Μικροτεχνία

Εποχή του Χαλκού (2500 - 1050 π.Χ.)

Image

Η εξέλιξη της κυπριακής μικροτεχνίας συνεχίζεται σταθερά σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού και στην Ύστερα εποχή του Χαλκού, την ακμαιότερη και σημαντικότερη φάση του κυπριακού προϊστορικού πολιτισμού, φθάνει στο αποκορύφωμά της.

 

Στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500 - 2075 π.Χ.), χάρη στην άφθονη παραγωγή και συνεχή εκμετάλλευση του χαλκού, την κατασκευή του ορείχαλκου με την ανάμειξη χαλκού και εισαγμένου κασσίτερου και την εισαγωγή χρυσού και αργύρου, αναπτύσσεται εκπληκτικά η μεταλλοτεχνία και ιδιαίτερα η τεχνική των χάλκινων και ορειχάλκινων αντικειμένων.  Έτσι, όλα σχεδόν τα λίθινα οικιακά βιοτεχνικά και αγροτικά εργαλεία και τα είδη ψαρικής και κυνηγίου παραχωρούν τη θέση τους στα χάλκινα και ορειχάλκινα ομοειδή έργα, που περιλαμβάνουν εγχειρίδια με αγκιοτρωτές λαβές και εξέχουσες ράχες, σμίλες με λαβές επενδυμένες με ξύλο και κέρατο ελάφου, τρυπητές βελόνες, αιχμηρές καρφίδες, κοφτερά κοπίδια και ξυράφια, αιχμές βελών και αγκίστρια, περόνες, αξίνες, πελέκεις, ξιφίδες και παραξιφίδες, λόγχες και άλλα. Όλα ανεξαίρετα τα εξαίσια αυτά μεταλλοτεχνικά αντιπροσωπευτικά δείγματα χαρακτηρίζονται από επιμελημένη τεχνική, καλό σφυρηλάτημα και ανθεκτικότητα. Τα περισσότερα απ' αυτά προέρχονται από τάφους των νεκροταφείων της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στους Βουνούς, κοντά στο Πέλλα Πάις, στη Δένεια, στη Λάπηθο, στον Κοτσιάτη, στο Μαργί, στην Αυδήμου, στην Αγία Παρασκευή Λευκωσίας, στη Φιλιά, στη Βασίλεια και στην Κυρά Μόρφου. Μερικά βρέθηκαν στους συνοικισμούς της Κυράς, στην τοποθεσία Αλώνια, και της Σωτήρας Λεμεσού, στην τοποθεσία Καμινούδκια.

 

Οι τάφοι του νεκροταφείου στους Βουνούς απέδωσαν και μερικά δείγματα γυναικείων κοσμημάτων, που φανερώνουν ότι η κοσμηματοποιία συμβάδιζε με την τεχνική των χάλκινων και ορειχάλκινων έργων, αλλά σε μικρότερο βαθμό ανάπτυξης όπως φαίνεται από την πενιχρή ποιότητα και ποσότητά τους. Τα κοσμήματα αυτά περιλαμβάνουν περίαπτα από θαλασσινά όστρακα, περιδέραια με ψήφους από γαλάζιους και πράσινους πολύτιμους λίθους αιγυπτιακής προέλευσης, χάλκινα βραχιόλια, σκουλαρίκια και δακτυλίδια απλά και ακόσμητα και χάλκινους σφυκωτήρες — καρφίτσες μαλλιών.

 

Παράλληλα με την τεχνική των κοσμημάτων από πολύτιμους λίθους και χαλκό αρχίζει την εμφάνισή της και η κοσμηματική χρυσοχοΐα και αργυροχοΐα. Τούτο μαρτυρούν ένα χρυσό σκουλαρίκι από τάφο του νεκροταφείου στην τοποθεσία Καμινούδκια της Σωτήρας Λεμεσού, των αρχών της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, που είναι και το αρχαιότερο δείγμα στο είδος του, δυο χρυσά ελάσματα από τάφο του νεκροταφείου της Λαπήθου, του τέλους της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, κι ένα ζεύγος αργυρών ενωτίων από τάφο του νεκροταφείου στους Βουνούς, των μέσων της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.

