Μόρφου

Αρχαιολογικός χώρος

Image

Στα βορειοανατολικά περίχωρα της κωμόπολης Μόρφου και σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από την κεντρική της πλατεία, ανάμεσα στους πυκνόφυτους πορτοκαλεώνες της πεδινής κοιλάδας, που διασχίζεται από τον ποταμό Οβγό, ξεπροβάλλει μικρός τεχνητός λόφος, μέσου ύψους 10 μέτρων, πλάτους 12 μέτρων και μήκους 20 μέτρων, γνωστός με την ονομασία Τούμπα του Σκούρου. Ο λόφος αυτός και αρκετή έκταση γης που τον περιβάλλει, αποτελούν τον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο σ' ολόκληρο το άμεσο και ευρύτερο συνοριακό περιβάλλον της Μόρφου. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της περιοχής της Τούμπας του Σκούρου εντοπίστηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1971 και περατώθηκαν το 1973 από την αμερικανική αποστολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας της αρχαιολογίας Αιμιλίας Βερμιούλ. Οι αρχικές ανασκαφικές έρευνες περιορίστηκαν πάνω στην «Τούμπα του Σκούρου» και στη συνέχεια, το 1972 και 1973, επεκτάθηκαν και σε διάφορα σημεία γύρω από τον λόφο. Παράλληλα με το καθαυτό ανασκαφικό έργο έγινε και λεπτομερής μεθοδική επισκόπηση σ' ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο, που αποσκοπούσε στη συγκέντρωση επιπρόσθετων επιφανειακών μαρτυριών.

 

Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά και ερευνητικά πορίσματα της αμερικανικής αποστολής, η Τούμπα του Σκούρου μαζί με τα νότια και δυτικά πεδινά σύνορά της αποτελούν τα υπολείμματα των δυτικών ορίων μιας από τις πιο σημαντικές αρχαίες κυπριακές πόλεις της Υστέρας εποχής του Χαλκού, της οποίας ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα φαίνεται να έχει καταστραφεί από μηχανικούς εκσκαφείς στη διάρκεια ισοπεδώσεων σε μεγάλη κλίμακα για τη φύτευση των σημερινών απέραντων πορτοκαλεώνων.

 

Η προϊστορική αυτή πόλη υπολογίζεται ότι κτίστηκε γύρω στα τέλη της Μέσης εποχής του Χαλκού και τις αρχές της Ύστερης εποχής του Χαλκού και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Επιφανειακές κεραμικές και διάφορες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη συνέχιση της ύπαρξής της μέχρι τα τέλη των Κυπρο-Αρχαϊκών χρόνων (475 π.Χ.).

 

Στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα από πλιθάρια και αργούς λίθους, που ταυτίζονται με εργαστηριακούς χώρους επεξεργασίας του χαλκού και του ειδικού χώματος - αργίλλου για την κατασκευή των πήλινων αγγείων. Τα θεμέλια των εργαστηριακών αυτών χώρων είναι κτισμένα με μικρές ακατέργαστες πέτρες και τα σωζόμενα τμήματα των τοίχων από πλιθάρια. Τα δάπεδά τους είναι καμωμένα από σκληρό και ανθεκτικό συμπαγές στρώμα κτυπητής γης και πηλού. Η μεγάλη ποικιλία των κεραμικών οστράκων και τα άλλα κινητά ευρήματα από τις βιοτεχνικές αυτές εγκαταστάσεις εντάσσονται στον 14ο και τον 15ο αιώνα π.Χ.

 

Κάτω από τα θεμέλια των εργαστηριακών χώρων και στους πρόποδες της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν έξι συνολικά λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που απέδωσαν πολυποίκιλα και πολυάριθμα πήλινα αγγεία και άλλα κτερίσματα. Τέσσερις από τους τάφους αυτούς, που βρέθηκαν κάτω από τα θεμέλια των εργαστηρίων ανήκουν στο κατώτερο στρώμα της Τούμπας του Σκούρου και χρονολογούνται στον 16ο και τον 15ο αιώνα π.Χ. Ο πρώτος τάφος αποτελείται από τρεις νεκρικούς θαλάμους, μέσα στους οποίους βρέθηκαν 630 αντικείμενα, από τα οποία τα 552 είναι πήλινα αγγεία και τα υπόλοιπα χάλκινα οικιακά βιοτεχνικά είδη και κοσμήματα, σφραγιδοκύλινδροι σκαραβαίοι και άλλα μικροτεχνήματα. Ο δεύτερος τάφος, που αποτελείται από τέσσερις νεκρικούς θαλάμους, απέδωσε παρόμοια κτερίσματα και δυο, μοναδικά στο είδος τους, αυγά στρουθοκαμήλου, από τα οποία το ένα είναι κοσμημένο με γραμμικά γεωμετρικά μοτίβα, που θυμίζουν τη διακόσμηση των αγγείων με το περίτεχνο λευκό επίχρισμα. Από τ' άλλα ευρήματα του τάφου αυτού σημαντικά θεωρούνται δυο μικρά ελεφάντινα δισκοειδή αντικείμενα κι ένας μικρογραφικός θρόνος από άργιλλο. Από τα δείγματα αγγειοπλαστικής τα περισσότερα ανήκουν στα αγγεία με λευκό επίχρισμα και στα αγγεία με δακτυλιοειδή βάση. Οι τύποι των αγγείων αυτών πλεονάζουν και ανάμεσα στα αγγεία που προέρχονται από τον πρώτο τάφο. Ο τρίτος τάφος αποτελείται από ένα μόνο νεκρικό θάλαμο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν οι σκελετοί ενός άνδρα και μιας γυναίκας και ποικιλία πολλών παρόμοιων πήλινων, χάλκινων και διάφορων άλλων κτερισμάτων. Στον δρόμο του τάφου αυτού, μέσα σε πλάγια νεκρική θήκη, βρέθηκε ο σκελετός ενός νηπίου και μικροσκοπικά αγγεία, κυρίως των τύπων με δακτυλιοειδή βάση. Ο τέταρτος τάφος αποτελείται επίσης από ένα νεκρικό θάλαμο, αλλά μέσα σ' αυτόν βρέθηκαν περισσότερες ταφές και μεγαλύτερη ποικιλία παρόμοιων κτερισμάτων. Ο δρόμος του τάφου αυτού φέρει πέντε πλάγιες νεκρικές θήκες, που απέδωσαν ισάριθμους σκελετούς νηπίων με διάφορα μικρά κεραμικά είδη και άλλα αντικείμενα.

 

Οι δυο άλλοι τάφοι βρέθηκαν στους πρόποδες του λόφου και ανήκουν στο μεταγενέστερο νεκροταφείο της πόλης που χρονολογείται στον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ. Από τα ευρήματα των τάφων αυτών ξεχωρίζουν δυο κυπρο-μυκηναϊκά φλασκιά και μια πυξίδα της ίδιας τεχνοτροπίας καθώς και μια μικρή κυλινδρική σφραγίδα από τον πολύτιμο λίθο λάπις λαζούλι με παράσταση  Έρωτα που κρατεί γρύπα και λιοντάρι.

 

Στα νότια και τα δυτικά σύνορα της Τούμπας του Σκούρου αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα οικοδομημάτων της Κύπρο - μυκηναϊκής περιόδου, που εντάσσονται στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και συμπίπτουν με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων στην Κύπρο. Σ' ένα από τα κτίρια αυτά, από το οποίο διατηρούνται μερικά τμήματα των τοίχων του κτισμένα από αργούς λίθους, βρέθηκαν μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι με ανάγλυφη γραμμική διακόσμηση, που φανερώνουν ότι ο χώρος αυτός χρησίμευε σαν αποθήκη. Η παρουσία των αρχιτεκτονικών αυτών οικιστικών καταλοίπων σε συνδυασμό με τα πλούσια κτερίσματα των τάφων και τις εργαστηριακές εγκαταστάσεις στα ανώτερα στρώματα της Τούμπας του Σκούρου μαρτυρούν ότι στην εύφορη αυτή κοιλάδα του ποταμού Οβγού βρισκόταν σε συνεχή ακμή από τις αρχές μέχρι τα τέλη της Ύστερης εποχής του Χαλκού μια από τις πλουσιότερες προϊστορικές κυπριακές πόλεις, που συναγωνιζόταν στην κοινωνικό-οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη τη γειτονική πόλη της ίδιας εποχής, που αποκαλύφθηκε στην Αγία Ειρήνη, κοντά στο ακρωτήρι του Κορμακίτη.