Ανάμεσα στα εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου, που προέρχονται από τον θησαυρό της Λάμπουσας, σημαντικά δείγματα της μεγάλης ανάπτυξης και ακμής της αργυροχοΐας στη διάρκεια των Πρωτοχριστιανικών χρόνων αποτελούν τρεις αργυροί δίσκοι με παραστάσεις από τη ζωή του Δαυίδ. Τα έργα όμως αυτά ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια της μικροτεχνικής αργυροχοΐας.
Η ανεπτυγμένη σφραγιδογλυφία της Κυπρο-μυκηναϊκής περιόδου παρατηρείται και σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής. Οι τύποι των σφραγίδων της Γεωμετρικής εποχής διατηρούν την κυπρο-μυκηναϊκή παράδοση αλλά ακολουθούν περισσότερο τον γραμμικό ρυθμό. Οι παραστάσεις βουκρανίων, ελάφων, αιγάγρων, αιγών και όφεων είναι συνηθέστερες από τις παραστάσεις λεόντων και γρυπών, που επικρατούσαν στην προηγούμενη εποχή. Οι κυριότεροι τύποι των γεωμετρικών σφραγίδων, που συνεχίζονται και στην Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή, είναι ο ημισφαιρικός, ο ορθογώνιος, ο κωνικός και ο κομβιόσχημος. Οι ημισφαιρικές σφραγίδες προϋπήρχαν και στα τέλη της Ύστερης εποχής του Χαλκού. Γύρω στα τέλη των Κυπρο-Αρχαϊκών χρόνων η σφραγιδογλυφία σημειώνει απότομη παρακμή και στις επόμενες περιόδους της κυπριακής ιστορίας απουσιάζει σχεδόν ολότελα.
Αντιπροσωπευτικά δείγματα των γεωμετρικών και αρχαϊκών σφραγιδολίθων από τα εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου αποτελούν: Μια ημισφαιρική σφραγίδα με παράσταση δυο γενειοφόρων μορφών μπροστά σε ιερό σύμβολο. Μια ορθογώνια σφραγίδα με παράσταση ανδρικής μορφής μεταξύ δυο όρθιων λιονταριών, στην μια όψη, που φέρει χιτώνα ζωσμένο στη μέση. Στην άλλη όψη εικονίζονται δυο μορφές μπροστά σε σχηματοποιημένο δέντρο και στα άκρα ανθρώπινες μορφές με προσωπεία κεφαλών ταύρου και γαϊδάρου. Μια κωνική σφραγίδα με παραστάσεις ανθρωπίνων μορφών γύρω από φοίνικα, έχιδνες και βουκράνια και μια κομβιόσχημη σφραγίδα με παράσταση καθισμένης μορφής με πτηνό στα χέρια.
Σ' αντίθεση με την πολύ εξελιγμένη ελεφαντουργία της Ύστερης εποχής του Χαλκού, η ελεφαντουργία της εποχής του Σιδήρου σημειώνει μεγάλη παρακμή τόσο στη Γεωμετρική όσο και σ' όλες τις άλλες εποχές. Τα σημαντικότερα από τα μέχρι σήμερα γνωστά ελεφάντινα έργα ανάγονται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και προέρχονται από τον «βασιλικό» τάφο 79 της νεκρόπολης της Σαλαμίνος. Πρόκειται για μικροσκοπικές ελεφάντινες πλάκες, που αποτελούσαν μέρος των περίτεχνων συνθέσεων ενός θρόνου και ενός κρεβατιού. Μια από τις δυο διακοσμητικές πλάκες του θρόνου παριστάνει σύνθετο άνθος λωτού. Η άλλη παριστάνει μια σφίγγα που φορεί το στέμμα της Πάνω και Κάτω Αιγύπτου. Ανάμεσα στις εγχάρακτες ελεφάντινες πλάκες που κοσμούσαν το κρεβάτι έχουν διασωθεί δυο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από έξι μικρές πλάκες που ανήκουν στην ίδια διακοσμητική ταινία όπου ο θεός Χεχ απεικονίζεται έξι φορές στην ίδια στάση, κρατώντας στο χέρι ένα κλάδο φοινικόδεντρου, από το οποίο κρέμεται το αιγυπτιακό σύμβολο της ζωής. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από άλλες έξι μικρές πλάκες κοσμημένες με τρία ζεύγη αντιθετικών σφιγγών δεξιά και αριστερά ενός δέντρου. Η τεχνοτροπία των ελεφάντινων διακοσμητικών αυτών πλακών είναι πανομοιότυπη με τα ανατολικά συριακά πρότυπα και πολύ πιθανό να είχαν εισαχθεί από τη Συρία στην Κύπρο στη διάρκεια των εμπορικών συναλλαγών.
Από τα μέσα περίπου της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής αρχίζει να αναπτύσσεται και η τεχνική των πήλινων και χάλκινων λύχνων. Τα αναρίθμητα αυτά μικροπλαστικά έργα, που συνεχίζουν την ύπαρξή τους μέχρι τα τέλη της Πρωτοχριστιανικής περιόδου, προέρχονται τόσο από τάφους όσο και από τους αρχαιολογικούς χώρους πόλεων και συνοικισμών. Από τα εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου αξιόλογο δείγμα της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής είναι ένας πήλινος ανοικτός λύχνος με ψηλό κυλινδρικό στήριγμα, που φέρει διακόσμηση από ανάγλυφους δακτυλίους και γραπτές ερυθρωπές και μελανές ζώνες. Αρκετοί άλλοι λύχνοι με τριφυλλοειδή χείλη και χαμηλή βάση αντιπροσωπεύουν τους κυπρο-κλασσικούς τύπους των λύχνων, και πολλοί άλλοι, κατασκευασμένοι σε μήτρες και κοσμημένοι με ερυθρωπό βερνίκι, ερωτικές σκηνές και με ανάγλυφες παραστάσεις ανθρώπινων και ζωικών μορφών, πλαισιωμένων από φυσικά και γεωμετρικά μοτίβα, αντιπροσωπεύουν τους λύχνους των Ρωμαϊκών χρόνων. Οι πρωτοχριστιανικοί λύχνοι είναι απλοί και ακόσμητοι και χαρακτηρίζονται από προχειρότητα και βιασύνη στην τεχνική τους κατασκευή.
Μαζί με τους λύχνους κατασκευάζονταν και λυχνοστάτες και θυμιατήρια, των οποίων τα αρχαιότερα αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι: Ένας πήλινος λυχνοστάτης από την Αμαθούντα του 6ου αιώνα π.Χ., κοσμημένος με ανάγλυφη γυναικεία μορφή, σήμερα στο επαρχιακό Μουσείο Λεμεσού, κι ένα ζεύγος πήλινων θυμιατηρίων από το αρχαϊκό ιερό του Μενοίκου. Τα δυο θυμιατήρια είναι πανομοιότυπα και αποτελούνται από ψηλές κυλινδρικές βάσεις, επιστεμμένες με διπλά κύπελλα με πώματα, στα οποία καιγόταν το θυμίαμα.