Μεταλλεία - μετάλλευμα

Μεταλλεία Αμιάντου

Image

Η Κύπρος θεωρείται σαν μια από τις αρχαιότερες χώρες παραγωγής και χρήσης αμιάντου. Εκτός από τον χαλκό της, η Κύπρος κατά την Αρχαιότητα και ιδιαίτερα κατά τους Κλασσικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν γνωστή για τον εξαιρετικής ποιότητας αμίαντό της. Το ινώδες αυτό ορυκτό εχρησιμοποιείτο για την κατασκευή υφασμάτων, για τη συλλογή της σποδού κατά την καύση των νεκρών, για θρυαλλίδες (φιτίλια) για τις λυχνίες, υποδήματα και προστατευτικά καλύμματα των εστιών των ναών και των κατοικιών. Από την τελευταία του χρήση φαίνεται ότι πήρε και το όνομα «άσβεστος» (asbestos) λόγω του ότι προστάτευε την πυρά (εστία) για να μη σβήσει, δηλαδή να παραμείνει άσβεστος. Το όνομα «αμίαντος» προέρχεται από το «αμόλυντος», διότι τοποθετούμενο το ορυκτό στη φωτιά όχι μόνο δεν καίγεται αλλά εξέρχεται καθαρότερο και λευκότερο.

 

Ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στο βιβλίο του Περί ὕλης ἰατρικῆς, αναφέρει τα εξής για τον αμίαντο της Κύπρου: «λίθος ἀμίαντος γεννᾶται μέν ἐν Κύπρῳ στυπτηρίᾳ σχιστῇ ἐοικώς, ὅν ἐργαζόμενοι (οἱ τῇδε ἄνθρωποι) ὑφάσματα ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ, ὂντος ἱμαντώδους, πρός θέαν, ἐμβληθείς δέ εἰς πῦρ φλογοῦται μέν, λαμπρότερος δέ ἐξέρχεται μή κατακαιόμενος».

 

Επίσης ο Απολλώνιος (2ος αι. μ.Χ.) στο βιβλίο του Ἱστορίαι Θαυμάσιαι αναφέρει ότι ο Σώτακος γράφει για τον αμίαντο της Κύπρου τα εξής: «Σώτακος ἐν τῷ περί λίθων, ὁ Καρύστιος, φησίν, λεγόμενος λίθος ἐπιφύσεις ἔχει ἐριώδεις καί χνοώδεις, ἐξ οὗ νήθεται καί ὑφαίνεται χειρεκμαγεῖα.... γίνεται δέ ὁ λίθος οὗτος καί ἐν Καρύστῳ μέν, ἐφ' οὗ καί τοὔνομα ἔλαβεν, πολύς δέ ἐν Κύπρῳ, καταβαινόντων ἀπό τοῦ Γεράνδρου ὡς ἐπί Σόλους πορευομένοις ἐν ἀριστερᾷ τοῦ Ἐλμαίου ὑποκάτω πετρῶν· καί κατά τό πανσέληνον αὔξεται καί πάλιν φθίνοντος τοῦ σεληνίου μειοῦται καί ὁ λίθος».

 

Η εκμετάλλευση του αμιάντου και ιδιαίτερα του τύπου με μεγάλο μήκος ινών, για την κατασκευή ειδικής κατηγορίας υφασμάτων, συνεχίσθηκε σε μικρότερο βαθμό και κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και της Φραγκοκρατίας, Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο στις αρχές του 18ου αιώνα, γράφει για τον αμίαντο και το πέτρωμα που τον περικλείει: «Είναι σκληρό σαν σίδηρος. Μπορεί να θραυσθεί, να κτενισθεί και μετά να υφανθεί όπως το βαμβάκι. Αυτός δε είναι ο λόγος που οι Κύπριοι το ονομάζουν «βαμβακόπετρα». Σε ορισμένα βιβλία ονομάζεται «Dopsiprodes» ενώ σε άλλα «Λίθος Αμίαντος». Λέγεται ότι οι αρχαίοι Χριστιανοί βασιλιάδες της Κύπρου κατασκεύαζαν ενδύματα από το ορυκτό. Όταν τα ενδύματα λερώνονταν δεν πλένονταν. Απλούστατα ρίχνονταν, στη φωτιά, όλες οι ακαθαρσίες κατακαίγονταν και το ένδυμα παρέμενε ανέπαφο. Πράγματι αυτό το είδα με τα ίδιά μου τα μάτια».

 

Ο τύπος του αμιάντου που εκμεταλλεύθηκαν οι αρχαίοι είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο μακρόινος της ομάδας των αμφιβολίθων που απαντάται κυρίως σε περιοχές του δάσους της Λεμεσού, όπως Βάσα, Βίκλα, Αψιού και στην Επισκοπή της Πάφου. Από τα αναφερόμενα όμως τόσο του Σώτακου όσο και του νεότερου Μπάρσκυ, συμπεραίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε και αμίαντος από τις περιοχές του Τροόδους, ίσως μακρόινος χρυσοτιλικός.

 

Η νεότερη ιστορία εκμετάλλευσης του αμιάντου, όπως και στην περίπτωση του χαλκού, αρχίζει αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της Κύπρου από τη Βρετανία το 1878. Ύστερα από εκτεταμένες ερευνητικές εργασίες στην περιοχή του σημερινού μεταλλείου και την αποστολή μεγάλου αριθμού δειγμάτων στο εξωτερικό για έλεγχο της ποιότητας του αμιάντου, άρχισε το 1904 η περιορισμένη εκμετάλλευση του κοιτάσματος από χωρικούς της γύρω περιοχής στους οποίους παραχωρήθηκαν από την αποικιακή κυβέρνηση ειδικά προνόμια. Η έναρξη της λειτουργίας του μεταλλείου κατέστη δυνατή κατά την περίοδο αυτή διότι διεθνώς άρχισε να χρησιμοποιείται ο χρυσοτιλικός αμίαντος με μικρού μήκους ίνες για την κατασκευή φύλλων αμιάντου για μόνωση και στέγαση κατοικιών, και άλλων προϊόντων.

 

Το 1905 παραχωρήθηκε μεταλλευτική μίσθωση διάρκειας 50 χρόνων στον Cesar Trombetta, ο οποίος μεταβίβασε τα δικαιώματά του στην αυστριακή εταιρεία Compagnia Mineraria di Cipro. To 1916 αυξήθηκε η διάρκεια της μίσθωσης στα 99 χρόνια. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, η περιουσία της εταιρείας κατασχέθηκε από την κυβέρνηση ως «εχθρική» και πωλήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό στον Σ. Αραούζο. Ύστερα από σειρά μεταβιβάσεων σε άλλες εταιρείες, κατέληξε στην εταιρεία «Κυπριακά Αμιαντωρυχεία» η οποία διατηρεί το όνομα της μέχρι σήμερα. Στη νέα εταιρεία εξεδόθη το 1934 μεταλλευτική μίσθωση διάρκειας 99 χρόνων.

 

Κοίτασμα Αμιάντου: Οικονομικές συγκεντρώσεις αμιάντου περιορίζονται στην έντονα σερπεντινιωμένη και καταθρυμματισμένη ζώνη χαρτζβουργίτη που καλύπτει έκταση 13 τετρ. χιλιομέτρων πλησίον του χωριού Πάνω Αμίαντος. Ο αμίαντος που, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι του τύπου χρυσοτίλης (chrysotile), απαντάται υπό μορφή λεπτών φλεβών και φλεβιδίων που διασχίζουν το πέτρωμα σερπεντινίτης. Οι ίνες του αμιάντου είναι συνήθως κάθετες προς τη διεύθυνση των φλεβών μέσα στις οποίες βρίσκεται (cross-fibre). Κατά μήκος τεκτονικών ζωνών οι ίνες τοποθετούνται παράλληλα προς τις φλέβες οπότε ο τύπος του αμιάντου ονομάζεται slip-fibre. To μήκος των ινών σπανίως υπερβαίνει το 1,5 εκ. Συνήθως κυμαίνεται μεταξύ ορισμένων χιλιοστομέτρων και 1,5 εκ. Η μέση περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε ίνες αμιάντου είναι σήμερα 0,81%, ποσοστό που θεωρείται ένα από τα χαμηλότερα αν όχι το χαμηλότερο στον κόσμο για εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα.

 

Στην περιοχή αυτή υπάρχουν δυο εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα αμιάντου, ένα στη θέση του σημερινού μεταλλείου και το άλλο βορειοδυτικά του μεταλλείου, νότια του Αγίου Νικολάου της Στέγης. Αίτηση για εκμετάλλευση του δεύτερου κοιτάσματος απορρίφθηκε από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας το 1970 για λόγους προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.

