Μέχρι το 1984 η κυπριακή λίρα ήταν συνδεδεμένη με καλάθι νομισμάτων σταθμισμένο στη βάση προέλευσης των εισαγωγών, ενώ για την περίοδο 1984-1992 χρησιμοποιήθηκε ένα καλάθι νομισμάτων σταθμισμένο στη βάση της γεωγραφικής δομής του εμπορίου της Κύπρου.
Στις 19 Ιουνίου 1992 η κυπριακή λίρα συνδέθηκε με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU) με κεντρική ισοτιμία ΚΛ1 = 1,7086 ECU και περιθώρια διακύμανσης ±2.25%. Παρόλο που η σύνδεση με το ECU δεν αντικατόπτριζε πλήρως τη γεωγραφική δομή του εμπορίου της Κύπρου, η μονομερής σύνδεση της λίρας με το ευρωπαϊκό νόμισμα αποτελούσε ένα σημαντικό καταλύτη για τις προσπάθειες ενίσχυσης της σύνδεσης της κυπριακής οικονομίας με τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Επιπλέον, η σύνδεση της κυπριακής λίρας με το ECU συνεισέφερε και στη διατήρηση της μακροοικονομικής σταθερότητας της Κύπρου, και κατ' επέκταση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας.
Την 1η Ιανουαρίου 1999, ύστερα από πολύχρονη επιτυχημένη σύνδεση με το ECU, η κυπριακή λίρα συνδέθηκε με το ευρώ με την ίδια κεντρική ισοτιμία, δηλαδή 1CYP = 1,7086 ευρώ και με περιθώρια διακύμανσης ±2,25%. Η εντατικοποίηση της ελευθεροποίησης της διακίνησης κεφαλαίων και η συνεπακόλουθη αύξηση της πιθανότητας δυνητικά αποσταθεροποιητικών κερδοσκοπικών κινήσεων κεφαλαίων, ώθησαν τις Νομισματικές Αρχές την 1η Ιανουαρίου 2001 να διευρύνουν τα περιθώρια διακύμανσης στο ±15%. Παράλληλα, όμως, τα στενότερα περιθώρια διακύμανσης ±2,25%, διατηρήθηκαν ως «άτυπα ή ενδεικτικά» περιθώρια, έτσι ώστε να αποφευχθούν τυχόν πληθωριστικές εξελίξεις. Η διεύρυνση του περιθωρίου διακύμανσης στο ±15% συνέπεσε με την εφαρμογή δυο πολύ σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία της Κύπρου. Πρώτο: Της κατάργησης του προβλεπόμενου από το νόμο ανώτατου ύψους επιτοκίου, την οποία ακολούθησε αμέσως η χαλάρωση των περιορισμών για μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο δανεισμό σε συνάλλαγμα από Κυπρίους. Δεύτερο: Της εισαγωγής νέας διαδικασίας καθορισμού της ισοτιμίας της κυπριακής λίρας με βασικά διεθνή νομίσματα, η οποία αντικατέστησε την παλιά διαδικασία διοικητικής ρύθμισης της ισοτιμίας, έτσι ώστε πλέον σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ισοτιμίας να διαδραματίζουν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Οι εξελίξεις κατά το 2001 οδήγησαν, στις 13 Αυγούστου 2001, στην κατάργηση των στενότερων περιθωρίων διακύμανσης ±2,25%, ώστε έκτοτε μόνο τα περιθώρια ±15% να ισχύουν. Συγκεκριμένα η κατάργηση των περιορισμών στον μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο δανεισμό σε ξένο νόμισμα από μόνιμους κάτοικους Κύπρου την 1η Ιανουαρίου 2001, ώθησε ιδιώτες και επιχειρήσεις στο δανεισμό σε ξένο νόμισμα, κυρίως ευρώ, εκμεταλλευόμενοι τη διαφορά επιτοκίου μεταξύ δανεισμού σε ευρώ και δανεισμού σε κυπριακή λίρα. Αυτό δημιούργησε πιέσεις ανατίμησης της λίρας στη συναλλαγματική της ισοτιμία.
Η απόφαση της κατάργησης των στενότερων περιθωρίων διακύμανσης της κυπριακής λίρας λήφθηκε ταυτόχρονα με απόφαση για μείωση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης. Αυτό θεωρήθηκε απαραίτητο για την αντιμετώπιση των αναμενόμενων αρνητικών επιπτώσεων στην κυπριακή οικονομία από την κάμψη της διεθνούς οικονομίας το 2001. Η μείωση αυτή συνέτεινε επίσης στη σμίκρυνση της διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού σε ευρώ και σε κυπριακή λίρα και, ως επακόλουθο, η τάση δανεισμού από Κυπρίους σε ξένο νόμισμα μειώθηκε αισθητά.
Τα επιτόκια μειώθηκαν περαιτέρω τον Σεπτέμβριο και Νοέμβριο 2001 κατά 50 μονάδες βάσης κάθε φορά, ως επακόλουθο των γεγονότων που ακολούθησαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Την 1η Μαΐου 2004, η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που προηγήθηκε της ένταξης, περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την ελευθεροποίηση του λογαριασμού κεφαλαίων που έγινε ομαλά χωρίς να προκληθούν πιέσεις στην ισοτιμία της κυπριακής λίρας. Τα επιτόκια κρατήθηκαν σταθερά για περίπου δέκα μήνες, ως αποτέλεσμα των εγχώριων αλλά και των διεθνών εξελίξεων. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 2004 η κυπριακή οικονομία παρουσίασε σημάδια ανάκαμψης, παρά τη σημαντική αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, που είχε αρνητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό. Τον Φεβρουάριο του 2005 η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής (ΕΝΠ) αποφάσισε τη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μ.β. μετά και την περαιτέρω διαφανείσα δημοσιονομική εξυγίανση.
Στις 2 Μαΐου 2005 η κυπριακή λίρα εντάχθηκε στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) ΙΙ, με κεντρική ισοτιμία ΛΚ£1 = €1,7086 ή €1=ΛΚ 0,585274, και περιθώρια διακύμανσης ±15%. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η κεντρική ισοτιμία όσο και τα περιθώρια διακύμανσης είναι εκείνα που ίσχυαν πριν από την επίσημη ένταξη της λίρας στο ΜΣΙ ΙΙ. Στους μήνες που ακολούθησαν η Κεντρική Τράπεζα προέβη σε δύο μειώσεις των επιτοκίων συνολικού ύψους 1,00 εκατοστιαίων μονάδων.
Στις 10 Ιουλίου 2007 η κυπριακή λίρα «κλειδώθηκε» με το ευρώ στην κεντρική ισοτιμία €1=£0,585274. Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ καθόρισε την κεντρική αυτή ισοτιμία ως την αμετάκλητη τιμή μετατροπής της κυπριακής λίρας σε ευρώ και επέτρεψε στην Κύπρο να υιοθετήσει το ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2008, οπότε η λίρα έπαψε να είναι το νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επίσημα δόθηκε μια σύντομη περίοδος ενός μηνός (από την 1η-31 Ιανουαρίου 2008) για ταυτόχρονη κυκλοφορία της λίρας και του ευρώ όλα τα χαρτονομίσματα και κέρματα σε λίρες αποσύρθηκαν και στην κυκλοφορία έμεινα μόνο τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα σε ευρώ.