 

Μεγάλη ανάπτυξη παρουσιάζει και η τεχνική των πήλινων διακοσμητικών έργων, ειδικά διαφόρων μικροαντικειμένων, που αποτελούν μικρογραφικά ομοιώματα οικιακών βιοτεχνικών εργαλείων. Τα μικροπλαστικά διακοσμητικά αυτά έργα αντιπροσωπεύονται από ένα ομοίωμα θήκης εγχειριδίου με κωνικό άκρο, από ένα ομοίωμα αδραχτιού, από ένα ομοίωμα εγχειριδίου με τριγωνική λαβή και κοντή λεπίδα με ράχη, και από ένα ομοίωμα πινέλου με μακριά λαβή, διάτρητη στο ελεύθερο άκρο της. Όλα τα αντικείμενα χαρακτηρίζονται από πρωτότυπη τεχνοτροπία και φέρουν εγχάρακτη γραμμική διακόσμηση πάνω στην ερυθροστιλβωτή επιφάνειά τους, πανομοιότυπη με τη διακόσμηση των απλών και σύνθετων τελετουργικών αγγείων της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.

 

Όπως και στην Πρώιμη έτσι και στη Μέση εποχή του Χαλκού (1900 - 1650 π.Χ.) η μικροτεχνία περιορίζεται στους κλάδους της τεχνικής των χάλκινων και ορειχάλκινων κοσμημάτων και μικροαντικειμένων, στην κοσμηματική χρυσοχοΐα και αργυροχοΐα και στη μικρογλυπτική ποικιλόσχημων άλλων οικιακών διακοσμητικών αντικειμένων. Ποιοτικά τόσο τα χάλκινα και ορειχάλκινα όσο και τα χρυσά και αργυρά κοσμήματα παρουσιάζουν την ίδια τεχνοτροπία, ποσοτικά όμως αυξάνονται αισθητά λόγω της εντατικοποίησης του εγχώριου και εξωτερικού εμπορίου του χαλκού και της εισαγωγής αφθονότερου χρυσού, αργύρου και κασσίτερου, που ανταλλάσσονταν με χαλκό. Μερικά από τα αντιπροσωπευτικά δείγματα των λιγοστών κοσμημάτων και των πολυάριθμων άλλων μικροτεχνικών έργων προέρχονται από τους συνοικισμούς της Αλάμπρας, στην τοποθεσία Μούττες, και της Επισκοπής Λεμεσού, στην τοποθεσία Φανερωμένη. Τα περισσότερα όμως αποτελούν μέρος ταφικών κτερισμάτων, που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα μέρη του νησιού με συστηματικές και σωστικές ανασκαφές.

 

Δείγματα της κοσμηματοποιΐας είναι δυο χρυσά σπειροειδή κοσμήματα, που ταυτίζονται με σφυκωτήρες, κι ένα περιδέραιο με λευκές και πρασινωπές ψήφους αιγυπτιακής προέλευσης, που προέρχονται από τάφο της Λαπήθου, δυο άλλα περιδέραια με μικροσκοπικές ψήφους από πολύτιμους λίθους που βρέθηκαν στον ίδιο τάφο της Λαπήθου και σε τάφο στα Κατύδατα Σολέας, και μερικά απλά και ακόσμητα βραχιόλια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια και σφυκωτήρες από χαλκό, που προέρχονται από τάφους διαφόρων νεκροταφείων σ' ολόκληρη την Κύπρο.

 

Εκτός από τα κοσμήματα και τ' άλλα μικροτεχνήματα, τα κτερίσματα των ανασκαμμένων τάφων περιλαμβάνουν και μερικές εισαγμένες βαβυλωνιακές κυλινδρικές σφραγίδες από αιματίτη, που φέρουν σφηνοειδείς επιγραφές. Ωστόσο η απουσία των γνήσιων κυπριακών σφραγίδων στα πλούσια ταφικά κτερίσματα φανερώνει ότι η εγχώρια σφραγιδογλυφία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί.

 

Από τις αρχές της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.) η εξέλιξη της μικροτεχνίας παρουσιάζει απότομη άνοδο και στη διάρκεια της Κυπρο - μυκηναϊκής περιόδου (15ος-11ος αιώνας π.Χ.) φθάνει σε απροχώρητο σημείο, δημιουργώντας εκπληκτικά έργα σ' όλους ανεξαίρετα τους κλάδους της, ιδιαίτερα στην κοσμηματική χρυσοχοΐα, στην αργυροχοΐα, στη σφραγιδογλυφία και στην ελεφαντουργία. Τα απαράμιλλα αυτά μικροτεχνικά έργα, εξαίσιας τεχνοτροπίας και ανεκτίμητης καλλιτεχνικής αξίας, περιλαμβάνουν πολυάριθμα κοσμήματα από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό και ορείχαλκο, μεγάλη ποικιλία σφραγιδολίθων και αρκετά ελεφάντινα, φαγεντιανά και διάφορα άλλα αριστουργηματικά μικροαντικείμενα, που βρέθηκαν σε τάφους της Έγκωμης, του Κιτίου, του Αγίου Δημητρίου Καλαβασού και του συνοικισμού κοντά στην αλυκή Λάρνακας και το μουσουλμανικό τέμενος Χαλά Σουλτάν Τεκκέ. Αρκετά απ' αυτά είχαν εισαχθεί από τις χώρες της Εγγύς Ανατολής, την Αίγυπτο και το Αιγαίο στη διάρκεια των συχνότατων εμπορικών συναλλαγών. Τα περισσότερα όμως είναι γνήσιας κυπριακής κατασκευής με έντονες αιγαιο - ανατολικές επιδράσεις.

 

Από το σύνολο των μικροτεχνικών έργων τα πολυπληθέστερα και συνηθέστερα είναι τα κοσμήματα ανάμεσα στα οποία δεσπόζουν τα χρυσά περιδέραια, δακτυλίδια, σκουλαρίκια και βραχιόλια με πολυσύνθετη διακόσμηση από ποικίλα αιγαιακά και ανατολικά θέματα, που περιλαμβάνουν σφίγγες, αιγάγρους, λιοντάρια, ανθρώπινες μορφές, οκτώσχημες ασπίδες και άλλα μοτίβα. Σε ποσότητα ακολουθούν τα διαδήματα με τη χαρακτηριστική έκτυπη διακόσμηση από παρόμοια θέματα, πλαισιωμένα από γεωμετρικά και φυσικά σχήματα, τα εκλεπτυσμένα ελάσματα, τα διακοσμητικά πλακίδια, οι σφυκωτήρες και τα αναρτήματα.

 

Τα περιδέραια είναι κατασκευασμένα από περίτεχνες ψήφους σε ποικίλα σχήματα. Συνήθως είναι σφαιρικές, κυλινδρικές, ελλειψοειδείς και σχηματοποιημένες απομιμήσεις ροδιών και οκτώσχημων ασπίδων, πλαισιωμένες από διάψηφα σε μορφή μικρών σφαιρικών χανδρών ή κυλινδρικών σωλήνων. Τα δακτυλίδια έχουν μορφή απλού κρίκου ή μεγάλου κυλίνδρου και σε μερικές περιπτώσεις φέρουν κυκλική ή ελλειψοειδή σφενδόνη συνήθως ακόσμητη, κάποτε όμως εγχάρακτη με ζωικές παραστάσεις και σπάνια ένθετη από υαλόμαζα, σμάλτο, ήλεκτρο και πολύτιμους λίθους. Τα σκουλαρίκια έχουν σχήμα απλού κρίκου από τον οποίο κάποτε κρέμονται σχηματοποιημένες κεφαλές ζώων (βοδιών, κριών) με έκτυπη φυτική ή γεωμετρική διακόσμηση. Έχουν επίσης ακόσμητο σχήμα λέμβου, μηνίσκου, σπείρας και κλειστών αλλεπάλληλων κύκλων από πλεξιδωτό σύρμα με μονές απολήξεις. Τα βραχιόλια είναι κυκλικά ανοικτά ή κλειστά με λεπτές απολήξεις στα άκρα, τυλιγμένες τη μια γύρω από την άλλη, για να επιτρέπουν την αυξομείωση της διαμέτρου του κοσμήματος. Οι σφυκωτήρες είναι κυρίως ακόσμητοι απλοί κρίκοι, δυο ή τριών περιελίξεων για τη στερέωση των βοστρύχων. Τα διακοσμητικά πλακίδια έχουν συνήθως ορθογώνιο σχήμα και είναι κατασκευασμένα από λεπτό φύλλο χρυσού κοσμημένο με γεωμετρικές και φυσικές παραστάσεις, που συνήθως πλαισιώνουν ανθρώπινες μορφές. Τα περισσότερα από τα κοσμήματα ήσαν απλά, χυτά ή σφυρήλατα και ακόσμητα. Αρκετά όμως είχαν επιπρόσθετη διακόσμηση άλλοτε έκτυπη ή διάστικτη και άλλοτε από σύρμα ή περίκλειστο σμάλτο.

