Μεγάλο χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, η διοικητική έκταση του οποίου (29 τ. χμ. σύμφωνα με την απογραφή του 1946) εντάχθηκε το 1968 στα δημοτικά όρια της Λευκωσίας. Σήμερα το Καϊμακλί αποτελεί ξεχωριστή ενορία της πόλης της Λευκωσίας, η οποία συνορεύει στα δυτικά με τις ενορίες της Ομορφίτας και του Γενί Τζαμί και στα νότια με την ενορία της Παλλουριώτισσας. Το μεγαλύτερο τμήμα της ενορίας του Καϊμακλίου, στα ανατολικά, βρίσκεται από το 1974 υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, ενώ ένα μικρότερο τμήμα της στα βόρεια και τα δυτικά βρίσκεται στην περιοχή της «νεκρής ζώνης».
Το Καϊμακλί είναι κτισμένο στα βορειοανατολικά της εντός των τειχών μεσαιωνικής πόλης της Λευκωσίας, σε μέσο υψόμετρο 130 μέτρων. Από γεωλογικής απόψεως, στην περιοχή του κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι), το σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου), και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν ξερορεντζίνες, ερυθρογαίες και προσχωσιγενή εδάφη.
Το Καϊμακλί δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 340 χιλιοστόμετρα. Λόγω της τουρκικής εισβολής του 1974, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήσιμης γης του, η οποία εκαλλιεργείτο με σιτηρά και νομευτικά φυτά.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, το Καϊμακλί συνδέεται στα βορειοδυτικά με την ενορία της Ομορφίτας (είναι σχεδόν ενωμένο μαζί της), στα νότια με την ενορία της Παλλουριώτισσας (περί τα 2,5 χμ.) και στα νοτιοανατολικά με το προάστιο της Αγλαντζιάς (περί τα 5 χμ.).
Λόγω της πολύ μικρής απόστασής του από το αστικό κέντρο της Λευκωσίας, το Καϊμακλί γνώρισε αξιόλογη πληθυσμιακή ανάπτυξη από το 1881 μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 957 |
1891 | 1.093 |
1901 | 1.392 |
1911 | 1.699 |
1921 | 1.860 |
1931 | 2.474 |
1946 | 3.683 |
1960 | 7.066 |
1973 | 8.789 |
1976 | - |
1982 | 10.418 |
1992 | 10.482 |
2001 | 10.864 |
Μετά το 1946 το Καϊμακλί, λόγω κυρίως της μετακίνησης πληθυσμού από την ύπαιθρο της επαρχίας προς την περιοχή του, γνώρισε αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 το Καϊμακλί δέχτηκε αριθμό Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή του δημιουργήθηκε μικρός κυβερνητικός οικισμός στέγασης προσφύγων.
Ο αρχικός πυρήνας του Καϊμακλίου βρίσκεται γύρω από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Αργότερα εξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις καταλαμβάνοντας μια μεγάλη έκταση. Η τουρκική εισβολή του 1974 εμπόδισε τη φυσιολογική επέκταση του οικισμού προς τα βόρεια, τα ανατολικά και τα δυτικά, με αποτέλεσμα η οικιστική επέκταση να περιορίζεται σήμερα προς τα νότια, δηλαδή προς την Παλλουριώτισσα.
Η ονομασία του προαστίου είναι τουρκική: Kaymakli, που σημαίνει χώρος όπου κατασκευάζεται καϊμάκκιν ή και ξινόγαλο (γιαούρτι). Και πράγματι, το Καϊμακλί φημιζόταν κάποτε ιδιαίτερα για το ωραίο γιαούρτι του, που ήταν ένα από τα βασικά προϊόντα γαλακτοκομίας του προαστίου. Έτσι, με τη σημερινή του ονομασία, που την πήρε μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους (1570), το χωριό δεν βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες. Στον χάρτη του Κίτσενερ (1885) το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Buyuk Kaymakli που σημαίνει στην τουρκική Μεγάλο Καϊμακλί. Κι αυτό σ’ αντίθεση προς το Kuchuk Kaymakli (=Μικρό Καϊμακλί), το τουρκικό όνομα του προαστίου Ομορφίτας.
Ο οικισμός του Καϊμακλίου υφίστατο, πιθανώς, κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας, δηλαδή και πριν από την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570). Τότε θα πρέπει να ήταν ασήμαντος οικισμός (αν πράγματι υπήρχε) και να είχε άλλη ονομασία, την οποία και αγνοούμε. Σύμφωνα όμως προς μια άποψη, ο συνοικισμός που αναγράφεται σε καταλόγους των Μεσαιωνικών χρόνων ως Μισοκελεύσι No1, (Μεσοκελεύς;) ήταν το Καϊμακλί (και Μισοκελεύσι Νο2 η γειτονική Ομορφίτα).
Εκείνο που συνδέει πάντως το Καϊμακλί με τη μεσαιωνική Λευκωσία είναι η περιοχή του Χάντακα, κοντά στο γυμνάσιο της Παλλουριώτισσας και προς τα δυτικά. Όπως υποδηλώνει και το όνομα, ο χάντακας αυτός (=μεγάλο χαντάκι) αποτελούσε τμήμα της τάφρου έξω από τα τείχη των Λουζινιανών στη βόρεια άκρη της Λευκωσίας. Μέχρι και πρόσφατα ακόμη, πριν η περιοχή γεμίσει με κατοικίες και εργαστήρια, μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει εύκολα τη μεσαιωνική τάφρο και τις πλευρές της. Σήμερα μόνη ένδειξη είναι η απότομη πτώση του ύψους του εδάφους.
Κάπου εκεί στην ίδια περιοχή υπολογίζεται ότι βρισκόταν και ένας από τους γνωστούς πύργους των λουζινιανικών οχυρώσεων της Λευκωσίας, ο πύργος του Αγίου Ανδρέα, καθώς και η ομώνυμη πύλη (βλέπε λήμμα Λευκωσία πόλη, κεφάλαιο οχυρώσεις).
Ο περιηγητής William Turner, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1815, αναφέρει το Καϊμακλί που το περιλαμβάνει μεταξύ των ασήμαντων χωριών γύρω από την πρωτεύουσα Λευκωσία. Ο Αθ. Σακελλάριος (Τά Κυπριακά, Α', 1890, σ. 213), δεν αναφέρει για το Καϊμακλί τίποτα, εκτός του ότι είναι προάστιο της Λευκωσίαςμε 1.000 κατοίκους. Ωστόσο ο αρχιδούκας της Αυστρίας Λουδοβίκος Σαλβαδόρ στο βιβλίο του για την πρωτεύουσα Λευκωσία (εξεδόθη στην αγγλική το 1881), βρήκε τότε το Καϊμακλί γραφικό:
...Από εδώ [στην ανατολική άκρη της Λευκωσίας] υπάρχει θέα προς τα γραφικά [picturesque] σπίτια στο Πάνω και Κάτω Καίμακλί, κτισμένα με πηλό [clay, εννοεί πλινθάρια] και τριγυρισμένα από φοινικιές, πίσω δε απ' αυτά, σε απόσταση, τα βουνά [του Πενταδάκτυλου].
Ο διαχωρισμός του αρχιδούκα Σαλβαδόρ σε Πάνω και Κάτω Καϊμακλί, φαίνεται ότι υφίστατο τότε και ίσως υποδήλωνε το Μικρό και Μεγάλο Καϊμακλί, δηλαδή την Ομορφίτα και το Καϊμακλί, αντιστοίχως. Όσο για τα σπίτια του Καϊμακλίου, εκτός από εκείνα που ήσαν κτισμένα με πλινθάρια υπήρχαν και αρκετά κτισμένα με πελεκητή πέτρα. Στον πυρήνα του προαστίου, δηλαδή στην έκταση γύρω από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, διατηρούνται ακόμη αρκετά σπίτια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, που πολλά είναι συνεχόμενα και κτισμένα με πλινθάρια, χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής της τότε εποχής (ειδικά για τέτοια σωζόμενα κτίρια, βλέπε στο βιβλίο Καϊμακλί, Συμβολή στη λαϊκή τέχνη. Λύκειο Παλλουριώτισσας, Λευκωσία, 1987).
Εκτός από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, κοντά της υφίσταται και το μικρό μοναστήρι της Μεταμορφώσεως (καλογραιών) που υπάγεται στο μοναστήρι του Σταυροβουνιού. Υπάρχει επίσης η εκκλησία των Παλιοημερολογιτών, αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, που ιδρύθηκε από πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, παρά το ότι είναι νεότερο οικοδόμημα (των αρχών του 20ού αιώνα), φέρει αρκετά ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά στοιχεία (βλέπε επίσης στο βιβλίο Καϊμακλί...).
Πρέπει, εξάλλου, να τονισθεί ότι παλαιότερα το Καϊμακλί φημιζόταν ιδιαίτερα σ' όλη την Κύπρο για τους μαστόρους του που ήσαν καλοί τεχνίτες οικοδόμοι, ειδικευμένοι ιδιαίτερα στο κτίσιμο εκκλησιών και πράγματι, οι κτίστες του Καϊμακλίου καλούνταν κι έκτιζαν εκκλησίες σε πολλά μέρη της Κύπρου.
Επίσης, εκτός από το γιαούρτι για το οποίο έγινε λόγος πιο πάνω, το Καϊμακλί ήταν παλαιότερα και σημαντικό κέντρο υφαντικής, κυρίως αλατζ'ιάς (χοντρό βαμβακερό ύφασμα αργαλειού).
Σύμφωνα προς τον Ιερώνυμο Περιστιάνη (Ἱστορία τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων), η εκπαιδευτική κίνηση στο Καϊμακλί άρχισε από την 3η δεκαετία του 19ου αιώνα. Ο ίδιος άκουσε από ένα εκατοντάχρονο γέρο ότι το 1838-9 διδάχτηκε τα «κοινά γράμματα» από τον θείο του Χριστοφή Μαραθοβουνιώτη, ο οποίος δίδασκε στο σπίτι του και έπαιρνε από κάθε μαθητή 4 γρόσια τον μήνα, εκτός από το σαββατιάτικο. Ο «δάσκαλος» καθόταν πάνω στην τάβλα [στρώμα] του κι έκλωθε νήμα στο αδράχτι του ενώ παρέδιδε το μάθημα, και τα παιδιά το επαναλάμβαναν σε χορό καθισμένα πάνω σε σάρακλο (ξύλινο εργαλείο για την ισοπέδωση των χωραφιών). Τον Μαραθοβουνιώτη διαδέχτηκε γύρω στο 1840-45 ο Χατζηπαπαγιάννης, που επίσης δίδασκε στο σπίτι του.
Γύρω στο 1858-9, η επιτροπή της εκκλησίας Αγίας Βαρβάρας έκτισε το πρώτο κοινοτικό σχολείο στον περίβολο της εκκλησίας, αλλά αυτό δεν λειτούργησε παρά ένα μόνο μήνα, επειδή ο δάσκαλος Μιχαήλ Πρωτοπαπαγιάννης έφυγε για να ιερωθεί. Τα παιδιά φοιτούσαν ξανά πέντε - έξι στον Παπαχρήστο Σακκά και πέντε - έξι στον Μιχαήλ Φιλίππου, οι οποίοι κατασκεύαζαν σάκκους και δισάκκια. Για ένα χρόνο, το 1858-59, στο κοινοτικό σχολείο δίδαξε ο Δημοφώντης, ο οποίος εισήγαγε την αλληλοδιδακτική μέθοδο που εχρησιμοποιείτο τότε και φρόντισε να κατασκευαστούν θρανία και έδρα, και να εφοδιαστούν τα παιδιά με βιβλία. Όταν το κοινοτικό σχολείο έκλεισε ξανά, οι λίγοι μαθητές φοιτούσαν σε διάφορους δασκάλους στα σπίτια τους ή σε σχολεία της Λευκωσίας. Από το 1871 ως το 1873 στο κοινοτικό σχολείο δίδαξε ο Μιχαήλ Παπαγιάννης. ο οποίος στο μεταξύ χειροτονήθηκε διάκονος και σύντομα ιερέας της Αγίας Βαρβάρας. Το σχολείο, ελλείψει ικανού δασκάλου, έμεινε κλειστό από το 1873 ως το 1884. Τα παιδιά αναγκάστηκαν να φοιτούν άλλα σε σχολεία της Λευκωσίας κι άλλα σε διάφορους «δασκάλους». Από το 1885 το αλληλοδιδακτικό λειτούργησε κανονικά με δάσκαλο τον Δημήτριο Καρακάση από τα Δαρδανέλλια.
Το κτίριο του σχολείου μέσα στον περίβολο της εκκλησίας εχρησιμοποιείτο σαν παράρτημα ως τη δεκαετία του '60, όταν κατεδαφίστηκε για τη δημιουργία χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων. Τα σχολεία του Καϊμακλίου σήμερα, και των δυο βαθμίδων, εντάσσονται στο γενικότερο εκπαιδευτικό σύστημα της πρωτεύουσας.