Το άλλο μεταλλικό ορυκτό το οποίο τυγχάνει εκμεταλλεύσεως στην Κύπρο είναι ο χρωμίτης. Ο χρωμίτης (Cr2O3) είναι ένα από τα δευτερεύοντα συστατικά των υπερβασικών πετρωμάτων του Οφιολιθικού Συμπλέγματος του Τροόδους τα οποία εμφανίζονται στις περιοχές του Ολύμπου και του δάσους της Λεμεσού. Η περιεκτικότητα των πετρωμάτων αυτών σε χρωμίτη κυμαίνεται μεταξύ 1-5%. Οικονομικές συγκεντρώσεις όμως του ορυκτού εντοπίσθηκαν μόνο στην περιοχή του Ολύμπου και ειδικότερα στη ζώνη επαφής μεταξύ των πετρωμάτων χαρτζβουργίτη και δουνίτη (βλ. λήμμα γεωλογία). Μικρές συγκεντρώσεις χρωμιτών βρίσκονται επίσης στο Πλουτώνιο Σύμπλεγμα του δάσους της Λεμεσού.
Τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα του Τροόδους και γενικά των οφιολίθων είναι γνωστά ως λοβοειδή (podiform) ή Αλπινικού τύπου. Η άλλη μεγάλη κατηγορία κοιτασμάτων χρωμιτών είναι τα στρωματόμορφα (stratiform) τα οποία συνδέονται με τις στρωματόμορφες ή «εστρωμένες διεισδύσεις» όπως είναι τα τεράστια συμπλέγματα του Bushveld της Νοτίου Αφρικής και του Stillwater στη Μοντάνα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Τα λοβοειδή κοιτάσματα του Τροόδους εμφανίζονται υπό μορφή κατακόρυφων ζωνών ή στρώσεων, το μέγεθος των οποίων κυμαίνεται από ορισμένες χιλιάδες τόνους μέχρι και 1.000.000 (περίπτωση Κοκκινορότσου).
Οι συγκεντρώσεις χρωμίτη παρουσιάζονται υπό ποικιλία ιστών και τύπων, οι συνηθέστεροι των οποίων είναι ο συμπαγής, ο διάσπαρτος και ο ταινιωτός (εναλλασσόμενες ταινίες χρωμίτη με στείρο πέτρωμα). Από απόψεως ιστών ο πλέον συνηθισμένος είναι της «λεοπάρδαλης» (σφαιροειδείς συγκεντρώσεις). Ακολουθούν ο δενδριτικός, ο δακτυλιοειδής, ο δικτυωτός και άλλοι.
Η χημική σύσταση των χρωμιτών των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων διαφέρει από κοίτασμα σε κοίτασμα και κυμαίνεται μεταξύ των πιο κάτω ορίων:
Cr2O3 45,5 60%
Al2O3 9 -18,5%
Fe2O3 0,5 - 4%
FeO 11 - 18%
MgO 10 - 15%
TiO2 0,1 - 0,25%
MnO 0,03 - 0,15%
Η περιεκτικότητα των χρωμιτών της Κύπρου σε πλατινοειδή (ορυκτά της ομάδας του λευκοχρύσου) είναι πολύ χαμηλή (170 - 220 μέρη στο δισεκατομμύριο) και δεν μπορούν να τύχουν εκμεταλλεύσεως.
Η γένεση των κοιτασμάτων αυτών θεωρείται ότι είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σχηματισμό του ωκεάνιου φλοιού του Τροόδους (Οφιολιθικό Σύμπλεγμα). Όπως είναι γνωστό κατά μήκος των αξόνων διεύρυνσης του πυθμένα των θαλασσών ανέρχεται μάγμα υπό μορφή μικρών θαλάμων το οποίο δημιουργήθηκε με τη μερική τήξη του ανώτερου μανδύα της γης. Κατάλοιπο της τήξης αυτής είναι ο χαρτζβουργίτης που εμφανίζεται στην περιοχή του Ολύμπου. Το δημιουργηθέν μάγμα, ανερχόμενο μέσω φλεβών και θυλάκων μέσα από τον χαρτζβουργϊτη, καταλήγει στους μαγματικούς θυλάκους που δημιουργούνται πάνω από τον χαρτζβουργίτη. Μέρος του μάγματος αυτού, όπως αναφέρεται στο λήμμα γεωλογία, εκχύνεται μέσω φλεβών στον βυθό των ωκεανών για να σχηματίσει τις πίλλοου λάβες, το δε υπόλοιπο κρυσταλλώνεται για να δώσει τα πλουτώνια πετρώματα. Κατά την ανοδική του πορεία προς τον θάλαμο ή θαλάμους, μέρος του μάγματος κρυσταλλώνεται μέσα στον χαρτζβουργίτη, το δε υπόλοιπο στον θάλαμο. Ένα από τα πρώτα ορυκτά που κρυσταλλούνται και αποχωρίζονται λόγω ειδικού βάρους είναι ο χρωμίτης. Έτσι σχηματίζονται συγκεντρώσεις χρωμιτών τόσο εντός του χαρτζβουργίτη όσο και στον πυθμένα του μαγματικού θαλάμου, δηλαδή επαφή μεταξύ του χαρτζβουργίτη (κατάλοιπο του Ανώτερου Μανδύα της Γης) και του πρώτου πλουτωνίου πετρώματος, του δουνίτη.
Ο χρωμίτης, όπως και ο χαλκός, θεωρείται ορυκτό μεγάλης οικονομικής σημασίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στην κατασκευή σιδηροκραμάτων, πυρίμαχων υλικών, φαρμάκων και διαφόρων χημικών παρασκευασμάτων.
Στο Τρόοδος τα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα χρωμιτών βρίσκονται σε ακτίνα 1,52 χμ. από την κορυφή του Ολύμπου. Τα κοιτάσματα αυτά είναι γνωστά ως Κοκκινόροτσος, Καννούρες και Χατζηπαύλου. Επειδή το χρώμιο ήταν άγνωστο στους αρχαίους, οι έρευνες για εντοπισμό των προαναφερθέντων κοιτασμάτων και άλλων εμφανίσεων είναι πολύ νεότερες και ακολούθησαν την ανακάλυψη των χαλκούχων κοιτασμάτων μετά το 1920. Όπως και στην περίπτωση του χαλκού, έτσι και για το χρώμιο οι πρώτες έρευνες γίνονται στην Πάφο. Το 1922 εντοπίζονται οι πρώτοι φακοί και εξάγονται οι πρώτοι 12 τόνοι με μέση περιεκτικότητα 47,5% οξείδιο του χρωμίου. Αμέσως μετά, οι έρευνες επεκτείνονται και στο Τρόοδος όπου το 1924 εντοπίζεται μεταξύ άλλων και το κοίτασμα του Κοκκινόροτσου που, όπως απεδείχθη αργότερα, είναι το μεγαλύτερο και το πλουσιότερο της Κύπρου. Με σκοπό την άμεση εκμετάλλευσή τους δημιουργούνται οι εταιρείες Εταιρεία Χρωμίου και Αμιάντου και Ανατολική Εταιρεία Ορυκτών. Κατά την περίοδο 1924-1925 εξορύσσονται και εξάγονται 5.000 τόνοι μεταλλεύματος. Το 1928 η Ανατολική Εταιρεία Ορυκτών παραχωρεί τα δικαιώματά της στην Deutsche Orient Gruben Gesellschaft η οποία το 1931 μεταβιβάζει όλα τα δικαιώματά της στη θυγατρική της εταιρεία Κυπριακή Εταιρεία Χρωμίου (Κ.Ε.Χ.). Το 1935 παραχωρείται στη νέα εταιρεία μεταλλευτική μίσθωση που καλύπτει το κοίτασμα Κοκκινόροτσου και τη γύρω περιοχή. Τα κοιτάσματα των Καννούρων και του Χατζηπαύλου, ανακαλύφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο από ιδιώτες ερευνητές όπως ο Δάμτσας και ο Χατζηπαύλος, οι οποίοι ακολούθως πώλησαν τα δικαιώματά τους στην πιο πάνω εταιρεία. Η Κυπριακή Εταιρεία Χρωμίου συνέχισε τις εργασίες της μέχρι το 1964 οπότε πώλησε όλα τα δικαιώματα της στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (Ε.Μ.Ε.) η οποία συνέχισε και εντατικοποίησε την εκμετάλλευση και των τριών κοιτασμάτων μέχρι το 1982 οπότε ανέστειλε τις μεταλλευτικές εργασίες για οικονομικούς λόγους.