 

Η γένεση του αμιάντου είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διαδικασία της σερπεντινίωσης (ενυδάτωσης) του μητρικού πετρώματος, δηλαδή του χαρτζβουργίτη. Ο χρυσοτιλικός αμίαντος, όπως και άλλοι τύποι αμιάντου μη εκμεταλλεύσιμοι, που σχηματίσθηκαν ταυτόχρονα, ανήκουν στην ομάδα των ορυκτών του σερπεντίνη και έχουν σχεδόν την ίδια χημική σύσταση με το μητρικό πέτρωμα. Πιστεύεται ότι τα ορυκτά αυτά σχηματίσθηκαν κατά μήκος ρωγμών από κυκλοφορούντα υδροθερμικά διαλύματα σε θερμοκρασίες κάτω των 500°C κατά τη διάρκεια της σερπεντινίωσης του χαρτζβουργίτη.

 

Η χημική σύσταση του χρυσοτιλικού αμιάντου της Κύπρου είναι η ακόλουθη:

 

SiΟ2                              40%

Al2O                           1%

FeO+Fe2Ο3                5%

MgO                              39%

CuO                            —

Na2Ο                           —

K2Ο                            —

H2Ο                             —

 

Απώλεια πυρώσεως 15%

 

Εκμετάλλευση: Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος είναι επιφανειακή και γίνεται με μηχανικά μέσα σε σειρά κλιμακωτών βαθμίδων. Το εξορυσσόμενο μετάλλευμα αφού θραυσθεί οδηγείται με μεταφορικές ταινίες στο παρακείμενο εργοστάσιο προς επεξεργασία για παραγωγή των εμπορεύσιμων ινών αμιάντου. Το συγκρότημα έχει δυναμικότητα παραγωγής 40.000 τόνων ετησίως και από το 1984 παράγει τρεις διαφορετικές ποιότητες που είναι μέσα στα πλαίσια των διεθνών προδιαγραφών (CAM 4T, CAM 5R και CAM 6D).

 

Το μεταλλείο αμιάντου στα 84 χρόνια της ζωής του παρήγαγε 1.000.000 τόνους περίπου αμιάντου (Πίνακας 3) και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεία αμιάντου στον χώρο της Ευρώπης. Μέχρι το 1950, η ετήσια παραγωγή και εξαγωγή ινών αμιάντου σε ελάχιστες περιπτώσεις υπερέβη τους 10.000 τόνους. Μετά τον χρόνο αυτό, που είναι ορόσημο για τη μεταλλευτική βιομηχανία της Κύπρου, η παραγωγή και εξαγωγή αυξάνεται σταθερά και ανέρχεται μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '60, στους 24.000 τόνους. Η αύξηση των εξαγωγών συνεχίζει την ανοδική της πορεία και το 1979 ανέρχεται στους 39.000 τόνους που αποτελεί επίδοση στην ιστορία του μεταλλείου. Αμέσως μετά αρχίζει η κάθετη πτώση για να καταλήξει το 1984 στους 8.000 τόνους (Σχ. 2). Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε πάλιν μια σταθερή αύξηση στις εξαγωγές, το δε 1987 οι πωλήσεις ανήλθαν στους 22.338 τόνους που αντιστοιχούν σε £2.682.511 λίρες Κύπρου.

 

Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και συγκεκριμένα μετά το 1976, επειδή τα περισσότερα μεταλλεία χαλκού έκλεισαν, οι εξαγωγές αμιάντου καλύπτουν πέραν του 50% των ολικών εξαγωγών ορυκτών. Ο βασικότερος λόγος για τη μείωση των πωλήσεων αμιάντου, είναι η διεθνής εκστρατεία κατά της χρήσης των διαφόρων προϊόντων του, επειδή θεωρήθηκε ότι το ορυκτό εισπνεόμενο μπορεί να προκαλέσει καρκίνο στους πνεύμονες, το γνωστό μεσοθηλίωμα. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες, όπως η Σουηδία και η Βρετανία, απαγορεύθηκε η χρήση βασικών προϊόντων του αμιάντου, σε άλλες δε αποφασίσθηκε να απαγορευθούν μετά το 1990. Οι έρευνες που έγιναν γύρω από το θέμα αυτό έδειξαν ότι από τις δυο μεγάλες κατηγορίες αμιάντων που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία, οι αμφιβολιτικοί (κροκιδολίτης ή μπλε αμίαντος και αμοσίτης) και ο χρυσοτίλης, οι πρώτοι μπορούν να προκαλέσουν κάτω από ορισμένες συνθήκες μεσοθηλίωμα. Παρόλον όμως αυτό, τα μεταλλεία χρυσοτιλικού αμιάντου, περιλαμβανομένου και του κυπριακού, υποχρεούνται με βάση τους κανονισμούς ασφαλείας να λαμβάνουν διάφορα προληπτικά μέτρα.

 

Μικρό ποσοστό του παραγομένου αμιάντου χρησιμοποιείται επιτοπίως για την κατασκευή αμιαντοσωλήνων, φύλλων απομόνωσης και στέγασης κατοικιών, διαφόρων μεγεθών ντεπόζιτων νερού και άλλων. Το εργοστάσιο λειτουργεί πλησίον του τσιμεντοποιείου Μονής.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΩΝ

ΜΕΤΑΛΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

1925-1987 (ΣΕ ΤΟΝΟΥΣ)

 

Σιδηροπυρίτης   Χαλκούχα   Ίζημα                          Μεταλλικός

Μεταλλεύματα            Χαλκού                       Χαλκός

(υπολογισθείς)

23.458.042               6.559.950       139.088                                  824.000

Χρυσός                        Άργυρος     Χρώμιον                                   Αμίαντος

5,8                                32,5                 562,299                                  928,161

 

 

Το μεταλλείο αμιάντου πέραν από τη σημαντική προσφορά του στη γενική οικονομία του τόπου υπό μορφή εξαγωγών και δικαιωμάτων (royalties), απετέλεσε τον οικονομικό πνεύμονα της περιοχής.   Ένα σημαντικό ποσοστό αγροτών από τα γύρω χωριά αλλά και τεχνίτες από όλα τα μέρη της Κύπρου εξασφάλιζαν κατά καιρούς εργασία στο μεταλλείο.

 

Κατά την περίοδο 1925-1930 ο αριθμός των απασχολουμένων στο μεταλλείο κυμαινόταν μεταξύ 1.500 και 4.000. Μετά το 1933 ο αριθμός των εργοδοτουμένων παραμένει πάνω από 1.000 και στη δεκαετία 1948-1958 κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 2.000. Μετά το 1957, με την εισαγωγή νέας τεχνολογίας και τη μηχανοποίηση του μεταλλείου, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώνεται σταδιακά και το 1987 ανέρχεται στους 280.

 

Η μακρόχρονη λειτουργία όμως του τεράστιου αυτού επιφανειακού μεταλλείου προκάλεσε μεγάλα περιβαλλοντικά και άλλα προβλήματα, η επίλυση των οποίων υπήρξε δύσκολη και πολυδάπανη. Τα προβλήματα οφείλονταν σε πολλούς παράγοντες όπως η θέση του μεταλλείου και οι τεράστιες ποσότητες πετρώματος που έπρεπε να εξορυχθούν κάθε χρόνο (25 εκατ. τόνοι) για να παραχθούν 20-40.000 τόνοι αμιάντου. Υπολογίζεται ότι από το 1925 μέχρι το 1988 εξορύχθησαν 150.000.000 περίπου τόνοι πετρώματος για να παραχθούν 1.000.000 περίπου τόνοι ινών αμιάντου. Η χωρίς προγραμματισμό κατά το παρελθόν τοποθέτηση των στείρων αυτών (μπάζων) σε κοιλάδες παραποτάμων του ποταμού Κούρη, δημιούργησε προβλήματα όσον αφορά την ευστάθειά τους, καθώς και μερική μόλυνση των επιφανειακών νερών. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου όμως, το 1960, λήφθηκαν μέτρα προς αποφυγή της μόλυνσης των νερών. (Βλέπε επίσης λήμμα Αμίαντος, μετάλλευμα-μεταλλείο).

 

Η εκμετάλλευση του αμιάντου συνεχίστηκε μέχρι το 1988, οπότε και σταμάτησε υπό την πίεση της προκατάληψης στη διεθνή αγορά για τη χρήση προϊόντων αμιάντου. Μετά τον τερματισμό των εργασιών στο μεταλλείο, το Κράτος είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότατα περιβαλλοντικά προβλήματα. Λόγω της μη εφαρμογής σταδιακής αποκατάστασης του περιβάλλοντος, κατά τη λειτουργία του μεταλλείου, και λόγω έλλειψης σχετικής περιβαλλοντικής Νομοθεσίας, δημιουργήθηκαν τεράστιοι σωροί υλικών οι οποίοι, εκτός των άλλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, παρουσίαζαν και σοβαρά προβλήματα ευστάθειας.

Το 1995 ξεκίνησαν εργασίες διαμόρφωσης του χώρου του μεταλλείου με στόχο την σταθεροποίηση των μπάζων με την κατασκευή βαθμίδων, την εδαφοκάλυψη και την αναδάσωση της περιοχής. Οι εργασίες προβλέπεται να ολοκληρωθούν το 2015.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει την πλήρη κατάργηση της εξόρυξης, επεξεργασίας, παραγωγής και χρήσης των υλικών που περιέχουν αμίαντο σε όλη την επικράτειά της (από το 2005).