Οι λινοβάμβακοι ζούσαν ανάμεσα στις δυο θρησκείες, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό, όχι σαν μια αυτοτελής θρησκευτική και εθνική ομάδα ή κοινότητα, αλλά σαν μια ιδιότυπη ομάδα, η οποία στα φανερά παρουσιαζόταν ενσωματωμένη στη μουσουλμανική κοινότητα του νησιού, ενώ στα κρυφά συμμετείχε στον βαθμό που οι περιστάσεις της επέτρεπαν στη χριστιανική πίστη. Είναι πολύ πιθανό ότι τόσο οι πραγματικοί Μουσουλμάνοι όσο και οι Χριστιανοί θα τους γνώριζαν, αλλά οι μεν πρώτοι τους ανέχονταν εφόσον δεν έδειχναν με οποιαδήποτε ενέργειά τους ότι αποκήρυτταν τη μουσουλμανική πίστη και λατρεία, οι δε δεύτεροι τους έβλεπαν είτε αδιάφορα, είτε με συμπάθεια, είτε και με κάποια περιφρονητική διάθεση — αυτό εξάλλου υποδηλώνουν και ορισμένες από τις ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστοί — επειδή μετέρχονταν τη μέθοδο της διπλής θρησκευτικής υπόστασης, για να εξασφαλίσουν κάποια πλεονεκτήματα, που δεν θα μπορούσαν να τα έχουν, αν έμεναν φανερά προσηλωμένοι στην πατρική τους θρησκεία και εθνότητα.
Έτσι, εφόσον οι λινοβάμβακοι είχαν δυο ιδιότητες, όλη η ζωή τους, από τη γέννησή τους μέχρι τον θάνατό τους, ήταν μια συνεχής προσπάθεια να ανταποκριθούν στις αντιφατικές απαιτήσεις της διπλής τους υπόστασης. Σαν Μουσουλμάνοι έπαιρναν μουσουλμανικό όνομα. Τα αγόρια σε κάποια ηλικία υποβάλλονταν στην περιτομή, αν και πολλά απ' αυτά απέφευγαν αυτή την επέμβαση με δωροδοκία του χότζα από τους γονείς τους. Πήγαιναν στο τζαμί και ακολουθούσαν τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και λατρευτικούς τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας, που σχετίζονταν με τις γιορτές, τον γάμο, την κηδεία και την ταφή. Όταν οι νεαροί λινοβάμβακοι ήσαν σε ηλικία στράτευσης, σαν Μουσουλμάνοι υπέκειντο στη στρατολογία ως κληρωτοί για πέντε χρόνια, πολλές φορές μάλιστα για υπηρεσία εκτός Κύπρου, σ' άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μάταια προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, επειδή οι Χριστιανοί ήταν απαλλαγμένοι και πλήρωναν γι' αυτή την απαλλαγή έναν ειδικό φόρο, που λεγόταν bedél askerié.
Από την άλλη, οι λινοβάμβακοι, σαν κρυφοί Χριστιανοί, βαπτίζονταν στα κρυφά από Χριστιανό ιερέα και έπαιρναν χριστιανικό όνομα, με το οποίο τους καλούσαν οι δικοί τους και οι όμοιοί τους, όταν υπήρχε ασφάλεια. Το χριστιανικό αυτό όνομα έμοιαζε συνήθως με το μουσουλμανικό, π.χ. Γιωσήφης - Γιουσούφ, Σολομός - Σουλεϊμάν, Αβραάμ - Ιμπραχίμ, Αντριανού - Τουτού, Ελένη - Σιελούκκα, κλπ. (Μ.Ν. Χριστοδούλου, «Περί τῶν Λινοβαμβάκων», Συμπόσιον Λαογραφίας, Λευκωσία, 1972, σ. 108). Παράλληλα με τη συμμετοχή τους στη μουσουλμανική λατρεία τηρούσαν με αρκετή ή λιγότερη συνέπεια τις υποχρεώσεις τους προς τη χριστιανική θρησκεία γιορτάζοντας κρυφά, σε προχωρημένες ώρες της νύχτας ή σε απομακρυσμένα από την τουρκική διοίκηση χριστιανικά χωριά ή σε ξωκλήσια, τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα ή τις γιορτές των τοπικών αγίων. Οι γάμοι γίνονταν ως επί το πλείστον με μέλη άλλων λινοβαμβακικών οικογενειών και σύμφωνα με τον χριστιανικό τρόπο σε εκκλησία ή σε σπίτι από κάποιο ιερέα. Αλλά και γάμοι με Μουσουλμάνους ή Χριστιανούς μπορούσαν να γίνουν. Ως προς τη φοίτηση, σε εποχή που σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν σχολεία, όσοι είχαν την ευκαιρία φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο του χωριού τους ή κάποιου κοντινού χωριού. Όταν άρχισαν να ιδρύονται και τουρκικά σχολεία, τα παιδιά των λινοβαμβάκων ήσαν υποχρεωμένα να φοιτούν σ' αυτά. Με την ανάπτυξη του εθνικισμού στα σχολεία αυτά οι φανατικοί Τούρκοι δάσκαλοι τους μάθαιναν την τουρκική γλώσσα και τους απαγόρευαν να μιλούν ελληνικά. Ως προς τις συνήθειες, τα ήθη και έθιμα, την ενδυμασία και τις λαϊκές παραδόσεις, οι λινοβάμβακοι διέφεραν πολύ λίγο ή καθόλου από τους άλλους κατοίκους του νησιού. Υφίσταντο και αυτοί, όπως και οι Μουσουλμάνοι, την επίδραση των Ελληνοκυπρίων, αλλά υφίσταντο ταυτόχρονα και μουσουλμανικές επιδράσεις. Όταν τέλος ερχόταν η ώρα της εγκατάλειψης της επίγειας ζωής, ζητούσαν συνήθως να τύχουν των τελευταίων φροντίδων σύμφωνα με τη χριστιανική τους θρησκεία, προτού κηδευθούν σε μουσουλμανικό κοιμητήριο σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία.
Είναι πολύ πιθανό ότι, όπως κατάφεραν να επιβιώσουν για τόσα χρόνια, παρά την αυξανόμενη πίεση πάνω τους για να αφομοιωθούν πλήρως με το μουσουλμανικό στοιχείο, θα κατορθώσουν και στην εποχή μας, κάποιο ποσοστό τουλάχιστον λινοβαμβάκων, να διατηρήσουν και να κληροδοτήσουν και στην επόμενη γενεά τη διφυή υπόστασή τους.
Ιδιοτυπία και γενικά χαρακτηριστικά των λινοβαμβάκων: Οι λινοβάμβακοι ζούσαν ανάμεσα στις δυο θρησκείες, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό, όχι σαν μια αυτοτελής θρησκευτική και εθνική ομάδα ή κοινότητα, αλλά σαν μια ιδιότυπη ομάδα, η οποία στα φανερά παρουσιαζόταν ενσωματωμένη στη μουσουλμανική κοινότητα του νησιού, ενώ στα κρυφά συμμετείχε στον βαθμό που οι περιστάσεις της επέτρεπαν στη χριστιανική πίστη. Είναι πολύ πιθανό ότι τόσο οι πραγματικοί Μουσουλμάνοι όσο και οι Χριστιανοί θα τους γνώριζαν, αλλά οι μεν πρώτοι τους ανέχονταν εφόσον δεν έδειχναν με οποιαδήποτε ενέργειά τους ότι αποκήρυτταν τη μουσουλμανική πίστη και λατρεία, οι δε δεύτεροι τους έβλεπαν είτε αδιάφορα, είτε με συμπάθεια, είτε και με κάποια περιφρονητική διάθεση — αυτό εξάλλου υποδηλώνουν και ορισμένες από τις ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστοί — επειδή μετέρχονταν τη μέθοδο της διπλής θρησκευτικής υπόστασης, για να εξασφαλίσουν κάποια πλεονεκτήματα, που δεν θα μπορούσαν να τα έχουν, αν έμεναν φανερά προσηλωμένοι στην πατρική τους θρησκεία και εθνότητα.
Έτσι, εφόσον οι λινοβάμβακοι είχαν δυο ιδιότητες, όλη η ζωή τους, από τη γέννησή τους μέχρι τον θάνατό τους, ήταν μια συνεχής προσπάθεια να ανταποκριθούν στις αντιφατικές απαιτήσεις της διπλής τους υπόστασης. Σαν Μουσουλμάνοι έπαιρναν μουσουλμανικό όνομα. Τα αγόρια σε κάποια ηλικία υποβάλλονταν στην περιτομή, αν και πολλά απ' αυτά απέφευγαν αυτή την επέμβαση με δωροδοκία του χότζα από τους γονείς τους. Πήγαιναν στο τζαμί και ακολουθούσαν τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και λατρευτικούς τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας, που σχετίζονταν με τις γιορτές, τον γάμο, την κηδεία και την ταφή. Όταν οι νεαροί λινοβάμβακοι ήσαν σε ηλικία στράτευσης, σαν Μουσουλμάνοι υπέκειντο στη στρατολογία ως κληρωτοί για πέντε χρόνια, πολλές φορές μάλιστα για υπηρεσία εκτός Κύπρου, σ' άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μάταια προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, επειδή οι Χριστιανοί ήταν απαλλαγμένοι και πλήρωναν γι' αυτή την απαλλαγή έναν ειδικό φόρο, που λεγόταν bedél askerié.
Από την άλλη, οι λινοβάμβακοι, σαν κρυφοί Χριστιανοί, βαπτίζονταν στα κρυφά από Χριστιανό ιερέα και έπαιρναν χριστιανικό όνομα, με το οποίο τους καλούσαν οι δικοί τους και οι όμοιοί τους, όταν υπήρχε ασφάλεια. Το χριστιανικό αυτό όνομα έμοιαζε συνήθως με το μουσουλμανικό, π.χ. Γιωσήφης - Γιουσούφ, Σολομός - Σουλεϊμάν, Αβραάμ - Ιμπραχίμ, Αντριανού - Τουτού, Ελένη - Σιελούκκα, κλπ. (Μ.Ν. Χριστοδούλου, «Περί τῶν Λινοβαμβάκων», Συμπόσιον Λαογραφίας, Λευκωσία, 1972, σ. 108). Παράλληλα με τη συμμετοχή τους στη μουσουλμανική λατρεία τηρούσαν με αρκετή ή λιγότερη συνέπεια τις υποχρεώσεις τους προς τη χριστιανική θρησκεία γιορτάζοντας κρυφά, σε προχωρημένες ώρες της νύχτας ή σε απομακρυσμένα από την τουρκική διοίκηση χριστιανικά χωριά ή σε ξωκλήσια, τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα ή τις γιορτές των τοπικών αγίων. Οι γάμοι γίνονταν ως επί το πλείστον με μέλη άλλων λινοβαμβακικών οικογενειών και σύμφωνα με τον χριστιανικό τρόπο σε εκκλησία ή σε σπίτι από κάποιο ιερέα. Αλλά και γάμοι με Μουσουλμάνους ή Χριστιανούς μπορούσαν να γίνουν. Ως προς τη φοίτηση, σε εποχή που σε πολλά χωριά δεν υπήρχαν σχολεία, όσοι είχαν την ευκαιρία φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο του χωριού τους ή κάποιου κοντινού χωριού. Όταν άρχισαν να ιδρύονται και τουρκικά σχολεία, τα παιδιά των λινοβαμβάκων ήσαν υποχρεωμένα να φοιτούν σ' αυτά. Με την ανάπτυξη του εθνικισμού στα σχολεία αυτά οι φανατικοί Τούρκοι δάσκαλοι τους μάθαιναν την τουρκική γλώσσα και τους απαγόρευαν να μιλούν ελληνικά. Ως προς τις συνήθειες, τα ήθη και έθιμα, την ενδυμασία και τις λαϊκές παραδόσεις, οι λινοβάμβακοι διέφεραν πολύ λίγο ή καθόλου από τους άλλους κατοίκους του νησιού. Υφίσταντο και αυτοί, όπως και οι Μουσουλμάνοι, την επίδραση των Ελληνοκυπρίων, αλλά υφίσταντο ταυτόχρονα και μουσουλμανικές επιδράσεις. Όταν τέλος ερχόταν η ώρα της εγκατάλειψης της επίγειας ζωής, ζητούσαν συνήθως να τύχουν των τελευταίων φροντίδων σύμφωνα με τη χριστιανική τους θρησκεία, προτού κηδευθούν σε μουσουλμανικό κοιμητήριο σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία.
Είναι πολύ πιθανό ότι, όπως κατάφεραν να επιβιώσουν για τόσα χρόνια, παρά την αυξανόμενη πίεση πάνω τους για να αφομοιωθούν πλήρως με το μουσουλμανικό στοιχείο, θα κατορθώσουν και στην εποχή μας, κάποιο ποσοστό τουλάχιστον λινοβαμβάκων, να διατηρήσουν και να κληροδοτήσουν και στην επόμενη γενεά τη διφυή υπόστασή τους.