 

Ένα από τα εκλεκτά δείγματα των χρυσών κοσμημάτων είναι το περιδέραιο από τον  Άγιο Ιάκωβο Καρπασίας, του 13ου αιώνα π.Χ., που αποτελείται από οκτώ ψήφους σε σχήμα φοινικιού, εναλλασσόμενες με επτά άλλες σε σχήμα ροδιού. Στη θέση του κεντρικού αναρτήματος είναι περασμένος βαβυλωνιακός χρυσόδετος σφραγιδοκύλινδρος από αιματίτη. Όλες οι ψήφοι του περιδεραίου είναι καθαρού αιγαιακού τύπου. Η συμβολική σύνδεση των αιγαιακών και ανατολικών στοιχείων στο υπέροχο αυτό κόσμημα φανερώνει τη σύσφιγξη των εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων της Κύπρου με την Εγγύς Ανατολή σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Κύπρο - μυκηναϊκής περιόδου. Ένα άλλο εντυπωσιακό χρυσό περιδέραιο, γνήσιας μυκηναϊκής τεχνοτροπίας, προέρχεται από τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ. Τούτο αποτελείται από δέκα μεγάλες ψήφους σε μορφή οκτώσχημων ασπίδων, κατασκευασμένων από δυο φύλλα χρυσού και χωρισμένων με τριπλά κυλινδρικά διάψηφα από χρυσό σύρμα. Παρόμοιο χρυσό περιδέραιο, αλλά με ψήφους σε μορφή διπλών οκτώσχημων ασπίδων από κορνεάλη, βρέθηκε σε άλλο τάφο της Έγκωμης. Καθαρής αιγαιακής μυκηναϊκής τεχνοτροπίας είναι κι ένα χρυσό διάδημα που κι αυτό προέρχεται από τάφο της Έγκωμης του 12ου αιώνα π.Χ. Τούτο αποτελείται από τετράπλευρο μακρόστενο φύλλο χρυσού με στρογγυλεμένες διάτρητες γωνίες. Η επιφάνειΆ του φέρει διακόσμηση δυο επάλληλων ζωνών από σφυρήλατες, έκτυπες φτερωτές σφίγγες, χωρισμένες από κάθετες σειρές μικρών κύκλων και πλαισιωμένες με συνεχείς κουκίδες. Σε άλλο τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε ένα χρυσεπένδυτο δακτυλίδι, που έχει πεταλοειδή κρίκο και μεγάλη επίπεδη ελλειψοειδή σφενδόνη με παράσταση εγχάρακτου λιονταριού, που προχωρεί δεξιά με την κεφαλή στραμμένη προς τα πίσω. Η απόδοση του λιονταριού χαρακτηρίζεται από δυναμισμό και νατουραλισμό και είναι εμπνευσμένη από τα μυκηναϊκά ελλαδικά πρότυπα. Εξαιρετικό αντιπροσωπευτικό δείγμα σκουλαρικιών είναι ένα ζεύγος από το ιερό του Αγίου Ιακώβου Καρπασίας. Τα σκουλαρίκια είναι επίπεδα σε σχήμα μηνίσκου και είναι κατασκευασμένα από πλεξιδωτό σύρμα με περιπλεγμένες μονές απολήξεις. Τα αναρτήματα αντιπροσωπεύονται από ένα, μοναδικό στο είδος του, δείγμα σε σχήμα ροδιού και με κρίκο στην κορυφή που βρέθηκε σε τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ. Ολόκληρη η επιφάνεια του κοσμήματος καλύπτεται από δώδεκα επάλληλες οριζόντιες σειρές από διάστικτη διακόσμηση τριγώνων. Τα βραχιόλια, σε μορφή απλών ανοικτών και κλειστών κύκλων και με απολήξεις στα άκρα, αντιπροσωπεύονται από δυο δείγματα που βρέθηκαν σε τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ.

 

Εκτός από τα κοσμήματα η χρυσοχοΐα της ΚΥπρο -μυκηναϊκής περιόδου δημιουργεί διάφορα άλλα εκλεκτά μικροτεχνήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το περίφημο βασιλικό σκήπτρο του Κουρίου, που βρέθηκε σε τάφο στην τοποθεσία Καλορίζικη και που χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για κοντό χρυσεπένδυτο σωλήνα, στην κορυφή του οποίου είναι στερεωμένη σφαίρα με περίκλειστη φολιδωτή διακόσμηση από πρασινωπό και λευκό σμάλτο και επιστεμμένη με δυο γεράκια, που έχουν την ίδια περίκλειστη διακόσμηση. Εκτός από την αριστοτεχνική κατασκευή και την καλλιτεχνική του αξία, το σημαντικό αυτό εύρημα έχει και ιστορική σημασία, γιατί αποτελεί μια επιπρόσθετη μαρτυρία στις γραπτές πηγές για την ύπαρξη του μυκηναϊκού βασιλικού θεσμού στην Κύπρο τον 11ο αιώνα π.Χ.

 

Από τα μικροτεχνικά έργα της αργυροχοΐας πολύ ελάχιστα δείγματα έχουν διασωθεί. Ωστόσο η μεγάλη ανάπτυξή της στη διάρκεια της Υστέρας εποχής του Χαλκού, και ιδιαίτερα στην Κυπρο - μυκηναϊκή περίοδο, είναι φανερή σε πολυάριθμα θραύσματα διαφόρων μικροαντικειμένων που βρέθηκαν μαζί με πολλά άλλα ταφικά κτερίσματα στην Έγκωμη και σ' άλλους μυκηναϊκούς αρχαιολογικούς χώρους. Από τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ. προέρχεται ένα ασημένιο ποτήρι, που σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Η εξωτερική επιφάνειά του καλύπτεται μόνο από αυλακώσεις, παράλληλες και οριζόντιες. Το αμφίκοιλο σχήμα και ειδικά η κάθετη ιδιόμορφη λαβή του και η επίπεδη βάση του είναι πολύ επηρεασμένα από τα σχήματα και τις λαβές των χρυσών ποτηριών του Βαφειού της Πελοποννήσου. Παρόλο που το εξαιρετικό αυτό έργο δεν εμπίπτει απόλυτα στην κατηγορία των μικροτεχνικών έργων, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αντιπροσωπευτικά δείγματα της ανεπτυγμένης κυπριακής αργυροχοΐας στη διάρκεια της Κυπρο -μυκηναϊκής περιόδου. Το σημαντικότερο αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυπρο - μυκηναϊκής αργυροχοΐας και της τεχνικής της ένθετης διακόσμησης είναι το μοναδικό στο είδος του υπέροχο κύπελλο της Έγκωμης, που προέρχεται από τάφο του 14ου αιώνα π.Χ. Ολόκληρη η επιφάνεια του κυπέλλου είναι κοσμημένη με έξι ένθετα βουκράνια, εναλλασσόμενα με άνθη λωτού και με ρόδακες περικλεισμένους σε συνεχή σειρά ημικυκλίων από χρυσό και νιέλο. Η όλη τεχνοτροπία του και τα γενικά διακοσμητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά του θυμίζουν το ομοειδές κύπελλο των Δενδρών της Πελοποννήσου.

 

Στον ίδιο βαθμό ανάπτυξης βρίσκεται και η σφραγιδογλυφία. Για την κατασκευή των έργων σφραγιδογλυφίας χρησιμοποιούνται σκληροί πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, μαλακές ύλες και υαλόμαζα. Οι τύποι των σφραγίδων της Ύστερης εποχής του Χαλκού είναι κυρίως ο κυλινδρικός και ο τύπος του σκαραβαίου — απομίμηση του ομώνυμου εντόμου που ταυτίζεται με κάνθαρο. Η μεγαλύτερη εξέλιξη των κυλινδρικών σφραγίδων συμπίπτει με την Κυπρο - μυκηναϊκή περίοδο. Τόσο ο τύπος αυτός όσο και ο τύπος των σκαραβαίων παρουσιάζουν πολλές αιγαιο-ανατολικές επιδράσεις στην τεχνική κατασκευή και τη διακόσμηση. Οι παραστάσεις, που επιτυγχάνονται με βαθιές επιμελημένες εγχαράξεις, αποτελούν τους προσωπικούς τύπους των κατόχων των σφραγίδων, που, με τον τρόπο αυτό, μπορούν να ελέγχουν το απαραβίαστο των αντικειμένων που σφραγίζουν. Τα συνηθέστερα θέματα των κυλινδρικών σφραγίδων είναι το «ιερό δένδρο» ανάμεσα σε γρύπες, λιοντάρια και άλλα ζώα, ανθρώπινες μορφές με ανεστραμμένα ζώα στα χέρια και παραστάσεις μυκηναϊκών και άλλων αιγαιακών μορφών. Ανάμεσα στις κυπριακές σφραγίδες, που βρέθηκαν σε πολλούς τάφους και ιδιαίτερα στην Έγκωμη, στο ιερό της Αγίας Ειρήνης και σε διάφορους άλλους αρχαιολογικούς χώρους, περιλαμβάνονται και αρκετές εισαγμένες καθαρού αιγαιακού-συρο-χετταϊκού, βαβυλωνιακού και αιγυπτιακού τύπου. Γνήσια κυπριακά αντιπροσωπευτικά δείγματα αποτελούν δυο σφραγίδες του τύπου σκαραβαίου που βρέθηκαν στην Έγκωμη, του 13ου αιώνα π.Χ., από τις οποίες η μια παριστάνει καθισμένη ανδρική μορφή, που σφυρηλατεί κράνος, και η άλλη ανθρώπινη μορφή και πάνω απ' αυτή ημισέληνο και αστέρι. Τον αιγαιακό τύπο αντιπροσωπεύει μια κυλινδρική σφραγίδα από την Έγκωμη του 14ου αιώνα π.Χ., που παριστάνει θεό ή ήρωα ανάμεσα σε δυο λιοντάρια, ένα δαίμονα πίσω από το αριστερό λιοντάρι, που κρατεί αγγείο για σπονδές, και στο βάθος γρύπες. Μια άλλη κυλινδρική σφραγίδα από αιματίτη του 13ου αιώνα π.Χ. από την Έγκωμη, που απεικονίζει τη βασίλισσα των άγριων ζώων, την «Πότνια θηρών», να κρατεί από τ' αυτιά δυο λιοντάρια και να περιβάλλεται από δαίμονες, αντιπροσωπεύει τον κυπρο - μυκηναϊκό τύπο.

 

Οι κυπρο - μυκηναϊκοί τύποι των κυλινδρικών σφραγίδων συνυπάρχουν με τους αιγαιο-ανατολικούς τύπους, αλλά πάντοτε υπερέχουν και επιβάλλονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και σ' όλους τους άλλους τομείς της κυπρο-μυκηναϊκής τέχνης.

 

Η ελεφαντουργία συναγωνίζεται όλους τους άλλους κλάδους της μικροτεχνίας στις σημαντικές επιδόσεις και δημιουργεί έργα εκπληκτικής τελειότητας. Η μεγάλη πληθώρα των ελεφάντινων μικροτεχνημάτων μαρτυρεί την ύπαρξη εξειδικευμένων εργαστηρίων στο νησί, όπου οι τεχνίτες της προϊστορικής Κύπρου με μεγάλη επιδεξιότητα πέτυχαν την αρμονική συγχώνευση των αιγαιο -ανατολικών στοιχείων με την εγχώρια τεχνοτροπία και δημιούργησαν την ιδιομορφία της κυπριακής ελεφαντουργίας, που είναι εμφανέστατη και στην κοσμηματική χρυσοχοΐα, στη σφραγιδογλυφία, στη μνημειακή αγγειοπλαστική και στη μεταλλοτεχνία. Τα θέματα των υπέροχων εγχάρακτων παραστάσεων πάνω στο εισαγμένο από την Αίγυπτο πολύτιμο ελεφαντοστούν είναι παρμένα από τη φύση και την καθημερινή ζωή και εικονίζουν συνήθως ανθρώπινες και ζωικές μορφές, σκηνές κυνηγίου και άλλες συνθέσεις, πλαισιωμένες από διάφορα γεωμετρικά μοτίβα.

 

Όπως και τα χρυσά κοσμήματα και τ' άλλα μικροτεχνικά έργα έτσι και τα ελεφάντινα κομψοτεχνήματα προέρχονται κυρίως από ανασκαφές τάφων σ' ολόκληρη την Κύπρο και ιδιαίτερα από τάφους της   Έγκωμης, του Κιτίου και της Παλαιπάφου. Εξαιρετικό αντιπροσωπευτικό δείγμα αποτελεί μια λαβή κατόπτρου από τάφο της Παλαιπάφου, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Το στέλεχος της λαβής είναι χωρισμένο σε κατακόρυφες ζώνες, που συμπληρώνονται με διακόσμηση σχηματοποιημένου φυλλώματος και πάνω στο επίπεδο τετράπλευρο τμήμα της φέρει ανάγλυφη διακοσμητική παράσταση πολεμιστή, που είναι έτοιμος να αποτελειώσει ένα λιοντάρι. Η όλη εικονιστική σύνθεση αποπνέει αφάνταστο δυναμισμό και ρωμαλεότητα, που είναι γνήσια αιγαιομυκηναΐκά στοιχεία. Μια άλλη ελεφάντινη λαβή κατόπτρου από τάφο της Έγκωμης του 13ου αιώνα π.Χ. φέρει ακριβώς την ίδια εγχάρακτη διακόσμηση στο στέλεχος της λαβής και το επίπεδο τετράπλευρο τμήμα της είναι κοσμημένο με πολεμιστή, που προσπαθεί να καταβάλει γύπα, στη μια όψη, και με λιοντάρι, που επιτίθεται σε ταύρο, στην άλλη όψη. Το έργο αυτό βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και το προηγούμενο στο Κυπριακό Μουσείο. Στο Βρετανικό Μουσείο βρίσκεται κι ένα άλλο αριστουργηματικό ελεφάντινο έργο από την Έγκωμη, του 12ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για μια παιγνιοθήκη με πλούσια διακόσμηση πολυπρόσωπων παραστάσεων και στις τέσσερις πλευρές της. Στις δυο μεγάλες πλευρές παριστάνονται σκηνές κυνηγίου με άρμα. Στη μια πλευρά εικονίζονται δυο άνδρες μέσα στο άρμα, από τους οποίους ο ένας κρατά τα ηνία και ο άλλος είναι έτοιμος να τοξεύσει τους ταύρους και τις αίγες, που καλπάζουν μπροστά από το άρμα. Ένας τρίτος άνδρας ακολουθεί πεζός πίσω από το άρμα με πέλεκυ στο χέρι, ενώ ένα πτηνό πετά πάνω από το άρμα. Η άλλη μεγάλη πλευρά είναι φθαρμένη και οι μορφές δυσδιάκριτες, αλλά φαίνεται να απεικονίζει παρόμοια σκηνή. Η μια από τις μικρές πλευρές παριστάνει ένα δέντρο ανάμεσα σε δυο ταύρους και η αντίστοιχή της δυο άλλους ταύρους ξαπλωμένους κάτω από μια ελιά. Το όλο έργο είναι εμπνευσμένο από την αιγαίο-ανατολική τεχνοτροπία. Στην ίδια περιωπή εντάσσεται και μια ελεφάντινη πυξίδα από το Κίτιον, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. και που σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο. Έχει σχήμα μικροσκοπικού λουτήρα με δυο κάθετες λαβές στην κάθε μια από τις μεγάλες πλευρές και στο ένα από τα άκρα της υπάρχει οπή για τον γόμφο που στερέωνε το πώμα, το οποίο όμως δεν σώθηκε.

 

Στον κλάδο της τεχνικής των χάλκινων και ορειχάλκινων μικροαντικειμένων αρκετά σημαντικά επιτεύγματα με κτυπητές αιγαίο-ανατολικές επιδράσεις, που θυμίζουν την τεχνοτροπία των ελεφάντινων αριστουργημάτων, αποτελούν επιπρόσθετες μαρτυρίες για τη μεγάλη ακμή της μικροτεχνίας και ειδικότερα της μεταλλοτεχνίας στη διάρκεια της Κυπρο-μυκηναϊκής περιόδου. Από τα επιτεύγματα αυτά εκλεκτό αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ένα χάλκινο τετραποδικό υπόθημα του 12ου αιώνα π.Χ. από το Κίτιον. Αποτελείται από κυκλική στεφάνη, κοσμημένη με περίτμητες σπείρες και στερεωμένη πάνω σε τέσσερα πόδια, που είναι επιστεμμένα με ολόγλυφα πτηνά και καταλήγουν σε τέσσερις εξάκτινες ρόδες. Στις πλευρές του υποθήματος υπάρχουν μετόπες με διακόσμηση περίτμητων αντιθετικών σφιγγών, που πλαισιώνουν κίονα με ελικωτό κιονόκρανο. Το έργο αυτό σήμερα βρίσκεται στο Κρατικό Μουσείο του Βερολίνου. Ένα άλλο παρόμοιο χάλκινο τετραποδικό υπόθημα του 12ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε στην περιοχή του Κουρίου και σήμερα είναι στο Βρετανικό Μουσείο. Όπως και το προηγούμενο, αποτελείται από στεφάνη στηριγμένη πάνω σε τέσσερα πόδια. Η στεφάνη είναι καμωμένη από σύρμα και φέρει τεθλασμένη ταινία ανάμεσα σε διπλούς οριζόντιους δακτυλίους. Οι τέσσερις πλευρές του υποθήματος είναι κοσμημένες με περίτμητες παραστάσεις, που εικονίζουν η κάθε μια ένα άνδρα μπροστά σε δέντρο. Ο ένας από τους άνδρες κρούει τις χορδές άρπας καθισμένος σε σκαμνί, ο δεύτερος μεταφέρει στον ώμο τάλαντο χαλκού, ο τρίτος ένα ακαθόριστο αντικείμενο και ο τέταρτος κρατεί ένα ψάρι με τα δυο του χέρια. Δυο άλλα χάλκινα τετραποδικά υποθήματα της ίδιας εποχής (12ος αιώνας π.Χ.) και της ίδιας τεχνοτροπίας βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο. Το ένα προέρχεται από την περιοχή της Αμαθούντος και το άλλο, που θυμίζει εκείνο του Κουρίου και που πιθανόν να προέρχεται από την περιοχή της Επισκοπής, είχε εξαχθεί παράνομα από την Κύπρο και, αφού εντοπίστηκε και αγοράστηκε το 1979, επαναπατρίστηκε. Μοναδικός στο είδος του είναι κι ένας χάλκινος λυχνοστάτης του 12ου αιώνα π.Χ. από τη Σίντα, που βρισκόταν στη συλλογή Χατζηπροδρόμου στην τουρκοκρατούμενη σήμερα Αμμόχωστο. Το επίπεδο στέλεχὀς του, που περιβάλλεται από κυλινδρικό σύρμα και είναι κοσμημένο από τέσσερα ζεύγη συρμάτινων διπλών αντιθετικών σπειρών πλαισιωμένων από τριγωνικές οπές, καταλήγει σε οριζόντιο ρηχό δοχείο ελλειψοειδούς σχήματος.

 

Τα πολυάριθμα χάλκινα και ορειχάλκινα κοσμήματα, που συμπληρώνουν τα αντιπροσωπευτικά δείγματα του σημαντικού αυτού κλάδου της κυπριακής μικροτεχνίας στην Ύστερης εποχή του Χαλκού, ακολουθούν στο σύνολό τους την παράδοση των αντίστοιχων κοσμημάτων της προηγούμενης Μέσης εποχής του Χαλκού.

 

Φώτο Γκάλερι

Image