Μάριον

Αρχαιολογικός χώρος

Image

Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στον αρχαιολογικό χώρο του Μαρίου άρχισαν το 1889 από την πρώτη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κύπρο. Με τις ανασκαφικές αυτές εργασίες εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν αρκετοί τάφοι των Ελληνιστικών και μερικοί των Ρωμαϊκών χρόνων, που απέδωσαν πολλά πήλινα αγγεία και ειδώλια, πήλινους λύχνους και χρυσά κοσμήματα, ασβεστολιθικές αναθηματικές στήλες και ενεπίγραφες πλάκες, χάλκινα αντικείμενα και διάφορα άλλα ευρήματα, αλλά κανένα κτιριακό ίχνος της πόλης του Μαρίου δεν είχε τότε αποκαλυφθεί. Διάφορες άλλες σωστικές ανασκαφές τάφων, που έγιναν περιοδικά τα τελευταία χρόνια από τον Κλάδο Αρχαιολογικής Επισκοπήσεώς του Τμήματος Αρχαιοτήτων στα βορειοανατολικά και δυτικά περίχωρα της αρχαίας πόλης του Μαρίου, έφεραν στο φως αρκετά άλλα πήλινα αγγεία και μικροτεχνικά έργα των Κυπρο-Αρχαϊκών και Κυπρο-Κλασσικών χρόνων. Πολλοί από τους τάφους των νεκροταφείων του Μαρίου και ιδιαίτερα του νεκροταφείου που βρίσκεται στην τοποθεσία, πίσω από τα κτίρια της Τεχνικής Σχολής και του Γυμνασίου της Πόλης Χρυσοχούς, συλήθηκαν ολότελα στο παρελθόν από τυμβωρύχους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα αττικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα πήλινα αγγεία της Κυπρο-Κλασσικής εποχής, που κοσμούν τις αίθουσες του Κυπριακού Μουσείου και μερικών Μουσείων της Ευρώπης και της Αμερικής, είναι προϊόντα λαθραίων ανασκαφών, που έγιναν κατά καιρούς στα πλούσια νεκροταφεία της πόλης του Μαρίου.

 

Τα πρώτα αρχιτεκτονικά δείγματα της πόλης του Μαρίου αποκαλύφθηκαν με τις πρόσφατες συστηματικές ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Αποστολής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, που άρχισαν το 1984 και συνεχίζονται. Πρόκειται για τα κατάλοιπα μικρού τμήματος του αρχικού τείχους της πόλης που χρονολογούνται στους Κυπρο-Αρχαϊκούς χρόνους, ενός ιερού των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων και μιας πρωτοχριστιανικής βασιλικής.

 

Τα κατάλοιπα του ανασκαφέντος ιερού μαρτυρούν ότι τούτο είχε διαστάσεις 8X8 μ. και αποτελείτο από ένα πρόστοο με μια βαθμιδωτή είσοδο, που οδηγούσε σε μεγάλη υπαίθρια αυλή. Από τ' αποκαλυφθέντα κινητά ευρήματα, που περιλαμβάνουν αρκετά πήλινα ειδώλια, μερικά πολύ μικρά μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και μεγάλο αριθμό κεραμικών οστράκων, συμπεραίνεται ότι το ιερό αυτό κτίστηκε στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε το 312 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Σωτήρα.

 

Στα βαθύτερα στρώματα, κάτω από τα θεμέλια της πρωτοχριστιανικής βασιλικής, αποκαλύφθηκαν τεμάχια από μαρμάρινες κολώνες και κιονόκρανα, που πιθανόν να ανήκουν σε μεγάλο ναό του 4ου αιώνα π.Χ. Από τον χώρο που συνορεύει με το νότιο τμήμα της βασιλικής, προέρχονται και αρκετά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα κεραμικά όστρακα, που φανερώνουν την ύπαρξη παλαιότερων κυπρο-κλασσικών κτισμάτων, που αναμένεται να αποκαλυφθούν με τις συνεχιζόμενες ανασκαφικές έρευνες.