Μόρφου

Γεωγραφικά στοιχεία

Image

Η Μόρφου είναι κτισμένη στη δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, κοντά στη δυτική όχθη του ποταμού Σερράχη, σε μέσο υψόμετρο 65 μέτρων. Η διοικητική της έκταση ανέρχεται στα 5.636 εκτάρια περίπου. Η κωμόπολη, ως εμπορικό, βιομηχανικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της δυτικής κεντρικής πεδιάδας, έδωσε το όνομά της στην πεδιάδα αυτήν, η οποία είναι περισσότερο γνωστή σαν πεδιάδα Μόρφου. Η πεδιάδα αυτή ορίζεται στα βόρεια από τον Πενταδάκτυλο, στα νότια από το πυριγενές σύμπλεγμα του Τροόδους, στα δυτικά από τον κόλπο της Μόρφου και στα ανατολικά από τη διαχωριστική γραμμή των λεκανών απορροής των ποταμών Πηδιά και Σερράχη - Οβγού. Τόσο η Μόρφου όσο και η γύρω πεδινή έκταση είναι το δημιούργημα των δελταϊκών αποθέσεων των ποταμών Σερράχη και Οβγού που, κρίνοντας από τις τεράστιες ποσότητες ιζημάτων και τις μεγάλες κροκάλες που μετέφεραν, θα πρέπει να ήσαν πολύ πιο ορμητικοί και μεγαλύτεροι σε όγκο νερού απ' ό,τι είναι σήμερα.

 

Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Σε μικρότερη έκταση απαντώνται επίσης οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι) και το σύναγμα (εκτεταμένοι σχηματισμοί άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου). Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη, ερυθρογαίες, ξερορεντζίνες, καφκάλλες και ανεμογενή εδάφη.

 

Η Μόρφου δέχεται μια χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση που κυμαίνεται περί τα 300 χιλιοστόμετρα. Ωστόσο βρίσκεται στην περιοχή του μεγαλύτερου και σημαντικότερου υδροφόρου στρώματος της Κύπρου, εκείνου της Δυτικής Μεσαορίας ή Μόρφου. Στην περιοχή της ανορύχθηκαν αρκετές διατρήσεις, η αξιοποίηση των οποίων συνέβαλε στην άρδευση μεγάλων εκτάσεων γης. Το υδροφόρο στρώμα υπέστη, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, εντατική εκμετάλλευση με αποτέλεσμα να προκληθεί εισροή θαλάσσιου νερού μέσα σ' αυτό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η στάθμη του υπόγειου νερού ήταν 1-25 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Για να αποτραπεί η καταστροφή των απέραντων φυτειών των εσπεριδοειδών που αρδεύοντο από τα υπόγεια νερά, το κράτος άρχισε να ετοιμάζει σχέδια για τη μεταφορά πλεοναζόντων νερών από την περιοχή Τηλλυρίας, τα οποία όμως διέκοψε η τουρκική εισβολή και κατοχή. Εξάλλου η κατασκευή, το 1962, του φράγματος Μόρφου (χωρητικότητας 1.879.000 μ³) στα ανατολικά της κωμόπολης, και το 1964 του φράγματος Οβγού (χωρητικότητας 845.000 μ³) στα βορειοανατολικά της, συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση των αρδευόμενων εκτάσεων.

 

Στη διοικητική έκταση της Μόρφου βρισκόταν, πριν από την τουρκική εισβολή, η μεγαλύτερη αρδευόμενη έκταση της Κύπρου. Στα εύφορα εδάφη της κωμόπολης καλλιεργούνταν κυρίως τα εσπεριδοειδή που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της και ταυτόχρονα σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος. Η εσπεριδοκαλλιέργεια άρχισε να αναπτύσσεται στη Μόρφου τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα με την ανεύρεση και εκμετάλλευση του πλουσιότατου υπόγειου υδροφόρου στρώματος. Ο πρώτος τρόπος εκμετάλλευσης του νερού ήταν με την εκσκαφή μεγάλων λάκκων (των γνωστών αλακατόλακκων) πάνω στους οποίους οι γεωργοί εγκαθιστούσαν σιδερένια αλακάτια για την άντληση του νερού. Το νερό διοχετευόταν σε δεξαμενή που όταν γέμιζε ανοιγόταν για να ποτιστεί μια μικρή έκταση γης. Οι πρώτοι κήποι ήσαν μικροί (σπανίως πέραν των 3-5 σκαλών) και βρίσκονταν σε απόσταση 3-4 χιλιομέτρων από την κωμόπολη και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, γιατί εκεί η στάθμη του νερού ήταν ψηλή και έτσι μπορούσε να αντληθεί στην επιφάνεια πιο εύκολα και οικονομικά. Οι κήποι αυτοί ήσαν πολύ διαφορετικοί από τις μεταγενέστερες μεγάλες φυτείες των εσπεριδοειδών. Ενώ τα κυριότερα δέντρα ήσαν οι μανταρινιές, οι γιαφίτικες πορτοκαλιές, οι ξινολεμονιές και γλυκολεμονιές, δεν έλειπε σχεδόν κανένα είδος δέντρου. Υπήρχαν μαραπελιές, συκιές όλων των ποικιλιών, ροδιές, καϊσιές, χρυσομηλιές, μεσπιλιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινιές, συκαμινιές και άλλα. Η μεγάλη ποικιλία των καρποφόρων δέντρων δείχνει πόσο αυτάρκεις προσπαθούσαν να είναι οι οικογένειες των πρωτοπόρων εσπεριδοκαλλιεργητών, οι οποίοι όχι μόνο εξασφάλιζαν φρούτα κάθε εποχής για τις δικές τους ανάγκες αλλά και πωλούσαν το περίσσευμα στους χωριανούς τους και τους κατοίκους των περιχώρων, τα οποία ήσαν τότε κατάξηρα χωρίς καθόλου νερό για άρδευση. Μερικοί από τους κηπουρούς αυτούς καλλιεργούσαν, παράλληλα με τα δέντρα, και διάφορα είδη λαχανικών που τα μετέφεραν κάθε Παρασκευή στη δημοτική αγορά της Λεύκας για πώληση, ή στο Ξερό και τη Σκουριώτισσα για τους εργατοϋπαλλήλους της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας.

 

Οι πρωτοπόροι εσπεριδοκαλλιεργητές, που είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται το υπόγειο νερό με αλακάτια και γνώριζαν την αξία του, συνεργάστηκαν με άλλους προοδευτικούς γεωργούς για να φέρουν στην επιφάνεια και τρεχάτα νερά, σε διάφορες περιοχές της Μόρφου με το σύστημα των «λαουμιών», δηλαδή σειρά λάκκων που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγεια σήραγγα. Οι Μορφίτες αυτοί πέτυχαν να εξασφαλίσουν πέντε τέτοια τρεχάτα νερά, κάθε ένα από τα οποία πότιζε μια περιοχή. Αυτά ήσαν τα νερά του «Σαντεγή», των «Γναφκιών», των «Δραγομάνων», της «Ποδίνας» και της «Λεκάνης», και οι μέτοχοι του καθενός από αυτά δικαιούνταν να ποτίζουν ορισμένες ώρες κάθε 8 ή 15 μέρες. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί και το τρεχάτο νερό του Δήμου Μόρφου που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για αρδευτικούς σκοπούς, ενώ αργότερα διασωληνώθηκε σαν πόσιμο νερό για την κοινότητα. Τα νερά αυτά συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη γεωργική και οικονομική ανάπτυξη της κωμόπολης σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη αρχίσει να γίνεται εντατική αξιοποίηση των υπόγειων νερών με μηχανική άντληση. Έτσι βοήθησαν όχι μόνο στην επέκταση των πρώτων μικρών κήπων αλλά και στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων εποχιακών προϊόντων, όπως πατάτες, φασόλια, κουκιά, κολοκάσι, βαμβάκι, σησάμι και πολλά άλλα είδη λαχανικών και οσπρίων. Μαζί με τα είδη αυτά συνεχίστηκε και η παραδοσιακή καλλιέργεια των δημητριακών.

 

Η τεχνολογική εξέλιξη που ακολούθησε έκαμε δυνατή την ανεύρεση νερού με γεωτρύπανα σε μεγάλο βάθος και την άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού, αρχικά με πετρελαιοκίνητες και αργότερα με ηλεκτροκίνητες αντλίες μεγάλης δυναμικότητας, και έδωσε σημαντική ώθηση στην εσπεριδοκαλλιέργεια στη δεκαετία του 1940. Τα δημητριακά και οι άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπονται και οι παλαιοί κήποι των 3-5 σκαλών με τα αλακάτια και την ποικιλία των δέντρων τους, παραχώρησαν τη θέση τους σε νέους πολύ μεγαλύτερους σε έκταση κήπους που κάποτε έφθαναν τις μερικές εκατοντάδες σκάλες και οι οποίοι αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από εσπεριδοειδή. Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών έφθασε σε τέτοια επιτήδευση που οδήγησε στον μέγιστο βαθμό της απόδοσης. Η επιτήδευση ξεκινούσε από την καλλιέργεια και έφθανε ως την εμπορία και είχε άριστα αμειπτικά αποτελέσματα. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής εσπεριδοειδών στη Μόρφου και η μεγάλη ζήτηση που άρχισε να εκδηλώνεται από ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, δημιούργησαν την ανάγκη ίδρυσης υποκαταστημάτων και γραφείων εκ μέρους διαφόρων εξαγωγέων της Αμμοχώστου οι οποίοι εμπορεύονταν τα εσπεριδοειδή. Εξάλλου οι εσπεριδοκαλλιεργητές δημιούργησαν τον Συνεργατικό Οργανισμό Διαθέσεως Εσπεριδοειδών Μόρφου (ΣΟΔΕΜ). Σύμφωνα με την καταγραφή των εσπεριδοειδών του 1966, στην κωμόπολη καλλιεργούνταν 2.147 εκτάρια γης με εσπεριδοειδή, δηλαδή το 34% της έκτασης των εσπεριδοειδών της επαρχίας Λευκωσίας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν 1.626 εκτάρια πορτοκαλιές (κυρίως των ποικιλιών βαλέντσια και γιαφίτικα), 317 εκτάρια κιτρομηλιές, 170 εκτάρια γκρέιπφρουτ, 19 εκτάρια ξινολεμονιές, 10 εκτάρια γλυκολεμονιές και 5 εκτάρια με άλλα εσπεριδοειδή.

 

Εκτός από τη γεωργία, οι κάτοικοι της Μόρφου ασχολούνταν, σε κάποιο βαθμό, και με τη κτηνοτροφία. Το 1973 εκτρέφονταν 1.146 πρόβατα, 252 κατσίκες, 163 αγελάδες, 73 βόδια και 16.223 πουλερικά.

 

Μια άλλη σημαντική οικονομική δραστηριότητα της κωμόπολης ήταν και η βιομηχανική. Το 1973 υπήρχαν στη Μόρφου 160 βιομηχανικές μονάδες με αρκετά είδη βιομηχανίας. Ο αριθμός των βιομηχανιών ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος της επαρχίας Λευκωσίας μετά την πρωτεύουσα, το Καϊμακλί και τον Άγιο Δομέτιο. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας ήταν τα είδη διατροφής (ιδιαίτερα η συσκευασία φρούτων και λαχανικών), είδη ένδυσης, έπιπλα, προϊόντα μετάλλου, μεταφορικά μέσα (επισκευή και εξαρτήματα), μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, ξυλουργεία, δερμάτινα είδη, πλαστικά, μηχανήματα και ηλεκτρικά είδη.

 

Η Μόρφου εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο, αποτελεί δε συγκοινωνιακό κόμβο μεταξύ Λευκωσίας -Τηλλυρίας - Πάφου καθώς και μεταξύ της Λευκωσίας και της μεταλλευτικής περιοχής Ξερού - Μαυροβουνίου. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με το Καλό Χωριό Μόρφου (περί τα 7 χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Συριανοχώρι (περί τα 6 χμ.), στα ανατολικά με το χωριό Κυρά (περί τα 6 χμ.), στα νοτιοδυτικά με το χωριό Πραστειόν Μόρφου (περί τα 5,5 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Αργάκι (περί τα 4,5 χμ.), Κατωκοπιά (περί τα 6 χμ.) και Κάτω Ζώδια (περί τα 4 χμ.) και μέσω τους με την πόλη της Λευκωσίας.

 

Τα εύφορα εδάφη της κωμόπολης, οι μεγάλες αρδευόμενες εκτάσεις με τις προσοδοφόρες καλλιέργειες των εσπεριδοειδών, η συσκευασία και εμπορία φρούτων και λαχανικών, που αναπτύχθηκε, βασισμένη στις καλλιέργειες της περιοχής, και η πολύ καλή οδική της σύνδεση, υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην αξιόλογη πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1973. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές πληθυσμού των ετών 1881,1891,1901,1911,1921,1931 και 1946 η Μόρφου ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας.

 

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 2.267 
1891 2.548 
1901 2.762 
1911 3.228 
1921 4.250 
1931 4.335 
1946 5.460 (5.267 Ελληνοκύπριοι, 179 Τουρκοκύπριοι και 14 άλλων εθνικοτήτων) 
1960 6.642 (6.480 Ελληνοκύπριοι, 123 Τουρκοκύπριοι και 39 άλλων εθνικοτήτων) 
1973 7.466 

 

Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι λιγοστοί Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Μόρφου εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν σε γειτονικά αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στο νησί ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 η κωμόπολη ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας του μετά την πόλη της Λευκωσίας και τα προάστια του Στροβόλου, του Αγίου Δομετίου και του Καϊμακλίου. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ο πληθυσμός της Μόρφου σκορπίστηκε σε διάφορες περιοχές του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου, κυρίως όμως στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού και σε μικρότερο βαθμό στην επαρχία Πάφου.

 

Η Μόρφου λόγω της μεγάλης της ανάπτυξης απετέλεσε, πριν από την εισβολή, το διοικητικό, οικονομικό, εμπορικό, εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής του λεκανοπεδίου Μόρφου. Δημόσια και ιδιωτικά κτίρια και πολυτελείς κατοικίες με ωραιότατους κήπους, καταστήματα, τράπεζες, κέντρα αναψυχής και κινηματογράφοι άρχισαν να ανεγείρονται παντού και ν' αλλάζουν την όψη της παλιάς μικρής κωμόπολης μετατρέποντάς την σε ευρωπαϊκή κηπούπολη. Για την εξυπηρέτηση της γύρω περιοχής εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη αρκετές κρατικές υπηρεσίες, όπως επαρχιακό δικαστήριο, γραφείο επιθεώρησης γεωργικών προϊόντων, νοσοκομείο, ταχυδρομείο, αστυνομία, επαρχιακή διοίκηση, και επαρχιακά γραφεία των Τμημάτων Γεωργίας (με Κέντρο Γεωργικής Εκπαιδεύσεως), Αναπτύξεως Υδάτων, Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ευημερίας, Παιδείας και Εσωτερικών Προσόδων. Εξάλλου στη δεκαετία του 1930 ιδρύθηκε στη Μόρφου από την τότε αποικιακή κυβέρνηση η «Κεντρική Πειραματική * Έπαυλη» σκοπός της οποίας ήταν η διεξαγωγή πειραμάτων και ερευνών για τη βελτίωση των διαφόρων ποικιλιών δέντρων και ζώων.

 

Στην κωμόπολη λειτουργούσαν, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, τέσσερις σχολές μέσης εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων και το Γεωργικό Γυμνάσιο, και δυο δημοτικά σχολεία. Εξάλλου στη Μόρφου λειτουργούσε μέχρι το τέλος του 1957 το Διδασκαλικό Κολλέγιο, το οποίο στη συνέχεια μετακινήθηκε στην πόλη της Λευκωσίας. Σαν παράρτημα του Κολλεγίου λειτούργησε επίσης Γεωργική Σχολή, στην οποία όσοι απόφοιτοι ενδιαφέρονταν μπορούσαν να επιμορφωθούν σε γεωργικά θέματα για ένα χρόνο. Μετά το 1960 η Γεωργική Σχολή λειτούργησε σαν πλήρες εξατάξιο Γεωργικό Γυμνάσιο. Μετά τη μετακίνηση του Διδασκαλικού Κολλεγΐου στη Λευκωσία, το οίκημά του χρησιμοποιήθηκε από τη Σχολή Κωφαλάλων από το 1958 μέχρι το 1970, οπότε μετακινήθηκε στη Λευκωσία.

 

Η πολιτιστική ζωή στη Μόρφου ήταν πολύ ικανοποιητική. Τα δημοτικά σχολεία, οι σχολές μέσης εκπαίδευσης, οι συντεχνίες, οι τοπικοί εθνικοί και πνευματικοί σύλλογοι και οι τακτικές επισκέψεις θεατρικών ομίλων δημιουργούσαν μια πολιτιστική κίνηση που είχε περιθώρια ανάπτυξης και εντατικοποίησης. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αρκετά πνευματικά, πολιτιστικά και αθλητικά κέντρα που ανθούσαν στη Μόρφου διαλύθηκαν ή περιόρισαν σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Η Πνευματική Εστία και ο Όμιλος Φίλων Μόρφου διαλύθηκαν ενώ ο αθλητικός μουσικοφιλολογικός σύλλογος «Διγενής Ακρίτας», που άλλοτε αποτελούσε πόλο έλξης της αθλητικής και πολιτιστικής ζωής της κωμόπολης, περιόρισε τις δραστηριότητές του στον αθλητικό τομέα (ποδόσφαιρο). Σε παρόμοια θέση βρέθηκε και το άλλο αθλητικό σωματείο της Μόρφου, η Αθλητική Ένωση (ΑΕΜ)

 

Το 1973 η Μόρφου απέκτησε για πρώτη φορά στην ιστορία της τη δική της μητρόπολη με πρώτο επίσκοπο τον Χρύσανθο. Το γεγονός αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αποφάσεως της Μείζονος Ιεράς Συνόδου, που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 1973, για την αναδιάρθρωση των μητροπολιτικών περιφερειών και την αύξηση του αριθμού τους από 3 σε 5. Μετά την τουρκική εισβολή, η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε στην Ευρύχου. Στο χωριό αυτό μεταφέρθηκαν επίσης η επαρχιακή διοίκηση και η αστυνομική διεύθυνση της Μόρφου.

 

Η Μόρφου συγκαταλέγεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας.