Από μορφολογικής απόψεως, το μεγαλύτερο τμήμα της Μεσαορίας έχει ύψος κάτω των 100 μέτρων, αν και το υψόμετρο γενικά αυξάνεται ομαλά από τον κόλπο της Αμμοχώστου προς τη Λευκωσία, και προς τα βόρεια και νότια, καθώς η πεδιάδα πλησιάζει τον Πενταδάκτυλο από τη μια και τους ανατολικούς πρόποδες του Τροόδους και το οροπέδιο των Κοκκινοχωριών από την άλλη.
Σε ορισμένες περιοχές της Μεσαορίας, όπως κοντά στην Αθαλάσσα και κατά μήκος του δρόμου Λευκωσίας Λάρνακας, απαντώνται τραπεζοειδείς λόφοι, γνωστοί σαν «μέζας». Τέτοιοι χαρακτηριστικοί τραπεζοειδείς σχηματισμοί είναι ο γνωστός λόφος του Άρωνα (υψόμετρο 182 μέτρων) στα αριστερά του δρόμου Λευκωσίας-Λάρνακας, και ο Λόφος του Λιονταριού (υψόμετρο 190 μέτρων) στα δεξιά του δρόμου, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται τα κατάλοιπα του μεσαιωνικού κάστρου Λα Κάβα. Οι «μέζας», που έχουν σχετικά απότομες πλευρές, άντεξαν στη διάβρωση λόγω του καλύμματος της καφκάλλας (η οποία δεν διαβρώνεται εύκολα) που βρίσκεται στο πάνω μέρος της επιφάνειάς τους.
Η Μεσαορία είναι στην ουσία το δημιούργημα των αλλουβιακών αποθέσεων των δυο κύριων ποταμών της περιοχής, του Πηδιά και του Γιαλιά. Τα υλικά που μετέφεραν οι δυο αυτοί ποταμοί που πηγάζουν από το Τρόοδος, καθώς και τα υλικά των μικρότερων ποταμών που πηγάζουν από τον Πενταδάκτυλο (όπως οι ποταμοί Γεροκόλυμπος, Κρυός και Καλαμούλης), είναι λεπτόκοκκα. Αυτό οφείλεται στο ότι τα υλικά από το Τρόοδος διανύουν μεγάλες αποστάσεις μέχρις ότου φθάσουν στη θάλασσα, το μεγαλύτερο δε μέρος των υλικών από τον Πενταδάκτυλο προέρχεται από μάργες και αργίλλους.