Οι Κύπριοι, όπως μαρτυρούν διάφορες φιλολογικές πηγές, ήσαν κατά την Αρχαιότητα περίφημοι υφαντές και τα έργα τους ήσαν ξακουστά σ' ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Μάλιστα, επειδή οι Κύπριοι τεχνίτες ήσαν πολύ ικανοί και ξακουστοί στην τέχνη τους, συχνά τους μιμούνταν και διάφοροι τεχνίτες από άλλες περιοχές. Μια παράδοση αναφέρει ότι η υφαντική και η εριουργία μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στη Δήλο. Το λινάρι εκαλλιεργείτο στην Κύπρο τουλάχιστον από τον 4ο αι. π.Χ. Η ανάπτυξη της υφαντικής και η καλλιέργεια των βασικών πρώτων υλών που χρησιμοποιούνταν σ' αυτήν, μια από τις οποίες ήταν και το λινάρι, είχε ως αποτέλεσμα ν' αναπτυχθούν παράλληλα και τα σχετικά μ' αυτήν επαγγέλματα. Τρία επαγγέλματα που υπήρχαν στην Κύπρο από την εποχή αυτή και σχετίζονταν με τον τομέα της υφαντικής και εριουργίας, όπως μαρτυρούν διασωζόμενα κείμενα, ήσαν του γναφέα, του πορφυρέα και του υφαντή.
Η παραγωγή του λιναριού, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, συνεχίστηκε και κατά τον Μεσαίωνα. Περί τα τέλη του 15ου αιώνα η παραγωγή λιναριού ανερχόταν σε 25.000 μόδια, ενώ το 1540 σε 80.000 μόδια. Επίσης η παραγωγή λινόσπορου κατά τα τέλη του 15ου αιώνα ανερχόταν σε 25.000 μόδια, ενώ το 1540 ήταν αισθητά μεγαλύτερη και έφθανε τις 40.000 μόδια.
Το λινάρι το καλλιεργούσαν στην Κύπρο και κατά τον 18ο αιώνα, όχι όμως όπως το βαμβάκι, που ήταν τότε το σημαντικότερο προϊόν του νησιού. Στην Πάφο κατά την περίοδο αυτή, εκτός από την καλλιέργεια ήξεραν ν' ασπρίζουν και την κλωστή, που την πουλούσαν έτοιμη για ύφανση. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, γράφοντας για την παραγωγή λιναριού αναφέρει: Λινάριον ἀρκετόν, καί καννάβιον, καί κλωστή λευκασμένη λιναριοῦ εἰς τήν Πάφον... Η παραγωγή λιναριού συνεχίζεται και κατά τον 19ο αιώνα. Όπως αναφέρει η Ε. Scott Stevenson, το καταλληλότερο μέρος για την παραγωγή λιναριού την εποχή αυτή ήταν η πεδιάδα της Μόρφου, που ήταν και φημισμένη για το λινάρι της. Το 1862, οι εξαγωγές λιναριού ανέρχονταν σε 2.500 καντάρια και του λινόσπορου σε 2.400 καντάρια.
Το λινάρι εξακολουθούσε να καλλιεργείται και κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κυρίως για τις ίνες του από τις οποίες κατασκευάζονταν νήμα και λινά υφάσματα, που ήσαν περιζήτητα από τις κεντήτριες των περίφημων λευκαρίτικων. Η καλλιέργεια λιναριού περιοριζόταν κυρίως στις χαμηλές προσχωματικές περιοχές της πεδιάδας της Μόρφου, ενώ οι κυριότερες περιοχές παραγωγής λινόσπορου ήσαν στη Μεσαορία. Πριν από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο λινάρι παραγόταν και στην Πάφο στις χαμηλές πεδιάδες γύρω από το Κτήμα. Το λινάρι αυτό παραγόταν από γαιοκτήμονες που διέθεταν και δικό τους μικρό μύλο και εξαγόταν στο εξωτερικό υπό μορφή νήματος. Μικρότερη παραγωγή λιναριού γινόταν και στη Σολέα. Οι εκτάσεις στις οποίες εκαλλιεργείτο το λινάρι κατά την περίοδο 1935-39 ανέρχονταν σε 6.641 σκάλες, ενώ το 1952 αυξήθηκαν σημαντικά και ανήλθαν σε 12.208 σκάλες. Λίγα χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο 1954-58, οι εκτάσεις που καλλιεργούνταν με λινάρι μειώθηκαν σε 7.060 σκάλες.
Περί το 1922 ιδρύθηκε εργοστάσιο επεξεργασίας και υφαντουργίας λινών υφαντών στη Ζώδια. Ανήκε στο μοναστήρι του Κύκκου και λειτούργησε μέχρι το 1950. Δείγματα εξαίρετου κυπριακού λινού υφάσματος υπάρχουν σε μορφή λευκαρίτικων κεντημάτων της περιόδου 1920-1940. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το λινάρι το αγόραζαν κυρίως από την περιοχή της Μόρφου και της Ζώδιας κοπανισμένο σε σκουλιά, δηλαδή σε μικρά δέματα. Τα δέματα αυτά, αφού τ' άνοιγαν, τα χτένιζαν με σιδερένια χτενιά (η κατεργασία αυτή στα παλαιότερα χρόνια γινόταν από τις ανεφανταρκές των χωριών) και το πρώτο που έβγαινε, το στουππί το έκλωθαν στους αδραχτάδες για να το κάνουν σχοινιά. Εκείνο που έμενε το φρούτσιζαν με σκληρό φρουτσί, που συνήθως αποτελείτο από τρίχες χοίρου, και το δεύτερο αυτό στουππί το έκλωθαν οι γυναίκες για να υφάνουν χοντρά καθημερινά ρούχα. Ύστερα απ' αυτή τη διαδικασία απέμενε η καθαρή κλωστή. Την κλωστή αυτή, αφού πρώτα την έκλωθαν και ύστερα την ελένιζαν (τύλιγαν το νήμα σε θηλειές) στον απείλικτρο (τυλιγάδι), την άσπριζαν βράζοντας τις θηλειές σε αλουσίβα με σαπούνι. Τέλος τις θηλειές τις έπλεναν και τις άφηναν να στεγνώσουν.
Τα λινά υφάσματα διακρίνονταν σε διάφορα είδη. Τα κυριότερα απ' αυτά ήσαν: τα λινά χοντρά, που χρησιμοποιούνταν για εσώρουχα ανδρικά και γυναικεία, τα λινά σεντονίσιμα, από τα οποία κατασκευάζονταν σεντόνια, τραπεζομάντηλα και μαντηλιές, και τα λινά για κεντήματα. Τα τελευταία τα ύφαιναν κυρίως στη Μόρφου και στη Ζώδια και τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για τα λευκαρίτικα κεντήματα.
Βλέπε: Λευκαρίτικο κέντημα
Μετά το 1970 η παραγωγή λιναριού σημείωσε αισθητή μείωση, έτσι που το 1972 ανερχόταν μόνο σε 80 τόνους. Όμως, τα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια λιναριού έχει εγκαταλειφθεί πλήρως με αποτέλεσμα οι εγχώριες ανάγκες να καλύπτονται από εισαγωγές. Το 1986, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, εισήχθησαν 2 τόνοι λινόσπορου και 3 τόνοι λινών κλωστών. Η συνολική αξία των πιο πάνω ειδών ανερχόταν σε £13.000 περίπου. Οι μικρές σχετικά εισαγωγές λινών κλωστών οφείλονται στο γεγονός ότι στην υφαντουργία σήμερα αντί λινών κλωστών χρησιμοποιούνται άλλες τεχνητές ύλες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια