Με τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής το 1878, όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κύπρο, η όλη κατάσταση του νησιού άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά, σε όλους τους τομείς. Εξάλλου, η Κύπρος αργά ή γρήγορα θα ακολουθούσε τις παγκόσμιες εξελίξεις και θα εκμεταλλευόταν τα νέα τεχνολογικά και άλλα επιτεύγματα. Θα σημείωνε, λοιπόν, πρόοδο σε όλους τους τομείς, από την ιατρική περίθαλψη μέχρι τη δημιουργία οδικού δικτύου, από την εισαγωγή και χρήση του αυτοκινήτου μέχρι την άρδευση και ύδρευση. Σταδιακά, τα μοναστήρια (όπως και πολλά χωριά) έπαυσαν να ήταν απομονωμένα αλλά να έχουν πλέον όλο και πυκνότερες επαφές, να δέχονται όλο και περισσότερους προσκυνητές και επισκέπτες, αλλά και να βελτιώνουν τις εγκαταστάσεις τους, με τη χρήση νέων οικοδομικών υλικών. Ωστόσο αυτή η γενική ανάπτυξη και βελτίωση των συνθηκών στο νησί υπήρξε σχετικά αργή κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακόμη και τις αρχές του 20ού. Έτσι δεν βλέπουμε σημαντική αύξηση του αριθμού των μοναστηριών.
Ο Άγγλος ιερωμένος Ιωάννης Χάκκετ, στο σύγγραμμά του «Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου», παραθέτει δύο καταλόγους μοναστηριών. Εκείνον του αρχιμανδρίτη Κυπριανού του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ένα δικό του, των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα. Στον δικό του κατάλογο περιλαμβάνει συνολικά 77 μοναστήρια που βρίσκονταν σε λειτουργία τότε. Εξάλλου, μία έκθεση επιτροπής για τις εκκλησιαστικές περιουσίες, του έτους 1897 (πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας), αριθμεί ένα σύνολο 82 εν λειτουργία μοναστηριών τότε, δηλαδή 4 περισσότερα των όσων παραδίδει λίγο ενωρίτερα ο Κυπριανός. Στα νεότερα χρόνια ο μελετητής Ν. Γ. Κυριαζής, στο βιβλίο έρευνας «Τα Μοναστήρια εν Κύπρω» (εξεδόθη το 1950) παραθέτει στοιχεία και πληροφορίες για 173 μοναστήρια, περιλαμβανομένων και όσων ήταν ερειπωμένα και εγκαταλειμμένα, αλλά και όσων δεν υπήρχαν πλέον καθόλου ίχνη αλλά αναφέρονται σε πηγές ότι είχαν υπάρξει κάποτε. Σ’ αυτά ο Κυριαζής δεν περιλαμβάνει μοναστήρια που βρίσκονταν σε λειτουργία το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ο δεύτερος κατάλογος μοναστηριών του Χάκκετ αφορούσε στα μοναστήρια που βρίσκονταν σε λειτουργία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα προς έκθεση επιτροπής που είχε καταρτιστεί «εσχάτως εν Λευκωσία» για καταγραφή της όλης εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο κατάλογος αυτός δεν διευκρινίζεται ωστόσο σαφώς εάν ανήκει στον ίδιο τον Ιωάννη Χάκκετ και αφορά στην κατάσταση κατά τις αρχές της περιόδου της Αγγλοκρατίας (1878 κ.ε.) οπότε ο Χάκκετ είχε υπηρετήσει στην Κύπρο, ή εάν ο κατάλογος είχε αναθεωρηθεί κατά τις αρχές του 20ού αιώνα από τον μεταφραστή του έργου του Χάκκετ Χαρίλαο Παπαϊωάννου. Πάντως μερικά των μοναστηριών που περιλαμβάνει ο κατάλογος αυτός δεν βρίσκονταν σε λειτουργία ούτε κατά τις αρχές του 20ού αιώνα αλλά ούτε και επί ημερών του Ιωάννη Χάκκετ. Ο κατάλογος των 77 μοναστηριών έχει ως εξής:
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΘΡΟΝΟΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ
ΘΡΟΝΟΣ ΠΑΦΟΥ
ΘΡΟΝΟΣ ΚΙΤΙΟΥ
ΘΡΟΝΟΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, συγκρινόμενοι μεταξύ τους, οι διάφοροι κατάλογοι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Τούτο οφείλεται κυρίως στο ότι κατά τη σύνταξη των διαφόρων καταλόγων, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, κάποια μοναστήρια δεν βρίσκονταν σε λειτουργία ενώ λειτουργούσαν άλλα. Ακόμη, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι πιο πάνω κατάλογοι δεν είναι απόλυτα ακριβείς και τούτο μάλλον οφείλεται σε ελλιπή πληροφόρηση κατά τις εποχές της σύνταξής τους. Έτσι, υπάρχουν περιπτώσεις αναφερομένων μοναστηριών που ωστόσο είχαν διαλυθεί ενωρίτερα από τους χρόνους σύνταξης των καταλόγων Επίσης, στους καταλόγους αυτούς δεν περιλαμβάνονται μοναστήρια άλλων δογμάτων, όπως για παράδειγμα το μοναστήρι των Γεωργιανών στην επαρχία Πάφου. Επίσης δεν απαντώνται πολλά μοναστήρια που είχαν διαλυθεί πολύ ενωρίτερα, όπως για παράδειγμα το μοναστήρι του Συμβούλου στην επαρχία Λεμεσού, από το οποίο δεν σώθηκε κανένα ίχνος ή το μοναστήρι της Παναγίας του Σίντη στην επαρχία Πάφου κ.α.
Ωστόσο, ενώ κατά τη σκληρότατη περίοδο της Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν πολλά μοναστήρια, αργότερα, όταν οι γενικότερες συνθήκες βελτιώθηκαν (Αγγλοκρατία), παρατηρείται σημαντική μείωση των εν λειτουργία μοναστηριών. Μετά το 1960 άρχισε η αναπαλαίωση και επαναλειτουργία μερικών από τα εγκαταλειμμένα μοναστήρια.
Ο Άντρος Παυλίδης στο (υπό έκδοσιν) έργο του «Μοναστήρια και Εκκλησίες της Κύπρου», παραθέτει στοιχεία για περισσότερα από 190 μοναστήρια που υπάρχουν ή υπήρξαν στην Κύπρο, πέραν των ασκητηρίων και πέραν των μοναστηριών άλλων δογμάτων (Αρμενίων, Γεωργιανών, Μαρωνιτών, Παλαιοημερολογιτών), ενώ περιλαμβάνει και πληροφορίες για άλλα 30 λατινικά μοναστήρια που είχαν λειτουργήσει στην Κύπρο κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας. Μεταξύ των Ορθοδόξων μοναστηριών περιλαμβάνει και αρκετά που δεν απαντώνται σε κανένα των διαφόρων κατά καιρούς καταλόγων. Πρόκειται για σωζόμενους κυρίως ναούς που από επιγραφές σ’ αυτούς ή και άλλα στοιχεία, είχαν λειτουργήσει κάποτε και ως μοναστήρια, όπως για παράδειγμα οι εκκλησίες του Μονογενή Χριστού στο Κοιλάνι, της Παναγίας Χρυσοπατερίτισσας στον Πύργο Τηλλυρίας, του Αγίου Λουκά στην Αμμόχωστον κ.α. Εξάλλου, από υπάρχοντα ερείπια μαρτυρούνται και κάποια μοναστήρια που υπήρξαν κάποτε και που δεν σώθηκαν γι’ αυτά οποιαδήποτε άλλα στοιχεία πέραν των ιδίων των ερειπίων, όπως για παράδειγμα ο λεγόμενος «Πύργος της Ρήγαινας» στον Ακάμα.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια