Μεγάλο αμιγές ελληνικό προάστιο της Λευκωσίας, περί τα 3 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας. Καταλαμβάνει διοικητική έκταση 9,5 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων και περιλαμβάνεται στους δήμους της επαρχίας Λευκωσίας.
Η Έγκωμη είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 165 μέτρων. Στο δυτικό της τμήμα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Μακεδονίτισσας και κοντά στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το ανάγλυφο είναι λοφώδες και το υψόμετρο φθάνει τα 210 μέτρα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του προαστίου κυριαρχούν οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες και άμμοι), το σύναγμα (αποθέσεις άμμων και χαλικιών της Πλειστόκαινης περιόδου), και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν προσχωσιγενή εδάφη, ερυθρογαίες και καφκάλλες.
Η Έγκωμη δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση περί τα 325 χιλιοστόμετρα. Πριν από την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής, εκαλλιεργούντο αμπέλια, εσπεριδοειδή (κυρίως λεμόνια, πορτοκάλια και γκρέιπφρουτ), διάφορα φρουτόδεντρα, λίγα λαχανικά, αμυγδαλιές, ελιές, σιτηρά (κυρίως κριθάρι), και λίγα νομευτικά φυτά. Στα προσχωσιγενή εδάφη του προαστίου υπάρχει σε μικρό βάθος υπόγειο νερό, το οποίο πρέπει να επαρκούσε στο παρελθόν για την άρδευση των κήπων των σπιτιών και των περιβολιών γειτονικών περιοχών όπως του Μετοχίου και του Παρισινού. Σήμερα στην περιοχή του προαστίου υπάρχουν αρκετές γεωτρήσεις, η αξιοποίηση των οποίων συνέβαλε στην άρδευση σημαντικής έκτασης γης.
Η σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα της Έγκωμης είναι η βιομηχανική. Στην περιοχή της δημιουργήθηκε και λειτουργεί βιομηχανική ζώνη στην οποία είναι συγκεντρωμένα όχι μόνο εργοστάσια αλλά και συνεργεία επιδιορθώσεως αυτοκινήτων, σιδηρουργεία και μηχανουργεία. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας που αναπτύχθηκαν είναι τα είδη διατροφής, ποτών, καπνού, υφαντών, ραπτικής ενδυμάτων, επεξεργασίας δερμάτων και γουναρικών, ξύλου και φελλού, υποδημάτων, επίπλων, χάρτη, εκτυπώσεων, χημικών προϊόντων, ελαστικού, μετάλλων, κατασκευής μεταφορικών μέσων, μη μεταλλικών ορυκτών, μηχανών και συσκευών εκτός ηλεκτρικών, καθώς και διάφορες βιομηχανίες επιδιορθώσεως.
Δεύτερος σε σπουδαιότητα τομέας οικονομικής δραστηριότητας είναι η παροχή υπηρεσιών. Γενικά υπάρχει τάση να ανεγείρονται γραφεία για παροχή υπηρεσιών σ' οποιοδήποτε μέρος του προαστίου. Ο τομέας του εμπορίου έρχεται τρίτος σε σπουδαιότητα από απόψεως εργοδοτήσεως. Τα καταστήματα ανεγείρονται κυρίως κατά μήκος των βασικών αξόνων δραστηριότητας με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλά προβλήματα, κυρίως κυκλοφοριακά. Μικρότερης σημασίας τομείς δραστηριότητας είναι ο τομέας των κατασκευών, ο τομέας των ασφαλειών, χρηματοδότησης, κτηματομεσιτικών και εμπορικών υπηρεσιών και ο τομέας των μεταφορών και επικοινωνιών.
Η Έγκωμη γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μικρή απόστασή της από το μεγάλο αστικό κέντρο της Λευκωσίας, του οποίου αποτελεί σήμερα φυσική προέκταση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 172 |
1891 | 229 |
1901 | 299 |
1911 | 362 |
1921 | 450 |
1931 | 639 |
1946 | 1.396 |
1960 | 2.658 |
1973 | 3.165 |
1976 | 5.678 |
1982 | 5.817 |
1992 | 9.942 |
2001 | 13.644 |
2011 | 18.010 |
2021 | 20.502 |
Σήμερα ο πληθυσμός της Έγκωμης υπολογίζεται ότι ξεπερνά τις 16.000. Μετά το 1931 η πληθυσμιακή αύξηση υπήρξε αλματώδης σαν αποτέλεσμα της αστικοποίησης της υπαίθρου και της μετακίνησης πληθυσμού στην περιοχή του προαστίου. Οι πληθυσμιακές αυξήσεις μετά το 1973 οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στην εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Στην περιοχή κοντά στο μετόχι του Κύκκου, όπου αρχικά στεγαζόταν η Διεθνής Έκθεση Κύπρου, δημιουργήθηκε προσωρινός προσφυγικός καταυλισμός όπου σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1976 στεγάζονταν 900 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Στη συνέχεια ο καταυλισμός διαλύθηκε και οι πρόσφυγες κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν σε κυβερνητικούς προσφυγικούς οικισμούς της περιοχής Λευκωσίας.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, η Έγκωμη συνδέεται στα βορειοανατολικά με την πρωτεύουσα, στα βόρεια με το προάστιο του Αγίου Δομετίου (περί το 1 χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Γερόλακκος (περί τα 9 χμ.) και στα νότια με το προάστιο του Στροβόλου (περί τα 2 χμ.).
Ο αρχικός πυρήνας της Έγκωμης βρίσκεται γύρω από την παλαιά εκκλησία του Αγίου Νικολάου και περιβάλλεται στα ανατολικά, νότια και δυτικά από τα μεγάλα κτήματα του μετοχίου του Αγίου Προκοπίου του μοναστηριού του Κύκκου. Τα κτήματα αυτά με τους εκτεταμένους ελαιώνες, εμπόδισαν την εξάπλωση του αρχικού οικιστικού πυρήνα.
Αναπτύχθηκαν ωστόσο οικιστικά διάφορες άλλες περιοχές της Έγκωμης, όπως η περιοχή του Γυμνασίου Κύκκου στα νοτιοανατολικά του αρχικού πυρήνα μέχρι και την οδό Προδρόμου στα ανατολικά, η περιοχή Παρισινού στα νότια, και η λοφώδης περιοχή της Μακεδονίτισσας στα νοτιοδυτικά. Εξάλλου μεταξύ της οδού Κυριάκου Μάτση και της λεωφόρου Γρίβα - Διγενή δημιουργήθηκε η βιομηχανική ζώνη της Έγκωμης. Η οικιστική ανάπτυξη των περιοχών αυτών άρχισε ουσιαστικά μετά την ανεξαρτησία με τη δημιουργία της λεωφόρου Γρίβα Διγενή και την κατασκευή της γέφυρας του Πηδιά στους Αγίους Ομολογητές. Η λεωφόρος Γρίβα -Διγενή, παρά την αδράνεια του Διεθνούς Αεροδρομίου Λευκωσίας, αποτελεί σήμερα ένα από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της αστικής περιοχής Λευκωσίας. Μεταξύ των ετών 1969 και 1976 ο κυκλοφοριακός φόρτος στη λεωφόρο διπλασιάστηκε και η κυκλοφοριακή του ικανότητα ξεπεράστηκε, ενώ αργότερα η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο.
Το προάστιο δεν αναφέρεται σε μεσαιωνικές πηγές. Ίσως επειδή τότε δεν ήταν παρά πολύ μικρός και ασήμαντος οικισμός ή επειδή τότε δεν υπήρχε ακόμη. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε το χωριό, θεωρείται όμως πιθανό ότι σχηματίστηκε από το 1567, όταν οι Βενετοί γκρέμισαν τις οχυρώσεις της Λευκωσίαςτων Λουζινιανών και έκτισαν τις νεότερες και μικρότερες δικές τους οχυρώσεις, κατεδαφίζοντας ταυτόχρονα κάθε οικοδόμημα που βρισκόταν γύρω απ' αυτές. Τότε πιθανώς οι άστεγοι κάτοικοι της πρωτεύουσας μετακινήθηκαν πιο πέρα, ιδρύοντας την Έγκωμη.
Η ονομασία, εξάλλου, του προαστίου (όπως και του χωριού Έγκωμη Αμμοχώστου) υποδηλώνει ότι ιδρύθηκε αντικαθιστώντας άλλο προγενέστερο οικισμό. Η ονομασία Έγκωμη προέρχεται από τις λέξεις Νέα Κώμη, απ’ όπου Νέγκωμη και τελικά Έγκωμη.
Ότι το προάστιο είναι νεότερο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στην περιοχή του δεν υπάρχει ούτε παλαιά εκκλησία ή ξωκλήσι. Πιθανόν όμως η περιοχή να ήταν κατοικημένη κατά την Αρχαιότητα, γιατί βρέθηκαν ίχνη των Αρχαϊκών χρόνων που δεν μπορούν όμως να συσχετισθούν με τον σημερινό οικισμό γιατί δεν αποδεικνύεται συνέχεια κατοίκησης. Το προάστιο γειτονεύει πάντως με το παλαιό μοναστήρι της Μακεδονίτισσας καθώς και με το μετόχι του Αγίου Προκοπίου που ανήκει στο μοναστήρι του Κύκκου και ιδρύθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Κατά την περίοδο αυτή η Έγκωμη ήταν άσημος οικισμός.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για ύπαρξη και λειτουργία δημοτικού σχολείου στην Έγκωμη πριν από την αγγλική κατάκτηση της Κύπρου (1878). Σήμερα στο προάστιο λειτουργούν δημοτικά σχολεία, σχολεία μέσης εκπαίδευσης, καθώς και ιδιωτικά πανεπιστήμια και άλλες ιδιωτικές σχολές. Επίσης στην έκτασή του εμπίπτει η Σχολή Κωφών Παίδων της οποίας οι νέες εγκαταστάσεις (που κτίστηκαν μετά την τουρκική εισβολή) βρίσκονται στην περιοχή Μακεδονίτισσας. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται επίσης ο χώρος της Διεθνούς (Κρατικής) Εκθέσεως Κύπρου, όπου και το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο, το Μακάρειο Αθλητικό Κέντρο (περιλαμβανομένου και του Λευκοθέου κλειστού γηπέδου) κι ο Τύμβος που δημιουργήθηκε προς τιμήν των Ελλαδιτών πεσόντων στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974, εκ των οποίων πολλοί βρίσκονται θαμμένοι στον χώρο εκείνο. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται επίσης οι τάφοι και τα κενοτάφια Ελληνοκυπρίων πεσόντων.
Στον πυρήνα του προαστίου υπάρχουν μερικοί στενοί δρόμοι και διατηρούνται λίγα παλαιά σπίτια, κυρίως από πλινθάρι. Η εκκλησία όμως του Αγίου Νικολάου δεν επαρκούσε για τις ανάγκες των κατοίκων, γι’ αυτό και κτίστηκε νέα μεγάλη εκκλησία αφιερωμένη στον ίδιο άγιο. Επίσης στην περιοχή της Μακεδονίτισσας κτίστηκε νέα εκκλησία στο όνομα των Αγίων Πάντων.