Το κοίτασμα Κοκκινόροτσου ή το Μεταλλείο Χρωμίου, όπως είναι γνωστό στο πλατύ κοινό, αποτελείται από επιμήκεις φακούς χρωμίτη διαφόρων μεγεθών, ο μεγαλύτερος των οποίων έχει πλάτος 100 μ. Το μέσο όμως πλάτος των φακών είναι 30 μ. περίπου. Η μεταλλοφόρος ζώνη κλίνει 60° προς νότια και έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου (Σχ. 4). Το μετάλλευμα εμφανίζεται στο υψόμετρο των 1.670 μ. και επεκτείνεται σε βάθος 500 και πλέον μέτρων. Ένεκα τεκτονικών διαταραχών η ζώνη έχει κατατεμαχισθεί και μετακινηθεί σε αρκετά σημεία.
Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος άρχισε το 1924 με υπόγειες στοές από το υψόμετρο των 1.670 μ. Το 1935 κατασκευάστηκε το κεντρικό πηγάδι και το 1940 συμπληρώθηκε η ανόρυξη στοάς συνολικού μήκους 300 μ. Στα χρόνια που ακολούθησαν ανορύχθηκαν άλλες δυο στοές σε χαμηλότερα επίπεδα και το 1979 έγινε προσπάθεια για ανόρυξη μιας τέταρτης στοάς στο υψόμετρο των 1.153 μ. Η προσπάθεια όμως εγκαταλείφθηκε για τεχνικούς και οικονομικούς λόγους.
Για τη μεταφορά του μεταλλεύματος από το μεταλλείο στο εργοστάσιο εμπλουτισμού που ανηγέρθη πλησίον του μοναστηριού του Αγίου Νικολάου της Στέγης, κατασκευάστηκε το 1936 εναέριος μεταφορέας (aerial ropeway) μήκους 3 χμ. περίπου. Η εναέρια μεταφορά του μεταλλεύματος διήρκεσε μέχρι το 1953 οπότε αντικατεστάθη με τη χρήση φορτηγών αυτοκινήτων. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης ιστορίας του το μεταλλείο Κοκκινόροτσου παρήγαγε 600.000 περίπου τόνους μεταλλεύματος υψηλής περιεκτικότητας.
Οι Καννούρες είναι το δεύτερο σε μέγεθος κοίτασμα χρωμιτών και βρίσκεται περί το 1,5 χμ. βορειοανατολικά του Ολύμπου. Η μεταλλοφόρος ζώνη αποτελείται από μεγάλο αριθμό φακοειδών σωμάτων χρωμιτών σχεδόν κατακόρυφων. Η όλη ζώνη έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου και τα χρωμιτικά σώματα, όπως και στην περίπτωση του Κοκκινόροτσου, έχουν κατατεμαχισθεί και μετακινηθεί από σειρά ρηγμάτων. Το μετάλλευμα εμφανίζεται στο υψόμετρο των 1.678 μ. και συνεχίζεται σε βάθος 120 μ. Η εκμετάλλευση του άρχισε το 1939 οπότε εξορύχθησαν και οι πρώτοι 400 τόνοι μεταλλεύματος. Το 1955 το μεταλλείο μεταβιβάστηκε στην Κ.Ε.Χ. η οποία άρχισε τη συστηματική του εκμετάλλευσή με τη διάνοιξη νέων στοών. Το 1964 αγοράστηκε, όπως και το μεταλλείο Κοκκινόροτσου, από την Ε.Μ.Ε. η οποία συνέχισε την εκμετάλλευσή του σε χαμηλότερα επίπεδα. Από το 1939 μέχρι το 1982 που ανεστάλη η λειτουργία του, εξορύχθησαν 30.000 τόνοι συμπαγούς χρωμίτη.
