φραγκοκρατία, δηλαδή άγιος Διονύσιος).
Δεν μπορεί να αποδειχθεί εάν υφίστατο από τότε ο συγκεκριμένος οικισμός της Μόρφου κοντά στον οποίο ίδρυσαν το στρατόπεδό τους οι Μαρδαΐτες, ή εάν ο οικισμός σχηματίστηκε αργότερα, θα πρέπει όμως να θεωρηθεί βέβαιο ότι στην εύφορη αυτή πεδιάδα της Κύπρου υφίσταντο κάποιοι οικισμοί, που θα πρέπει μάλιστα να ενισχύθηκαν και από άλλους κατοίκους μετά την άφιξη των Μαρδαϊτών πολεμιστών που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλειά τους. Γιατί η περιοχή είναι πεδινή και εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα χωρίς σοβαρές εδαφικές ανωμαλίες, συνεπώς δεν πρόσφερε ικανοποιητική φυσική προστασία και αυξημένη δυνατότητα άμυνας εναντίον επιδρομέων που έφθαναν στη θαλάσσια εκείνη περιοχή. Αυτό αποτελεί βασικό λόγο για τον οποίο η Μόρφου αναπτύχθηκε όχι επί της ακτής αλλά κάπως προς τα ενδότερα του νησιού.
Κατά τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, η Μόρφου θα πρέπει να ήταν ήδη αρκετά ανεπτυγμένος οικισμός και, βέβαια, αρκετά σημαντικό γεωργοκτηνοτροφικό αγροτικό κέντρο. Τούτο εξυπακούεται και από το γεγονός ότι από την αρχή κιόλας της Φραγκοκρατίας, η Μόρφου υπήρξε γνωστό και μεγάλο φέουδο.