Το τρίτο σημαντικό κοίτασμα είναι του Χατζηπαύλου, το οποίο βρίσκεται 1,5 χμ. νοτίως του Ολύμπου. Αποτελείται από δυο παράλληλες μεταλλοφόρες ζώνες που συνίστανται από φακοειδή σώματα χρωμιτών μήκους 50 μέτρων και πλάτους 13 μέτρων. Όπως και στα άλλα δυο κοιτάσματα οι ζώνες είναι σχεδόν κάθετες και έχουν διαταραχθεί από σειρά ρηγμάτων. Το μετάλλευμα εμφανίζεται σε βάθος 40 μ. Η εκμετάλλευσή του άρχισε το 1950 με υπόγειες στοές και συνεχίστηκε μέχρι το 1954. Οι εργασίες ξανάρχισαν το 1973 και διεκόπησαν το 1982. Συνολικά εξήχθησαν 15.000 τόνοι μεταλλεύματος υψηλής περιεκτικότητας.
Από το 1924, οπότε άρχισε η περιοδική εξαγωγή χρωμιτών, μέχρι και το 1983 που τερματίστηκε η εξαγωγή λόγω αναστολής της λειτουργίας των μεταλλείων, εξήχθησαν 562.299 τόνοι χρωμίτη των πιο κάτω κατηγοριών, οι οποίες παράγονταν από το εργοστάσιο εμπλουτισμού στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης:
Η ετήσια παραγωγή χρωμιτών κατά τη δεκαετία 1937-1947, οπότε συστηματοποιείται η παραγωγή, σπανίως υπερβαίνει τους 6.000 τόνους. Η περίοδος που ακολούθησε μέχρι και το 1962, όπως και στην περίπτωση των χαλκούχων σιδηροπυριτών, χαρακτηρίζεται από αλματώδη αύξηση των εξαγωγών χρωμίτη που κυμαίνεται μεταξύ 8.000 και 18.000 τόνων τον χρόνο. Μεταξύ 1962-1964 είναι περίοδος μεταλλευτικής αδράνειας για τους χρωμίτες λόγω οικονομικών και τεχνικών προβλημάτων της ιδιοκτήτριας εταιρείας. Η Ε.Μ.Ε., που παρέλαβε τα μεταλλεία το 1964, έδωσε νέα ώθηση στην εκμετάλλευση και από το 1967 οι εξαγωγές χρωμιτών υπερδιπλασιάστηκαν φθάνοντας το 1971 στην ποσότητα των 41.210 τόνων που αποτελεί επίδοση παραγωγής και εξαγωγής. Στα επόμενα τρία χρόνια οι εξαγόμενες ποσότητες εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις 20.000 τόνους (23.000-30.000), από το 1976 όμως αρχίζει μια συνεχής μείωση των εξαγωγών που τελικά τερματίζονται το 1983. Η μείωση αυτή οφείλεται στην πτώση των τιμών του χρωμίτη στη διεθνή αγορά και τη σημαντική μείωση στη ζήτησή του.
Νεότερες μεταλλευτικές έρευνες που διεξήχθησαν στις περιοχές των μεταλλείων και ιδιαίτερα του Κοκκινόροτσου και του Χατζηπαύλου, απέδειξαν την ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων χρωμιτών υψηλής περιεκτικότητας.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια